Είναι απολύτως θετικό το γεγονός ότι η πλειονότητα των οικονομικών και πολιτικών αναλυτών αποδέχεται σήμερα πως το 2017 αποτελεί έτος ανάκαμψης της οικονομίας.
Οι μέχρι πρότινος εκτιμήσεις για ύφεση και καταστροφή της οικονομίας έχουν αίφνης εξαφανιστεί υπό το βάρος των θετικών εξελίξεων σε εξαγωγές, επενδύσεις, ιδιωτική κατανάλωση και ΑΕΠ στο α’ εξάμηνο 2017.
Βεβαίως, η δυσπιστία, η καχυποψία και η προκατάληψη παραμένουν σε μεγάλο τμήμα των διαμορφωτών της κοινής γνώμης, με συνέπεια το νέο αφήγημα να προβάλλει την ανάκαμψη σαν μία αυθόρμητη αντίδραση της οικονομίας αφού αυτή «έπιασε πάτο» και να θεωρεί ότι συμβαίνει παρά τα βαρίδια που θέτει η κυβερνητική πολιτική.
Για παράδειγμα, λέγεται πως η φετινή ανάπτυξη θα είναι γύρω στο 1,8% αλλά θα μπορούσε να ήταν πάνω από 2% αν η κυβέρνηση δεν ήταν εμπόδιο στις παραγωγικές επενδύσεις και εάν μπορούσε να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα και να αυξήσει ουσιαστικά την απασχόληση.
Ας δούμε, λοιπόν, τα πράγματα από την αρχή. Μία οικονομία αγοράς έχει τα κατώτατα σημεία της και τις κορυφές της.
Όμως, παράλληλα, μια οικονομία εκτός από τις επιχειρηματικές συναλλαγές υφίσταται κοινωνικές επιδράσεις και πολιτικές παρεμβάσεις με βασικότερη την άσκηση κρατικής πολιτικής.
Συνεπώς, ένας οικονομικός κύκλος μπορεί να αλλοιωθεί και να στρεβλωθεί από νομισματικές και δημοσιονομικές ενέργειες.
Στην περίπτωση της Ελλάδας ο δομικός χαρακτήρας της κρίσης χρεών και παραγωγικού μοντέλου από την μία και οι εσφαλμένες πολιτικές ακραίας λιτότητας που ασκήθηκαν από την άλλη, οδήγησαν σε μία πρωτοφανή ύφεση την οποία διαδέχθηκε μία περίοδος σταθεροποίησης πριν φθάσουμε στην ανάκαμψη του 2017.
Σε όλη αυτή την περίοδο ο ρόλος τους κράτους ήταν καθοριστικός για την πορεία της ελληνικής οικονομίας, ασχέτως αν επιδρούσε αρνητικά ή θετικά κάθε φορά.
Για να μιλήσουμε για το τρέχον έτος, για παράδειγμα, το 2017 με την κληρονομιά του τεράστιου πρωτογενούς πλεονάσματος του 2016, την επιτυχή – κατά Ρέγκλινγκ – υλοποίηση
– σειράς κρίσιμων μεταρρυθμίσεων,
– την ολοκλήρωση της β’ αξιολόγησης,
– τη συμπλήρωση των μεταρρυθμίσεων με τη ρήτρα ανάπτυξης
– και την ίδρυση της Αναπτυξιακής Τράπεζας,
– τη συμφωνία για βαθμιαία αναδιάρθρωση του χρέους,
– καθώς και την πρόταση της Κομισιόν για έξοδο της Ελλάδας από τη Διαδικασία Υπερβολικού Ελλείμματος,
έχουμε μία αξιοσημείωτη τάση για βελτίωση της ανταγωνιστικότητας, αποκατάσταση της εμπιστοσύνης και εισροή επενδυτικών κεφαλαίων στη χώρα.
Έτσι, στο α’ εξάμηνο 2017 η ανταγωνιστικότητα κόστους της οικονομίας βελτιώθηκε κατά 5% έναντι του 2014 (ΟΟΣΑ), οι ακαθάριστες εγχώριες επενδύσεις αυξήθηκαν κατ’ όγκο 2,7% (ΕΛΣΤΑΤ), ενώ οι ξένες άμεσες επενδύσεις που το 2016 είχαν σημειώσει ρεκόρ δεκαετίας αυξήθηκαν περαιτέρω το α’ εξάμηνο 2017 κατά 185% ετησίως (Τράπεζα Ελλάδος)!
Επίσης, στη διάρκεια της τρέχουσας διακυβέρνησης, οι μεν άνεργοι έχουν μειωθεί κατά 230.000, οι δε απασχολούμενοι στην οικονομία έχουν αυξηθεί κατά 256.000.
Αυτό έχει σαν συνέπεια το ποσοστό ανεργίας να πέφτει 5,5 ποσοστιαίες μονάδες μεταξύ β’ τριμήνου 2014 (26,6%) και β’ τριμήνου 2016 (21,1%), ενώ το ποσοστό ανεργίας των νέων να υποχωρεί κατά 6,5 ποσοστιαίες μονάδες από 45% το 2014 σε 38,5% το α’ εξάμηνο 2017.
Η πρόοδος αυτή δεν οφείλεται μόνον στην ευρωπαϊκή ανάκαμψη, την αύξηση των εξαγωγών ή την ανάγκη των επιχειρήσεων να εκσυγχρονιστούν και να επεκταθούν μετά την πολυετή επενδυτική αποχή.
Οφείλεται, εξίσου, στην οικονομική πολιτική δημοσιονομικής σταθεροποίησης, απορρόφησης κοινοτικών πόρων, προώθησης μεταρρυθμίσεων και εφαρμογής ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης που τόνωσαν την εμπιστοσύνη και τη ζήτηση δρομολογώντας αλλαγές στις παραγωγικές δομές της οικονομίας.
Συνεπώς, η τρέχουσα ανάκαμψη βασίζεται και στις δυνάμεις της αγοράς και στην αξιοπιστία της κυβερνητικής πολιτικής.
Ο κ. Μητσοτάκης θέτει ως προϋπόθεση υλοποίησης της πολιτικής των φοροελαφρύνσεων την περαιτέρω μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων στο 2% επικαλούμενος την υποτιθέμενη αξιοπιστία του.
Όμως τα πρωτογενή πλεονάσματα δεν σχετίζονται με κάποια αξιοπιστία, αλλά με τον όγκο του χρέους και των αποπληρωμών του. Απλά μαθηματικά.
Οι Ευρωπαίοι εταίροι πρώτα κρίνουν τα αποτελέσματα της δημοσιονομικής και μεταρρυθμιστικής πολιτικής μας και μετά προχωρούν σε ελάφρυνση του χρέους και των πρωτογενών πλεονασμάτων.
Ας μην πυροβολούμε, λοιπόν, την ανάκαμψη στα πόδια αμφισβητώντας την αξιοπιστία της ασκούμενης πολιτικής από την κυβέρνηση.