Η πτώση του Τείχους του Βερολίνου, στις 9 Νοεμβρίου του 1989, αποτέλεσε ίσως, το σημαντικότερο μεταπολεμικό γεγονός. Πέρα από τους, αυτονόητα ενθουσιώδεις, πανηγυρισμούς των ίδιων των Γερμανών, ολόκληρη η Δύση αντιμετώπισε το γεγονός, στα πλαίσια βέβαια της γενικότερης κατάρρευσης της Σοβιετικής Ένωσης, ως την τελική δικαίωση της Αστικής Δημοκρατίας και της ελεύθερης οικονομίας.
Στα χρόνια που μεσολάβησαν, ιδιαίτερα τις πρώτες δεκαετίες, όλοι ή σχεδόν όλοι επαναπαυμένοι στη «δικαίωση των επιλογών μας», αλλά και στις «ευκολίες» και τα κέρδη που μας προσέφεραν το φθηνό και ανασφάλιστο προσωπικό (τεχνικό, εργατικό, βοηθητικό, κ.λπ.) και οι νέες αγορές, αδιαφορήσαμε για τους κίνδυνους που συνεπαγόταν αυτή ή επανάσταση. Αδιαφορήσαμε για την ανατροπή των παγκόσμιων ισορροπιών που είχαν διαμορφωθεί στα πλαίσια του «ψυχρού πολέμου». Δεν μας πέρασε καν από το νου η πιθανότητα ότι, η νέα κατάσταση θα μπορούσε να αναστήσει τα φαντάσματα του παρελθόντος με αποτέλεσμα να επιστρέψουν οι εφιάλτες, που θεωρήσαμε ότι τελείωσαν οριστικά με το τέλος του 2ου παγκοσμίου πολέμου.
Επιβεβαιώνοντας, για μια ακόμα φορά, ότι ήταν φτιαγμένος από τη στόφα του μεγάλου ηγέτη ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, τόνιζε το Νοέμβριο του 89 στον Ιωάννη Βαρβιτσιώτη: «…πράγματι το γεγονός αυτό είναι συγκλονιστικό. Διότι το Τείχος του Βερολίνου είχε μεγαλύτερη σημασία από το ότι χώριζε στα δύο μια μεγάλη χώρα. […] Και παράλληλα σημαίνει την ήττα του Μαρξισμού. Είναι το πιο σπουδαίο γεγονός της μεταπολεμικής περιόδου. Μη νομίσεις όμως ότι η απελευθέρωση των κρατών από τον υπαρκτό σοσιαλισμό θα είναι ανέφελη. Πολύ σύντομα θα «ξυπνήσουν» όλες οι φυλετικές, εθνοτικές, θρησκευτικές αντιπαλότητες, που ως τότε δεν τολμούσαν να εκδηλωθούν, και τοπικές συρράξεις θα εκραγούν.».
Τα δραματικά γεγονότα, ο πόλεμος και η διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, σύντομα θα τον επιβεβαίωναν. Ήταν απλώς το πρώτο περιστατικό, σε σημαντικό βαθμό αναμενόμενο λόγω της ετερόκλητης εθνοτικής και θρησκευτικής σύνθεσης του πληθυσμού της. Με την πάροδο του χρόνου όμως αφυπνίσθηκαν εκτός τόπου και χρόνου αλυτρωτικές διεκδικήσεις (F.Y.R.M., Κόσσοβο, Τσαμουριά, κ.λπ.) οι οποίες δημιουργούν νέες εστίες έντασης και ανασφάλειας. Και ενώ θα αναμενόταν εύλογα η εξάλειψη των εντάσεων εν όψει της νέας κατάστασης που διαμορφώθηκε με τη δημιουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της προοπτικής ενσωμάτωσης σε αυτήν οι εντάσεις τροφοδοτούμενες από στενόμυαλους πολιτικούς ή υποκινούμενες από ξένα συμφέροντα διευρύνονται και εντείνονται.
Υπεύθυνη σε σημαντικό βαθμό γι’ αυτή την εξέλιξη είναι και η ίδια η Ε.Ε. η οποία, μετά την κατάρρευση του Ανατολικού Μπλοκ, πήρε λάθος πορεία. Συγκεκριμένα αντί να προτάξει την πολιτική ενοποίηση (των 12 πρώτων κρατών μελών), διάλεξε τον έμμεσο αλλά αβέβαιο και δύσβατο δρόμο της οικονομικής ενοποίησης. Υπαίτιοι γι’ αυτή την επιλογή – σύμφωνα με μαρτυρίες (Helmut Kohl και Robert Zoellick) που παραθέτει ο Dirk Muller στο βιβλίο του «ΣΥΓΚΡΟΥΣΗ» – δεν ήταν οι Γερμανοί αλλά οι Άγγλοι και οι Γάλλοι. Άλλωστε οι τελευταίοι μαζί με τους Ολλανδούς ήσαν εκείνοι που τορπίλισαν με δημοψηφίσματα και το Ευρωπαϊκό σύνταγμα το 2005.
Λόγω της μη έγκαιρης προώθησης της πολιτικής ενοποίησης, τα προβλήματα που ανέκυψαν λόγω της κόπωσης των ρυθμών ανάπτυξης και της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, οδηγούν τις κοινωνίες της Ευρώπης σε λάθος επιλογές. Όπως, σύμφωνα με τον Κ.Κ. τον Νοέμβριο του 89 οι πολίτες του «παραπετάσματος»: «… ξέχασαν ότι οι αδιαμφισβήτητες βελτιώσεις στο βιοτικό τους επίπεδο – με τη δωρεάν στέγαση, αλλά και τη δωρεάν υγεία και παιδεία – οφείλονταν στο κομμουνιστικό καθεστώς και λησμόνησαν ακόμη τις άθλιες συνθήκες ζωής κάτω από τις οποίες διαβιούσαν πριν.», έτσι και οι πολίτες της Ευρώπης λησμόνησαν τα ερείπια του πολέμου και θεώρησαν αυτονόητο ότι η πρόοδος της οικονομικής ευημερίας και των κοινωνικών δικαιωμάτων θα είναι συνεχής και απρόσκοπτη. Γι’ αυτό με τις πρώτες δυσκολίες εμφανίστηκαν πάλι τα φαντάσματα του παρελθόντος. Οι εθνικισμοί, οι θιασώτες του ολοκληρωτισμού, ο ρατσισμός, με λίγα λόγια η «συρρίκνωση στο εγώ».
Τελευταίο, ίσως και πιο ακραίο, φαινόμενο σε αυτή την τάση αποτελούν οι αποσχιστικές τάσεις, όπως αυτές αναδεικνύονται με το επιχειρούμενο δημοψήφισμα στην Καταλονία, που ενδεχομένως αποτελούν την κακή αρχή σε ένα νέο ντόμινο αρνητικών εξελίξεων.