Εξήντα τέσσερα χρόνια πριν στις 23 Φεβρουαρίου του 1953, εβδομήντα χώρες μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, συνυπέγραψαν τη Συμφωνία του Λονδίνου για τη διαγραφή-κούρεμα του 62% των τεράστιων γερμανικών χρεών και την αποπληρωμή του υπολοίπου με εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους.
Το υπόλοιπο αυτό 38% του χρέους, συμφωνήθηκε να αποπληρωθεί σε 10 – 30 χρόνια σε μάρκα, άτοκα για τα πέντε πρώτα χρόνια και με επιτόκιο 0%-5%, για τα επόμενα χρόνια.
Η εξυπηρέτηση αυτού του 1/3 περίπου του χρέους, συμφωνήθηκε να μην ξεπερνά το 5% των εσόδων της Γερμανίας από τις εξαγωγές της και εφ’ όσον τα υπερέβαινε, θα επανεξεταζόταν η γενική συμφωνία για βελτίωσή της.
Όχι μόνο δηλαδή διαγράφηκαν σχεδόν τα 2/3 των αιματοβαμμένων χρεών της Γερμανίας, αλλά και για το υπόλοιπο περίπου 1/3, θεσπίστηκε ένας φιλικός «κόφτης» για την αποπληρωμή του, αν η χώρα αδυνατούσε να το εξυπηρετήσει.
Σε αντίθεση με τη δική της περίπτωση, η σημερινή Γερμανία, αρνείται πεισματικά όχι μόνο να ξεπληρώσει τα χρέη και τις πολεμικές αποζημιώσεις που υπολογίζονται σε σημερινές τιμές ότι ανέρχονται άτοκα σε περισσότερα από 160 δισ. ευρώ, αλλά επιμένει άτεγκτα στην αποπληρωμή των τεράστιων χρεών της χώρας μας.
Τα χρέη της Γερμανίας οφείλονται στο αιματοκύλισμα της Ευρώπης σε δύο παγκόσμιους πολέμους και όμως διαγράφηκε το μεγαλύτερο μέρος τους.
Τα μεγαλύτερο μέρος των χρεών της Ελλάδα δημιουργήθηκε μέσα στη γερμανοκρατούμενη ευρωζώνη και σε μεγάλο βαθμό οφείλεται σε τοκοφόρα δάνεια για την αποπληρωμή αμυντικού εξοπλισμού κυρίως από τη Γερμανία.
Η Γερμανία πέτυχε το ακατόρθωτο. Κατέστρεψε τη χώρα μας δύο φορές τα τελευταία εβδομήντα χρόνια. Με το την εισβολή και κατοχή το 1941-44 και με την ευρωκατοχή από το 2002 μέχρι σήμερα. Και μας ζητάει και τα ρέστα.