Αν ο εκλογικός νόμος που ψήφισε η «ανίερη» συμμαχία ΣΥ.ΡΙΖ.Α. – ΑΝ.ΕΛ. ίσχυε το 2015, για να σχηματιστεί κυβέρνηση της «προοδευτικής» παράταξης της «κεντροαριστεράς» θα έπρεπε να συμπράξουν ο ΣΥ.ΡΙΖ.Α.(35,46%), το ΠΑ.ΣΟ.Κ.(6,29%), το ΠΟΤΑΜΙ(4,09%) και η ΕΝΩΣΗ ΚΕΝΤΡΏΩΝ(3,44%).
Τα τέσσερα κόμματα συγκεντρώνοντας αθροιστικά 49,28% θα σχημάτιζαν κοινοβουλευτική πλειοψηφία χωρίς, έστω και οριακά, να έχουν την πλειοψηφία όχι στην κοινωνία αλλά ούτε σε όσους προσήλθαν στις κάλπες.
Για να αποκτηθεί και η πλειοψηφία των εκλογέων θα έπρεπε να συμπράξουν και οι ΑΝ.ΕΛ.(3,69%). Με τον τρόπο αυτό άλλωστε θα ικανοποιούντο και οι «όροι» που έθεσε η πρόεδρος της ΔΗ.ΣΥ. (του ΠΑ.ΣΟ.Κ. για να μιλάμε ξεκάθαρα) ότι για να συμμετάσχει σε εκλογικό σχήμα αυτό θα πρέπει αυτό να τυγχάνει «ευρείας, λαϊκής και κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας».
Το ερώτημα της βιωσιμότητας αυτού του σχηματισμού για τους εγκεφάλους της Κουμουνδούρου (και της Συγγρού) είναι δευτερεύον αφού αυτό που τους απασχολεί δεν είναι ούτε το συμφέρον της χώρας – ούτε καν η ιδεολογική ορθότητα και συνέπεια – αλλά η πρόσδεσή τους στους θώκους της εξουσίας, ακόμα και μετά την αναμενόμενη ήττα τους στις επόμενες εκλογές.
Για μια ακόμα φορά αποδεικνύεται ότι ο κύριος Τσίπρας έχει μελετήσει τις τακτικές του Ανδρέα Παπανδρέου και τον αντιγράφει. Δεν πρέπει να ξεχνάμε την περιπέτεια των τριών αλλεπάλληλων εκλογικών αναμετρήσεων της περιόδου 1989-1990, όταν παρά το 46,89% των ψήφων που συγκέντρωσε η Ν.Δ. δεν απέσπασε κοινοβουλευτική πλειοψηφία! Εκεί οδήγησε το εκλογικό μαγειρείο του ΠΑ.ΣΟ.Κ. την κατάσταση για να εμποδίσει την αναμενόμενη άνοδο της Ν.Δ. στην εξουσία.
Το αποτέλεσμα ήταν – πέρα από το γεγονός ότι η χώρα έμεινε ουσιαστικά ακυβέρνητη για ένα χρόνο με ότι αυτό μπορεί να σημαίνει σε ένα κράτος με διαλυμένη Δημόσια Διοίκηση – ότι η διαδικασία αυτή αποτέλεσε το «καθαρτήριο» για την εγκληματικά τυχοδιωκτική και ανεύθυνη διακυβέρνηση της δεκαετίας του 80 με αποτέλεσμα την θριαμβευτική επάνοδο – στη «νομή» της εξουσίας για άλλα 11 χρόνια – του ΠΑ.ΣΟ.Κ. το 1993.
Αυτοί οι σχεδιασμοί – ανάλογοι των αντίστοιχων του ΠΑ.ΣΟ.Κ. το 1988 -κυριαρχούν στα εκλογομαγειρεία της Κουμουνδούρου, της Συγγρού αλλά και στα όνειρα του επιτελείου της Προέδρου της ΔΗ.ΣΥ. η οποία μάλιστα στο πρόσφατο συνέδριο μας προειδοποίησε (ή μας απείλησε;;) με σαφήνεια «Συντρόφισσες & Σύντροφοι Ε ναι λοιπόν … ΕΠΙΣΤΡΕΨΑΜΕ!!».
Ονειρεύονται την επιστροφή και νέα κυριαρχία της «κεντροαριστεράς» και της «Ελληνικής Σοσιαλδημοκρατίας» για πολλά χρόνια. Προϋπόθεση γι’ αυτό είναι η πολιτική εξουδετέρωση της Ν.Δ. και της «κεντροδεξιάς» στην οποία επιχειρούν ήδη να φορτώσουν το «μουτζούρη» της χρεωκοπίας.
Φυσικά σε πρώτο χρόνο αυτό είναι αδύνατο αφού – εκτός του ότι προς το παρόν επιδίδονται και στην «αδελφοκτόνο» διαμάχη για την επικυριαρχία στο εύφορο και προσοδοφόρο «οικόπεδο» της «κεντροαριστεράς» – είναι ακόμα νωπές οι μνήμες τόσο από τη «πεφωτισμένη» διακυβέρνηση του Γιώργου όσο και από τις προεκλογικές τερατολογίες και τους τυχοδιωκτικούς κυβερνητικούς ακτιβισμούς του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. που οδήγησαν στα capital controls και στο τρίτο μνημόνιο.
Είναι λοιπόν δεδομένη και μη αντιστρεπτή η πρωτιά της Ν.Δ. στις προσεχείς εκλογές όποτε και να γίνουν αυτές. Το μόνο ερώτημα είναι αν θα κατακτήσει την αυτοδυναμία ή αν θα είναι «όμηρος» άλλων πολιτικών δυνάμεων οι οποίες στο πίσω μέρος του μυαλού τους θα έχουν – με όποια δήθεν εθνικά προσχήματα – τις επαναληπτικές εκλογές οι οποίες θα διεξαχθούν με το σύστημα της απλής αναλογικής.
Είναι καιρός λοιπόν – και είναι απόλυτα αναγκαίο – ή Ν.Δ. να αναλάβει την πρωτοβουλία των κινήσεων ξεκαθαρίζοντας το πολιτικό τοπίο. Κατ’ αρχήν πρέπει να ξεκαθαρίσει ένα βασικό πλαίσιο ουσιαστικών μεταρρυθμίσεων το οποίο θα αποτελέσει τη βάση για κάθε κυβερνητική συνεργασία είτε εξασφαλίσει αυτοδυναμία είτε όχι. Στο πλαίσιο αυτό δεν μπορεί παρά να περιλαμβάνονται μεταρρυθμίσεις που θα αποκεντρώνουν την εξουσία – και τις ευθύνες – από την κεντρική πολιτική εκτελεστική εξουσία προς την Τοπική Αυτοδιοίκηση και ταυτόχρονα θα ενισχύουν το ρόλο, την ανεξαρτησία αλλά και τις αρμοδιότητες της Δημόσιας Διοίκησης.
Επίσης είναι αναγκαίο να υπάρξουν μεταρρυθμίσεις που θα σπάνε τη ραχοκοκαλιά του φαύλου κύκλου των πελατειακών σχέσεων που αναπτύσσονται μεταξύ των πολιτικών και των πολιτών και ακόμα χειρότερα των σχέσεων διαπλοκής που αναπτύσσονται με επιχειρηματικά και εκδοτικά συμφέροντα. Μια λύση προς την κατεύθυνση αυτή θα μπορούσε να είναι το κώλυμα εκλογιμότητας για όποιον καταλάβει κυβερνητική θέση (υπουργική ή άλλη).
Καθοριστικής σημασίας είναι και η αλλαγή του τρόπου εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας για να αποφευχθούν στο μέλλον τυχοδιωκτικές πολιτικές κινήσεις σαν αυτές που οδήγησαν στις πρόωρες εκλογές το 2009 και το 2015. Αυτά είναι μερικά μόνο παραδείγματα του τι θα συνιστούσε ουσιαστική μεταρρύθμιση αντί για τα φληναφήματα που επαναλαμβάνονται τα τελευταία χρόνια τα οποία έχουν αφαιρέσει από τη λέξη (μεταρρύθμιση) το νόημα της.
Είναι αυτονόητο ότι το θέμα της αλλαγής του εκλογικού νόμου δεν μπορεί να απουσιάζει από το πλαίσιο των θέσεων της Ν.Δ.. Η απαίτηση για έναν εκλογικό νόμο που δεν θα οδηγεί σε αδιέξοδα και δεν θα δίνει περιθώρια για μικροπολιτικούς υπολογισμούς και εκβιασμούς είναι εκ των ων ουκ άνευ.
Πέρα από αυτό όμως θα πρέπει να ξεκαθαριστεί απόλυτα και ρητά η στάση της Ν.Δ. σε περίπτωση μη αυτοδυναμίας και άρνησης των άλλων κομμάτων στο σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας (πολιτική υστεροβουλία λόγω απλής αναλογικής) με αποτέλεσμα την πρόκληση επαναληπτικών εκλογών. Αυτό είναι αναγκαίο όχι μόνο λόγω του βεβαρημένου παρελθόντος άλλων κομμάτων (ΠΑ.ΣΟ.Κ.) αλλά και γιατί οι πρόσφατες επίσημες κινήσεις και δηλώσεις της ηγεσίας τους καθιστούν πρόδηλες τις προθέσεις τους. Η απλή αναλογική σε καμία περίπτωση δεν συνιστά λύση όπως φαίνεται και από την αναγωγή στα εκλογικά αποτελέσματα του Σεπτεμβρίου του 2015 η οποία έγινε στην αρχή του παρόντος κειμένου. Είναι δεδομένο ότι η όποια οικουμενικού χαρακτήρα κυβέρνηση σχηματισθεί μετά από εκλογές με το σύστημα της απλής αναλογικής θα είναι βραχύβια και βραχυκυκλωμένη. Άλλωστε είναι παράλογο να υποστηρίζεται – με όποια προσχηματικά επιχειρήματα – ότι ένα σχήμα τριών ή τεσσάρων κομμάτων θα είναι περισσότερο βιώσιμο από τη δικομματική συνεργασία.
Θα αποτελέσει εγκληματικό λάθος της Ν.Δ. – η συμμετοχή της σε μια τέτοια κυβέρνηση – το οποίο θα πληρώσει ακριβά η χώρα και η παράταξη. Η ανάληψη της πρωθυπουργίας ή υπουργικών θώκων από στελέχη της παράταξης σε μια εκ των πραγμάτων θνησιγενή κυβέρνηση «ευρέως φάσματος» θα αποτελέσει το «καθαρτήριο» για τις διάφορες «φυλές» της «κεντροαριστεράς» ενώ απλώς θα ικανοποιήσει προσωπικές φιλοδοξίες τις οποίες θα πληρώσει ακριβά η Ν.Δ..
Οφείλει λοιπόν η ηγεσία της Ν.Δ. να διακηρύξει από τώρα σε όλους τους τόνους δημόσια και με παρρησία ότι, ενώ είναι ανοιχτή και πιστεύει στις ευρύτερες συνεργασίες ακόμα και σε περίπτωση αυτοδυναμίας, δεν πρόκειται να συμμετάσχει σε κυβέρνηση η οποία θα προκύψει μετά από αδυναμία σχηματισμού κυβερνητικής συνεργασίας μετά τις προσεχείς εκλογές γεγονός που θα οδηγήσει τη χώρα σε νέα εκλογική αναμέτρηση. Δηλαδή αν δεν σχηματιστεί κυβέρνηση μετά τις πρώτες εκλογές, δεν πρόκειται να συμμετάσχει σε κυβέρνηση αν προκληθούν νέες εκλογές με απλή αναλογική.
Σε αυτή την περίπτωση ή μόνη επιλογή για την Ν.Δ. θα είναι η στήριξη σε μια απόλυτα βραχύβια κυβέρνηση τεχνοκρατών της οποίας ο βίος θα διαρκέσει μόνο όσο χρόνο θα χρειαστεί για να έρθει στη βουλή ένας νέος εκλογικός νόμος ενισχυμένης αναλογικής ο οποίος θα υπερψηφιστεί από τα τρία πέμπτα των βουλευτών και με τον οποίο θα διεξαχθούν αμέσως μετά νέες εκλογές.