Κυκλοφόρησε το 1977 απευθυνόμενο στο -ιδιαίτερα «επαναστατικό και καλλιεργημένο», αναγνωστικό κοινό το παραμύθι της Μαργαρίτας με τον τίτλο «Ιμπερ ο γίγαντας». Αν και απευθύνεται σε παιδιά μόνο παιδί θα μπορούσε να είναι ο συγγραφέας του.
Τόσο παιδαριωδώς αφελές είναι. Αλλά στην «χύδην επαναστατικότητα» που είχε εισαγάγει ο Ανδρέας στην Ελληνική κοινωνία ο προοδευτικός σανός είχε ευρύ καταναλωτικό κοινό και μεγάλη ζήτηση.
Η ιστορία εκτυλίσσεται σε μια «μικρή και πολύ μακρινή χώρα», όπου σε ένα χωριό «ζούσε και μεγάλωνε μέσα στους αιώνες» ένα πλάσμα μισό θεριό μισό άνθρωπος, ο Ιμπερ. Ο γίγαντας μια φορά το χρόνο κατέβαινε από το κάστρο του στο χωρίο και μοίραζε δώρα στους χωρικούς, «τηλεοράσεις, ψυγεία, πλυντήρια κι ένα σωρό πράματα», αλλά σε αντάλλαγμα έπαιρνε όλη τη σοδειά των χωρικών, δηλαδή «τα τσουβάλια με το ρύζι, το αλεύρι, τη ζάχαρη […] ντενεκέδες με λάδια, καλάθια με τα πιο ωραία φρούτα και λαχανικά, αρνάκια, κατσικάκια…».
Όπως καταλάβατε ο κακός δράκος Ιμπερ(ιαλισμός), γιατί περί αυτού πρόκειται, ήταν ένας στυγνός εκμεταλλευτής που «ρούφαγε το αίμα του λαού». Φυσικά οι «αφελείς» χωρικοί δεν είχαν πάρει χαμπάρι την εκμετάλλευση, γι’ αυτό ανέχονταν αν δεν συμπαθούσαν κιόλας τον Ιμπερ.
Αλλά ο Ιμπερ είχε λογαριάσει «χωρίς τον ξενοδόχο» που εν προκειμένω δεν ήταν άλλος από τον φοβερό και τρομερό Γιώργο. Ο Γιώργος ήταν «ένα πολύ απλό, πολύ ευγενικό παιδί και όμορφο με μεγάλα μάτια που έλαμπαν σαν αναμμένα κάρβουνα. Ο Γιώργος σκεφτόταν λίγο διαφορετικά από τους άλλους κι αυτό που σκεφτόταν τό ‘λεγε πάντα ξεκάθαρα και ανοιχτά. Οι άλλοι τον άκουγαν πάλι, γιατί τα έλεγε όμορφα και ποτέ με πρόθεση να θίξει ή να βλάψει κανέναν». Αυτό φυσικά οφειλόταν «στους γονείς του που ζούσαν πολύ δημοκρατικά και μεταχειρίζονταν όλα τα μέλη της οικογένειας με σεβασμό και ισοτιμία», δηλαδή στον Αντρέα και τη Μαργαρίτα γιατί δεν μπορεί να μην καταλάβατε ποιος ήταν ο Γιώργος με τα «μεγάλα μάτια που έλαμπαν σαν αναμμένα κάρβουνα» (από την μεγάλη εξυπνάδα).
Ο Γιώργος λοιπόν «Ποτέ δεν είχε πιστέψει ότι ο Ιμπερ ήταν καλός γιατί έφερνε δώρα. Πίστευε ότι ήταν ένας κοινός κλέφτης. Αυτές οι ιδέες όμως θα μπορούσαν να βλάψουν πολύ τον Γιώργο». Έτσι ήταν προσεκτικός, όπως συμβουλεύουν όλες οι μαμάδες τα καλά παιδάκια, περιμένοντας την ευκαιρία να δράσει. Άρχισε να οργανώνει την αντίσταση αλλά ο Ιμπερ τον μυρίστηκε και τον έριξε στην απομόνωση. Αλλά σιγά μην κώλωνε ο «ο ακατάβλητος μικρός Γιώργος, με τις έμφυτες ηγετικές ικανότητες» ο οποίος επικεφαλής των παιδιών τελικά κατατρόπωσε τον κακό Ιμπερ.
Έτσι λοιπόν η ιστορία τελειώνει με το θρίαμβο των «λαϊκών δυνάμεων» όπως αρμόζει σε κάθε παραμύθι σοσιαλιστικού ρεαλισμού: «Και να! Φάνηκε πρώτος ο Γιώργος, περήφανος και δυνατός, οδηγώντας τα παιδιά στην πλατεία του χωριού».
Να λοιπόν που ο Γιώργος μετά από 32 χρόνια, επικεφαλής των «παιδιών» (κηπουρών) γίνεται ηγέτης του «χωριού». Κουβαλάει στην ψυχή του «Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες» από την καθυστερημένη επαλήθευση του μητρικού παραμυθιού. Έχει θεριέψει μέσα του ένας άλλος Ιμπερ στα πρόσωπα εκείνων που του αμφισβήτησαν τις «έμφυτες ηγετικές ικανότητες» και του πολιτικού του αντιπάλου που τον οδήγησε σε επανειλημμένες ταπεινωτικές εκλογικές ήττες με αποτέλεσμα να αμφισβητηθεί το 2007 το κληρονομικό του δικαίωμα στην ηγεσία των «παιδιών».
Ο εσωτερικός του Ιμπερ τον βασανίζει και τον καθοδηγεί σε μια καταστροφική τακτική δικαίωσης για τον έπαινο «του Δήμου και των Σοφιστών» που θεωρεί ότι του «έκλεψαν». Έτσι αντί η προτεραιότητά του να είναι η «οχύρωση του χωρίου» απέναντι στον αληθινό Ιμπερ, γκρεμίζει τα τείχη και του το παραδίδει αμαχητί.
Αν ζούσε ο Ανδρέας θα είχε γίνει παιδοκτόνος ή θα είχε αυτοκτονήσει αλλά ο Γιώργος, με πιο μεγάλους «Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες» να φουρτουνιάζουν την ψυχή του από το ναυάγιο στο οποίο οδήγησε τον τόπο και το κόμμα που ίδρυσε ο πατέρας του, ακόμα «περιφέρεται στην αγορά» και ονειρεύεται τη «δικαίωση». Μάταια, μπορεί για τα παιδιά της μαμάς να είναι πάντα «άλλοι οι φταίχτες» αλλά, οι «χωρικοί» επιτέλους ξύπνησαν.