Επιχειρήθηκε προσφάτως άλλη μια απόπειρα μεταμοντέρνας παρανάγνωσης απ’ όσους θεωρούν πως ελευθερία είναι μόνο η άσκηση των οικονομικών δικαιωμάτων, απ’ όσους νομίζουν πως η ελευθερία αποδίδεται από κάποια ιερή φύση κι όχι από ένα πολιτισμό που αξιώνει το ξεπέρασμα της φυσικής βίας.
Ο Διονύσιος Σολωμός (αυτός ήταν στο στόχαστρο) αναγορεύθηκε εθνικός ποιητής όχι επειδή απλώς έγραψε τον «Ύμνο εις την Ελευθερίαν» (που τόσο ενοχλεί τον ραγιαδισμό, δυτικής ή ανατολικής κοπής), ούτε επειδή έθεσε το πλαίσιο της νεοελληνικής ποιητικής έκφρασης αλλά επειδή με το τραγικό ήθος της ζωής και της ποίησής του υψώθηκε σε σύμβολο ενός ιδανικού λαού.
Για τούτο συνιστά αφορμή διαρκούς ενοχής για κάθε αντιδραστική, τάχα εκσυγχρονιστική, νοθεία μιας άρχουσας τάξης που δεν θέλει να θυμάται πως η ελευθερία είναι πάντα ματωμένη.
Αν ωστόσο ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν αποτελεί το πρώτο ξέσπασμα του ελεύθερου νεοελληνικού πνεύματος, ένα τραγούδι ζωής και πίστης στην ιδέα του ελεύθερου, του ανυπόταχτου ανθρώπου (και δίκαια χαρακτηρίστηκε ως «πρώτος γνήσιος καρπός της Ελληνικής φαντασίας, ύστερ’ από είκοσι αιώνες του μαρασμού της»), δεν πρέπει να ξεχνάμε πως η ύψιστη στιγμή της ποιητικής ιδιοφυΐας του Διονύσιου Σολωμού είναι μια σύνθεση η οποία, αν και τύποις ημιτελής, συνιστά τόσο το τέλειο υπόδειγμα της νεοελληνικής λογοτεχνίας, όσο και ένα από τα σημαντικότερα έργα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας.
Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι είναι το κατ’ εξοχήν έργο στο οποίο αναδεικνύεται, σε όλο της το βάθος και μ’ όλη τη χαρακτηριστική καθαρότητα, η ουσιώδης τραγική αλήθεια του κόσμου: η Ελευθερία.
Πέρα από τα τυπικά, αισθητικά κριτήρια του τραγικού, πέρα από τον αγώνα κατά της Ανάγκης, στο ποίημα αυτό αναδεικνύεται και η ειδική ελληνική τραγικότητα η οποία αναγνωρίζει τις υπέροχες χαρές της ζωής (τη φύση, τον έρωτα, την ίδια την αυταξία της βιωτής) αλλά δεν διστάζει να θυσιάσει τα πάντα χάριν της ελευθερίας, αυτής της θεμελιώδους μυστικής αρμονίας των πάντων.
Στην ιστορία κάθε πολιορκία λήγει είτε με μια Παράδοση είτε με μια Έξοδο, όταν όλα «Είν’ έτοιμα στην άσπονδη πλημμύρα των αρμάτων/ Δρόμο να σχίσουν τα σπαθιά, κι ελεύθεροι να μείνουν,/ Εκείθε με τους αδελφούς, εδώθε με το χάρο».
Δεν απαιτεί πολλή σκέψη για να συναισθανθεί κανείς ποια εκλογή υπηρετεί το αληθινό Χρέος (πρώτος τίτλος που σκόπευε να δώσει ο Σολωμός στο έργο τούτο) αφού σε κάθε πολιορκία δεν κινδυνεύει απλώς κάποιο αγαθό αλλά αυτή η ύπαρξη του ανθρώπου και η ουσία του, η Ελευθερία από την Ανάγκη.
Χωρίς μένος, αλλά με σταθερή απόφαση, πιστοί όχι μονάχα μιας Πατρίδας αλλά της Ουσίας, οι Πολιορκημένοι απολυτρώνονται από το χοϊκό και υψώνονται στο Αιώνιο.
«Τους λέει μεγάλα και πολλά η τρίσβαθη ψυχή τους./ Αγάπη κι Έρωτας καλού τα σπλάχνα τους τινάζουν/ Τα σπλάχνα τους κι η θάλασσα ποτέ δεν ησυχάζουν».
Έτσι έγινε ποιητής εθνικός ο Σολωμός, με το σπαθί του: φορέας της σιωπηλής εντολής της γενιάς του, κατέκτησε το δικαίωμα να την αντιπροσωπεύει, το προνόμιο να την εκφράζει στον αιώνα.
Αυτή είναι η άφατη ομορφιά που πάντα θα μετουσιώνει την ηθική σε πλαστική στάση, με μιαν έξαρση ζωτικού δυναμισμού, με μια παράφορη ένταση που καίγεται στην ίδια της τη φλόγα.
Μονάχα έτσι ολοκληρώνεται η τραγική προσωπικότητα. Και έτσι μόνο γίνονται ελεύθεροι οι άνθρωποι.