Το πρωτογενές πλεόνασμα για το 2016, που ανακοίνωσε πριν λίγες ημέρες η ΕΛΣΤΑΤ, συνιστά πράγματι μια εντυπωσιακή δημοσιονομική υπερεπίδοση η οποία υπερκαλύπτει κατά οκτώ φορές τον αντίστοιχο μνημονιακό στόχο.
Εκ πρώτης όψεως, η εξέλιξη αυτή είναι θετική στο βαθμό που ενισχύει τη διαπραγματευτική θέση της χώρας έναντι των εταίρων της και του ΔΝΤ, απομακρύνει για την ώρα το ενδεχόμενο ενεργοποίησης του αυτόματου μηχανισμού δημοσιονομικής διόρθωσης και δημιουργεί καλύτερες προϋποθέσεις για την εφαρμογή των θετικών μέτρων που προωθεί η κυβέρνηση για τα έτη 2019 και 2020.
Ωστόσο, πραγματική ευφορία θα προκαλούσε ένα πλεόνασμα που θα είχε δημιουργηθεί στο πλαίσιο μιας υγιούς οικονομίας.
Θα ήταν προϊόν της αποδοτικότερης λειτουργίας του δημοσίου τομέα, της αποτελεσματικότερης πάταξης της φοροδιαφυγής και κυρίως μιας δυναμικής οικονομικής δραστηριότητας με κινητήριο δύναμη τις επενδύσεις, την παραγωγή και την αύξηση της απασχόλησης.
Δυστυχώς, αυτό δεν συνέβη. Το γιγάντιο πλεόνασμα του 2016 οφείλεται κατά κύριο λόγο στην εξοντωτική υπερφορολόγηση νοικοκυριών και επιχειρήσεων, μέσα σε μια οικονομία που παραμένει βυθισμένη στην ύφεση.
Στην Ελλάδα, ειδικά τα τελευταία χρόνια, οι φόροι επιβάλλονται, αυξάνονται και πληθύνονται μέσα σε ένα χαώδες πλαίσιο, που αλλάζει σχεδόν κάθε εξάμηνο, ανάλογα με το πόσο μεγάλη είναι η δημοσιονομική «τρύπα» που πρέπει κάθε φορά να κλείσει.
Και βέβαια οι φόροι αυτοί τροφοδοτούν, στο μεγαλύτερο μέρος τους, έναν κρατικό μηχανισμό με περισσότερους από 1.500 φορείς, που αντί να περιορίζεται και να νοικοκυρεύεται, γίνεται όλο και πιο δαπανηρός.
Το γεγονός αυτό καθιστά εξαιρετικά αμφίβολη την επανάληψη παρόμοιων επιδόσεων σε ότι αφορά τα πρωτογενή πλεονάσματα στο επόμενο διάστημα.
Εάν συνεχιστεί η εφαρμοζόμενη δημοσιονομική πολιτική της λιτότητας, με μέτρα που προσθέτουν νέα δυσβάσταχτα βάρη στις πλάτες των φορολογούμενων, οι υφεσιακές επιπτώσεις θα ενταθούν.
Η έξοδος της χώρας από την οικονομική κρίση, αλλά και η επίτευξη ρεαλιστικών και διατηρήσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων, περνά μόνο μέσα από την επίτευξη υψηλών ρυθμών ανάπτυξης.
Αυτό απαιτεί τη διαμόρφωση χαμηλότερων στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα, στα επίπεδα του 1,5% του ΑΕΠ μεσοπρόθεσμα, σε συνδυασμό με γενναία μέτρα για την ελάφρυνση του χρέους της Ελλάδας.
Ταυτόχρονα, χρειάζεται αλλαγή του δημοσιονομικού μείγματος, προς την κατεύθυνση της μείωσης των φορολογικών συντελεστών και του αποτελεσματικότερου ελέγχου των λειτουργικών δαπανών του δημοσίου τομέα.
Όσο καθυστερούν αυτές οι παρεμβάσεις, με ευθύνη τόσο των ελληνικών κυβερνήσεων όσο και των δανειστών, η οικονομία θα εξακολουθήσει να κινείται σε χαμηλούς και ασθενικούς ρυθμούς ανάπτυξης, ενώ η ελληνική κοινωνία θα συνεχίσει να βιώνει τον εφιάλτη της ανεργίας και της ανέχειας.