Το τελευταίο διάστημα έχει αρχίσει να επανέρχεται στην επικαιρότητα το «σκοπιανό» ή «μακεδονικό» ζήτημα, με την προοπτική της οριστικής επίλυσής του να παρουσιάζεται ως πιθανότερη από ποτέ.
Αυτό συμβαίνει κυρίως, επειδή η σύνδεση της κοινής, επίσημης ονομασίας του κρατιδίου των Σκοπίων με την «μακεδονική ταυτότητα» έχει διαφορετικά χαρακτηριστικά σήμερα, συγκριτικά με τις πρώτες ημέρες ανεξαρτησίας της Π.Γ.Δ.Μ.
Η ΔΙΑΦΟΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΣΗΜΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΟΝΟΜΑΤΟΣ ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΩΝ ΕΤΩΝ
Στην αρχή, η προσπάθεια παραχάραξης της Ιστορίας είχε σαφείς δόσεις μεγαλοϊδεατισμού, με αιχμή την «επικοινωνιακή καταιγίδα», που είχε αφετηρία κυρίως τις Η.Π.Α. και προσπαθούσε να παρασύρει την ανιστόρητη και αδιάφορη μερίδα της παγκόσμιας κοινής γνώμης.
Σε αυτήν την φάση, ήταν σαφές ότι η Π.Γ.Δ.Μ. είχε επιλέξει να δημιουργήσει ένα τεχνητό δίπολο απέναντι στην Ελλάδα.
Μάλιστα, αν αναλογιστεί κάποιος τον αριθμό, αλλά και το μέγεθος των κρατών (Ρωσία, Κίνα, Η.Π.Α. κτλ.), που έσπευσαν να αναγνωρίσουν την Π.Γ.Δ.Μ. με την συνταγματική ονομασία της, η κατάσταση δεν προοιωνίζονταν καλή για την ελληνική πλευρά.
Η στρατηγική κίνηση της κυβέρνησης του Ανδρέα Παπανδρέου, να προχωρήσει σε μονομερές εμπάργκο, άλλαξε τους όρους που κινούνταν η Π.Γ.Δ.Μ. και επέφερε μια αναπροσαρμογή στον σχεδιασμό της κυβέρνησης του Κίρο Γκλιγκόροφ, προς όφελος της Ελλάδας –χωρίς, ωστόσο, να βρεθεί η επιζητούμενη, οριστική λύση για το όνομα.
Το τέλος της θητείας του Γκλιγκόροφ συνέπεσε με την έναρξη των προκλήσεων από την αλβανόφωνη μερίδα της χώρας, σε συνάφεια και με τα γεγονότα στο Κόσοβο.
Από εκεί και μετά, ιδίως μετά τον αδόκητο θάνατο (αεροπορικό δυστύχημα) του βουλγαρικής επιρροής διαδόχου του Γκλιγκόροφ, Μπορίς Τραϊκόφσκι, κλιμακώθηκε ο «ακήρυχτος πόλεμος» εντός της Π.Γ.Δ.Μ., με τις διάφορες εθνοτικές και θρησκευτικές ομάδες να οριοθετούν τις ζώνες επιρροής τους.
Πλέον, η «μακεδονική ταυτότητα» αποκτούσε μια άλλη διάσταση, λιγότερο επεκτατική και περισσότερο αυτοσυντήρησης, απέναντι στον «αλβανικό επίβουλο».
Το δίπολο είχε αναπροσαρμοσθεί, με όρους εσωστρέφειας. Ίσως γι’αυτό οι άλλες ενδιαφερόμενες χώρες, ακόμη και η Ελλάδα, να ήταν περισσότερο ανεκτικές και να κρατούσαν χαμηλούς τόνους, απέναντι στην ρητορική περί «Μακεδονίας», προκειμένου να μην ευνοήσουν την εξυπηρέτηση της ιδέας της «Μεγάλης Αλβανίας» ή της «Πράσινης Γραμμής» (Green Transverse ή “Green Corridor”, αυτό που οι Έλληνες αποκαλούμε «μουσουλμανικό τόξο»).
Η ΔΗΜΟΓΡΑΦΙΚΗ ΙΔΙΑΙΤΕΡΟΤΗΤΑ ΤΗΣ Π.Γ.Δ.Μ. ΟΡΙΖΕΙ ΤΙΣ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ
Για όσους δεν γνωρίζουν, η τελευταία επίσημη απογραφή στην Π.Γ.Δ.Μ. έλαβε χώρα το όχι και τόσο κοντινό …2002, με τον συνολικό πληθυσμό να ξεπερνά κατά λίγο τα δύο εκατομμύρια.
Σύμφωνα με εκείνη την μέτρηση, ως «Μακεδόνες» είχε απογραφεί το 64.17% του πληθυσμού, την ώρα που οι δεδηλωμένοι Αλβανοί ήταν στο 25.17%, ενώ στην τρίτη θέση ήταν οι Τούρκοι με μόλις 3.85%.
Αυτά τα βασικά μεγέθη ήταν σχεδόν ίδια και στις απογραφές του 1991 και 1994.
Ωστόσο, ιδίως την τελευταία δεκαετία, ο αριθμός των αλβανόφωνων-μουσουλμάνων έχει αυξηθεί σημαντικά (με βάση τους δείκτες γεννήσεων/θανάτων στην Π.Γ.Δ.Μ., οι Αλβανοί έχουν αυξητική τάση σε σχέση 3:1, ως προς τους «Μακεδόνες», την ώρα που ο αντίστοιχος δείκτης για τους Τούρκους είναι στο 2.5:1).
Αυτό συμβαίνει ιδίως στο βόρειο-βορειοδυτικό τμήμα της χώρας, στα σύνορα με την Σερβία, το Κόσοβο και την Αλβανία, όπου ακόμη και ένας απλός επισκέπτης μπορεί να παρατηρήσει τους μιναρέδες, που κτίζονται ο ένας μετά τον άλλον.
Αυτό που δεν είναι εύκολο να παρατηρηθεί, αλλά χρειάζεται να ρωτήσεις για να το μάθεις, είναι ότι πολλοί ντόπιοι αποδέχονται τις πολύ δελεαστικές προσφορές Αλβανών και Τούρκων, στους οποίους πωλούν σπίτια και χωράφια, προκειμένου να χρησιμοποιήσουν τα χρήματα για να μεταναστεύσουν στο εξωτερικό.
Η συγκεκριμένη προσθαφαίρεση δεν συνιστά έναν απλό εποικισμό της Π.Γ.Δ.Μ., αλλά μια σημαντική αλλοίωση του πληθυσμού του κρατιδίου, προς όφελος της αλβανικής-μουσουλμανικής κοινότητας, γεγονός που δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητο από την Βουλγαρία, που πάντα έχει ένα ιδιαίτερο -και πρόδηλο- ενδιαφέρον, για τα τεκταινόμενα στην ευρύτερη περιοχή.
Ήδη, από το 2004, η Βουλγαρία έχει προχωρήσει σε μια ιδιαίτερη «επίθεση φιλίας», με στόχο την απόδοση διαβατηρίων ή και υπηκοότητας στους βουλγαρόφωνους κατοίκους της Π.Γ.Δ.Μ., όπου η απογεγραμμένη βουλγαρική μειονότητα του 2002 ανέρχονταν σε μόλις 1,418 πολίτες (0.07% του συνολικού πληθυσμού).
Αυτή η προσπάθεια φαίνεται ότι αποδίδει καρπούς, καθώς, σύμφωνα με τις επίσημες ανακοινώσεις των βουλγαρικών αρχών, ο αριθμός των πολιτών της Π.Γ.Δ.Μ. που έχουν αποκτήσει βουλγαρικό διαβατήριο μέχρι το τέλος του 2017 ήταν ακριβώς 71,524 άτομα, ενώ υπολογίζεται ότι πάνω από τους μισούς έχουν αποκτήσει και την βουλγαρική υπηκοότητα.
Σίγουρα, η ένταξη της Βουλγαρίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση έχει διαδραματίσει σημαντικότατο ρόλο στην ραγδαία αύξηση των αριθμών, όμως το ζητούμενο σε αυτήν την φάση δεν είναι το γιατί οι Σκοπιανοί επιθυμούν και αποκτούν βουλγαρικά διαβατήρια ή και υπηκοότητες, αλλά το πώς θα αξιοποιηθεί αυτό το δεδομένο από την κυβέρνηση της Σόφιας.
Σε αυτήν την «εξίσωση» των μειονοτήτων είναι προφανές ότι πρέπει να συνεκτιμηθεί και ο ρόλος της Σερβίας, η οποία μέχρι πρόσφατα είχε μια σχετικώς διακριτική παρουσία.
Η κίνηση της απόσυρσης των διπλωματικών ακολούθων της Σερβίας από τα Σκόπια τον περασμένο Αύγουστο, σε συνέχεια των δηλώσεων μεταμέλειας του Υπουργού Εξωτερικών της Σερβίας, για την αναγνώριση της Π.Γ.Δ.Μ. με το συνταγματικό της όνομα, αποτελεί ένα δείγμα της αναμενόμενης αλλαγής της σερβικής στάσης, σε κάθε επίπεδο.
Μια στάση, που δύσκολα πρόκειται να ανατραπεί και θα παραμένει από επιφυλακτική έως και αρνητική απέναντι στην Π.Γ.Δ.Μ., δεδομένης και της λειτουργίας της κυβέρνησης των Σκοπίων, ιδίως ως προς το ζήτημα του Κοσόβου.
Σε περίπτωση απογραφής, λοιπόν, είναι σχεδόν σίγουρη η ενίσχυση της σερβικής μειονότητας στην χώρα (το 2002 ανέρχονταν μόλις στο 1.78% του πληθυσμού), χωρίς καν η σερβική κυβέρνηση να κινηθεί στα πρότυπα της βουλγαρικής στρατηγικής. Και αυτό, δεν οφείλεται στο ότι πολλοί κάτοικοι ιδίως της κεντρικής Π.Γ.Δ.Μ. διατηρούν στενούς δεσμούς με συγγενείς τους από την Σερβία, αλλά κυρίως στην περιρρέουσα ατμόσφαιρα, μιας «μακεδονικής ιδέας» που φθίνει και δεν αρκεί για την επικράτηση στην εσωτερική «μάχη» με Αλβανούς-μουσουλμάνους.
Έτσι, οι Σέρβοι της Π.Γ.Δ.Μ. δεν φαίνεται να έχουν πια λόγο να απογραφούν ως «Μακεδόνες», με αποτέλεσμα να καταρρέει το αφήγημα, πάνω στο οποίο στήθηκε η ύπαρξη του κρατιδίου των Σκοπίων.
Τα νέα δεδομένα και οι διακρατικές σχέσεις με τις γειτονικές χώρες (και την Τουρκία), είναι σίγουρο ότι συνεκτιμώνται από την ηγεσία της Π.Γ.Δ.Μ., στο πλαίσιο και της απαίτησης της Ε.Ε. για μια αντικειμενική και επιστημονικώς άρτια απογραφή του πληθυσμού, η οποία θα διαφοροποιούσε δραματικά τα δεδομένα στην χώρα.
ΤΟ «ΒΟΣΝΙΑΚΟ ΜΟΝΤΕΛΟ» ΚΑΙ Ο ΦΟΒΟΣ ΤΗΣ ΕΠΟΜΕΝΗΣ ΗΜΕΡΑΣ
Μετά τα αποτελέσματα των τελευταίων δημοτικών και εθνικών εκλογών στην Π.Γ.Δ.Μ., αρκετοί ουδέτεροι παρατηρητές, διαπιστώνουν ότι η κατάσταση είναι παρόμοια με αυτήν που επικρατεί στην Βοσνία-Ερζεγοβίνη.
Ένα κράτος, που σήμερα αποτελείται από δύο ομοσπονδίες (Federacija, για την ενοποιημένη Ομοσπονδία Κροατών-Μουσουλμάνων και Republika Srpska, για την Σερβική Κοινότητα), συν την ιδιαίτερη περίπτωση του Brčko.
Είναι τόσο πολλά και τόσο σημαντικά τα κοινά σημεία, ανάμεσα στις δύο χώρες, που ήδη εξυφαίνονται τα πρώτα σενάρια, για την εφαρμογή του «βοσνιακού μοντέλου» στην Π.Γ.Δ.Μ., αν και θεωρείται εξαιρετικά δύσκολη, αν όχι απίθανη, η δημιουργία ενός πληθυσμού αμιγούς σύνθεσης στις ζώνες που θα απαιτούνταν να δημιουργηθούν –τουλάχιστον, χωρίς παρεκτροπές…
Σε μια διζωνική κατάσταση, οι διακριτές διοικητικές οντότητες θα είχαν θρησκευτικά σημεία αναφοράς (Μουσουλμάνοι-Χριστιανοί).
Η πλειονότητα των εδαφών θα πήγαινε στην χριστιανική πλευρά, σε μια αναλογία που θα προσέγγιζε το 2:1.
Ωστόσο, είναι εξαιρετικά πιθανό η πόλη των Σκοπίων να υιοθετούσε το πρότυπο του Σαράγεβο, όπου υπάρχει ουσιαστική διχοτόμηση της αστικής περιοχής, στο μουσουλμανικό και στο ορθόδοξο (σερβικό) τμήμα της πόλης.
Από την άλλη, αν η διάκριση γίνονταν με κριτήρια εθνικής καταγωγής, τότε είναι πιθανόν να υπήρχε η τριχοτόμηση της χώρας (Αλβανοί-Τούρκοι, Σέρβοι, Βούλγαροι).
Σε μια τέτοια περίπτωση, αν προχωρούσε η διάκριση και της πόλης των Σκοπίων, τότε μάλλον η βουλγαρική μερίδα δεν θα είχε περιθώρια παρουσίας στην συγκεκριμένη αστική περιοχή.
Όμως, αυτό το σενάριο δεν φαίνεται πολύ πιθανό, γιατί θα διευκόλυνε πολύ την Σερβία, η οποία θα μπορούσε ακόμη και να συνορεύει με την Ελλάδα.
Και στα δύο σενάρια, για την ελληνική μειονότητα δεν φαίνεται ότι υπάρχει άμεση δυνατότητα εμπλοκής ή ωφέλειας, οπουδήποτε πλην του νότιου τμήματος της Πελαγονίας.
Ίσως, μάλιστα, η ιδανικότερη περίπτωση να ήταν η υιοθέτηση ενός καθεστώτος για την περιοχή, όπως έχει το Brčko.
Είναι προφανές, ότι οι παραπάνω περιπτώσεις συνθέτουν το λεγόμενο «καλό σενάριο», όπου η όποια ανακατανομή εδαφών και κέντρων επιρροής θα γίνει χωρίς επιπλοκές και, κυρίως, αναίμακτα.
Όμως, είναι εξαιρετικά πιθανό ότι η πρόθεση ομοσπονδιοποίησης της Π.Γ.Δ.Μ. δεν θα αποδειχθεί αρκετή, προκειμένου να «παγώσουν» οι επεκτατικές βλέψεις συγκεκριμένων παραγόντων, εντός κι εκτός των Βαλκανίων, με «μπαλαντέρ» το Κόσοβο –αλλά, αυτό είναι μια άλλη συζήτηση…
Η ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΗ ΔΙΑΠΡΑΓΜΑΤΕΥΤΙΚΗ ΔΥΝΑΤΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ
Ήδη, η νέα ηγεσία της Π.Γ.Δ.Μ. δείχνει ότι ανησυχεί για το μέλλον του κρατιδίου και επιζητά την άμεση ένταξή του στο ΝΑΤΟ ή και την Ευρωπαϊκή Ένωση, προκειμένου να αποφευχθούν τα χειρότερα.
Μόνο που για να γίνει κάτι τέτοιο, θα πρέπει να αρθούν οι αντιρρήσεις της Ελλάδας και, κάπως έτσι, φτάνουμε στην αναζήτηση οριστικής λύσης για το όνομα, τάχιστα.
Κι αν για τον μέσο Έλληνα, το ζήτημα αρχίζει και τελειώνει στο αν θα περιέχεται η λέξη «Μακεδονία» ή παράγωγά της στο νέο, συμφωνημένο όνομα του κρατιδίου των Σκοπίων, είναι εξαιρετικά θετικό το ότι η ηγεσία του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών εστιάζει και στις άλλες πτυχές του θέματος.
Η βασικότερη όλων είναι το μέλλον της Π.Γ.Δ.Μ., εφόσον δεν ενταχθεί εγκαίρως σε κάποια διεθνή συμμαχία, καθώς και η αλληλεπίδραση με το βαλκανικό status quo.
Υπό τις παρούσες συνθήκες, η διαπραγματευτική θέση της Ελλάδας έχει κλονιστεί, εξαιτίας της κρίσης και, κυρίως, της επιτροπείας που ασκείται από τα κέντρα και τα παράκεντρα του εξωτερικού.
Πέρα, όμως, από το προφανές, η ελληνική πλευρά έχει υποστεί μία σημαντική, στρατηγική ήττα, που καλείται να διαχειριστεί ο κ. Κοτζιάς.
Επί σειρά ετών, η Ελλάδα είχε επενδύσει στο να βρίσκεται ένα επίπεδο πάνω από τις υπόλοιπες βαλκανικές χώρες.
Η ένταξη στην Ε.Ο.Κ., η εισαγωγή του ρόλου της ως «μεσογειακής χώρας», η ένταξη στην ευρωζώνη.
Όλα αυτά, στην βάση του ότι η Ελλάδα μπορεί να είναι ο αξιόπιστος μοχλός σταθερότητας στην ευρύτερη Βαλκανική, χωρίς να θεωρείται «χώρα των Βαλκανίων», κάτι που είχε εμπεδωθεί διεθνώς.
Αυτή η διαχρονική στρατηγική της χώρας, κλονίστηκε πολύ σοβαρά τα τελευταία χρόνια, σε τέτοιο βαθμό, ώστε ακόμη και σημαντικοί εταίροι της Ευρωπαϊκής Ένωσης να έχουν …υποβιβάσει την Ελλάδα στην κατηγορία των «βαλκανικών χωρών».
Άλλωστε, δεν μπορεί να θεωρηθεί τυχαίο το γεγονός ότι ένα από τα πρώτα μέτρα των μνημονίων, που υπαγόρευσε η “τρόικα” ήταν η ουσιαστική παύση των ελληνικών κρατικών επενδύσεων στα Βαλκάνια…
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, η ελληνική κυβέρνηση έχει το πατριωτικό καθήκον να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να συνδυάσει την απαίτηση για σεβασμό στην ιστορική αλήθεια, με την αναγκαιότητα για την αποτροπή de facto ή de jure απαιτήσεων, όσων λειτουργούν επεκτατικά και επιχειρούν να αξιοποιήσουν την παρούσα συγκυρία. Ας ελπίσουμε ότι θα τα καταφέρει…