Δεν υπάρχουν “ευτυχίες” να μη κουβαλάνε το φορτίο τους στη σκιά μιας εξαθλιωμένης και αποδεκατισμένης κοινωνίας. Ακόμη και ο σακάτης θεός του μηδενός δεν αντέχει τον κοινωνικό θάνατο και στα άλαλα χείλη της σιωπής του φλυαρεί την ανάγκη της συμφιλίωσης κενού και πληρότητας.
Ο θόρυβος του ήχου της κοινωνικής ανέχειας μετακινεί τα σύνορα της όποιας πρόσκαιρης υπεροχής και ευμάρειας στην παθητική εγρήγορση απέναντι στην αθλιότητα.
Η κοινωνία είναι ο,τι είμαστε εμείς. Φορτωνόμαστε τη μαθητεία του κοινωνικού πόνου και δεν αναμένουμε αναποφάσιστοι, αδιάφοροι και αμέτοχοι για την αποθέωση της ετυμηγορίας του θανάτου της.
Ούτε μπορούμε να αγνοούμε όσους “φοράνε” προσωπεία, τη “μάσκα” του άρπαγα εκμεταλλευτή των δεινοπαθούντων και των ισχνών αγελάδων. Αποτελούν οι διάφοροι αρνητικοί ή παθητικοί τύποι, μέρος της κοινωνίας και της εμπειρίας μας.
Η εποχή μας ζητάει επικοινωνία, αλληλεγγύη, αφύπνιση των συνειδήσεων. Δεν ζητάει καλολογία, πολιτική ρητορική και λεπτεπίλεπτη υποκριτική κομψότητα στα “σαλόνια” του ωχαδερφισμού και της “αβάστακτης ελαφρότητας του Είναι”.
Οι αλήθειες που αφορούν τα δεινά μιας κοινωνίας, λέγονται και καταγράφοται με τρόπο ερεθιστικό, συχνά χονδροειδή, εξεζητημένο, επαναστατικό, για να υπάρξει το “ξύπνημα” των κοινωνικών ομάδων. Και να αρχίσουμε να σκεφτόμαστε υπέυθυνα για τα θέματα που είχαμε παραβλέψει ή αγνοήσει.
Να αρχίσει η συνείδησή μας να απορρίπτει τα στραβά, τα ανάποδα και τα ανώμαλα, τη μικρότητα και την αρπακτικότητα των επιτηδείων της πολιτικής και της οικονομικής ζωής.
Προσλαμβάνουσες παραστάσεις έχουμε πολλές. Νόηση ως η ύψιστη μορφή της πραγματικότητας, πολλοί εξ’ ημών διαθέτουμε. Και εγείρεται βασανιστικό το ερώτημα: Πως γινόμαστε εύκολα θύματα ή και αθύρματα της πολιτικής εκμετάλλευσης και απάτης;
Είναι καιρός να παύσουμε την ωφελιμιστική αναζήτηση. Να απαλλαγούμε από το σύμπλεγμα της Μήδειας. Να αρθούμε στο ύψος των περιστάσεων και να απολλακτίσουμε μυθοπλασίες της πολιτικής, χθόνιες και κυνικές. Να βρεθούμε πλησιέστερα στην πρωταρχική βάση της κοινωνίας, που υφίσταται με σφοδρότητα την “κακοποίηση” από πολιτικές που εκφράζονται και εφαρμόζονται μ΄έναν ενστικτώδη ασυνειδησιακό πρωτογονισμό.
Τα χρονικά περιθώρια στενεύουν. θα χάσουμε το τρένο όχι απλώς της διαφυγής μας από την οικονομική δίνη, αλλά της ίδιας της ανθρωπιάς μας. Θα χάσουμε το τρένο, όπως ένας κουφός που δεν άκουσε το σφύριγμα! Ζούμε την κοινωνίκή “τραγωδία” υπό μορφή θεάματος. Υπολείπεται ωστόσο να αναζητήσουμε τη λύτρωση.
Διαφορετικά, ανεξάρτητα των προνομίων μιας δικής μας “τελειότητας” που απολαμβάνουμε, θα μετατραπούμε σε “μαρμάρινες μορφές”, που θα παρακολουθούν σε σχήματα λειτουργικά την αγωνιώδη πορεία των συνανθρώπων μας προς το αμείλικτο κενό του κοινωνικού θανάτου.
Κι όμως επί της ουσίας θα είναι ο δικός μας θάνατος. Με την άγνοια της ιστορίας μας να αποτελεί κι αυτή συστατικό στοιχείο της ίδιας της ιστορίας, που δοκιμάζεται μαζί της μέχρι παροξυσμού. Με το παρωχημένο να διαθλάται στις διαδικασίες του χρόνου και οι μέχρι πρότινος “μαρμάρινες μορφές”μας, ανέκφραστες στον κοινωνικό πόνο από τη ψυχρότητα του μαρμάρου, να αρχίζουν να αποστάζουν την αμηχανία της αγωνίας. Και να προσλαμβάνουν και πάλι την ένσαρκη υπόστασή τους, που θα στενάζει σαστισμένη. Και με το πέρασμα της αστραπής της οδυνηρής αλήθειας από τα μάτια της, να πυρακτώνει τα οράματα της απελπισίας.
Και ως “πρόσωπα” πλέον, απέλπιδες φυγάδες του ανήλεου σπαραγμού, θα αναμένουμε με επικλήσεις τη φάση της χάριτος. Από ποιους όμως;
Υπάρχουν αναγνώστες που ίσως να μειδιούν ειρωνικά μ’ αυτά τα “λυρικά” της γραφίδας τούτης, που προσπαθεί μάλλον ανεπιτυχώς, να αντικαταστήσει το χρωστήρα, ζωγραφίζοντας απλές, αλλά αδρές εικόνες της φαινομενικά αδαπάνητης αδιαφορίας μιας μεγάλης μερίδας της κοινωνίας και της νεοελληνικής ελαφρότητας σ’ όλο το φάσμα της κοινωνικής και πολιτικής ζωής.
Με το “λυρισμό” της γραφίδας η τις έντονες αποχρώσεις του χρωστήρα, με τα όποια μέσα εικονισμού, δεν επιχειρείται η διαστρέβλωση της πραγματικότητας. Και δεν χρειάζεται να πλησιάσουμε τα όρια του κυνισμού. Τα έχει υπερβεί προ πολλού άλλωστε η ίδια η πραγματικότητα, για να παρουσσιάσουμε την παρούσα ληθαργική κατάσταση της πατρίδας μας.
Από μόνη της η κατάσταση με τις δραματικές της προεκτάσεις, και οι καθόλου αναπάνταχες εξελίξεις που θα ακολουθήσουν τον Σεπτέμβριο (…γιατί για τους γνωρίζοντες αυτό θα συμβεί), δεν μας επιτρέπει τα περιθώρια να αδιαφορούμε ή και να κινούμαστε προς την κατεύθυνση της “έγκαιρης” αγοράς του υποτιθέμενου παραδείσου μας, με το “δεν βαριέσαι αδελφέ…” κι άλλα παρόμοια της νεοελληνικής ελαφρότητας, αντιπερνώντας έτσι ανύποπτα τις λειτουργίες των δραματικών στιγμών του χρόνου.
Και όλα μπορούν να ανατραπούν από τη μια στιγμή στην άλλη. Και η δική μας ζωή. Και να νιώσουμε την “καυτή ανάσα”της ερημωμένης κοινωνίας. Με το μάτι της απόγνωσης που αμηχανεί τον νου και το πνεύμα, να παραμένει αμετάθετο στην κοσμική επιφάνεια.
Και τότε ακόμη και ο Σταυρός θα γείρει από την κορυφή του να φιλήσει τα πρόσωπα των “κρεμασμένων” από τα ικριώματα που μόνοι μας στήσαμε!…