Είναι ηλίου φαεινότερο πως ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει συνειδητοποιήσει το νέο στρατηγικό αδιέξοδο στο οποίο θα βρεθεί στην περίπτωση που η κυβέρνηση τελικά καταφέρει να κλείσει τη δεύτερη αξιολόγηση.
Για δεύτερη φορά έχει ποντάρει τα πάντα στο αδιέξοδο της κυβέρνησης με τους δανειστές.
Και αυτή τη φορά σε αντίθεση με την πρώτη, πριν την πρώτη αξιολόγηση τον περασμένο Μάιο, παίρνει την κατάσταση στα χέρια του, μήπως και μπορέσει να ανατρέψει τη θετική – για τη χώρα – έκβαση της διαπραγμάτευσης.
Διότι δεν είναι καθόλου τυχαίο το timing της επίσκεψης του Προέδρου της ΝΔ στο Βερολίνο και τα ραντεβού με την Άνγκελα Μέρκελ και τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Ούτε φυσικά είναι τυχαίο ότι, την ώρα που ολοένα και περισσότερο – παραδοσιακά όχι «φίλοι» της Ελλάδας και της ελληνικής κυβέρνησης – όπως ακόμα και ο επικεφαλής του Eurogroup, Γερούν Ντάισελμπλουμ – αλλά και οι Γιούνκερ, Σουλτς, Γκράμπριελ κα, ο κ. Μητσοτάκης, στην τελική ευθεία της αξιολόγησης, εμφανίστηκε στο Βερολίνο ζητώντας εκλογές.
Τόνισε χωρίς περιστροφές και δίχως αιδώ στην Άνγκελα Μέρκελ και τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε πως η λύση του προβλήματος περνάει από μια πολιτική αλλαγή στην χώρα μας. Που επί της ουσίας σημαίνει: «σας τα δίνω όλα αρκεί να ρίξετε τον Τσίπρα».
Με τον τρόπο αυτό φυσικά ο κ. Μητσοτάκης επιβεβαίωσε πως υιοθετεί πλήρως ως επίσημη γραμμή του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, τη δήλωση του Αντιπροέδρου του, Άδωνη Γεωργιάδη «να μην κλείσει η αξιολόγηση για να πέσει η κυβέρνηση Τσίπρα».
Στην επιχειρηματολογία του βέβαια, δεν είχε λίγα «εφόδια» για να πείσει και να πιέσει προς την κατεύθυνση του ναυαγίου της αξιολόγησης.
Είχε συγκεκριμένα:
1) Τη στάση του απέναντι στο έκτακτο επίδομα που δόθηκε τον Δεκέμβριο στους συνταξιούχους.
2) Τις δηλώσεις του απελπιστικού κ. Γεωργιάδη ότι δεν τον ενδιαφέρει να κλείσει η αξιολόγηση, αλλά να πέσει η κυβέρνηση.
3) Την αγωνιώδη έκκληση της κας Σπυράκη προς τους δανειστές από το βήμα του ευρωκοινοβουλίου να ανατρέψουν την κυβέρνηση.
4) Και, βεβαίως, την πρόσφατη δήλωση της Ντόρας Μπακογιάννη ότι «η καθυστέρηση στην διαπραγμάτευση πρέπει να ποινικοποιηθεί».
Σε μία απέλπιδα προσπάθεια μάλιστα να διασκεδάσει τις εντυπώσεις για την συνάντηση με τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε πίσω από κλειστές πόρτες, η ΝΔ επιστράτευσε ένα τραγελαφικό επιχείρημα.
Ότι ο κ. Μητσοτάκης ταξίδεψε στο Βερολίνο για να παρουσιάσει το εξαιρετικό σχέδιο εξόδου από την κρίση. Και επειδή το σχέδιο είναι πολύ σοβαρό, δεν πρέπει να το μάθει ούτε ο ελληνικός λαός.
Δεν πρέπει να υπάρχουν, όχι μόνο δηλώσεις και ενημέρωση, αλλά ούτε καν φωτογραφία από την συνάντηση με τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών.
Διότι η φωτογραφία – για κάποιον λόγο που μονάχα οι ιθύνοντες της ΝΔ μπορούν να αντιληφθούν – υπονομεύει την σοβαρότητα και την αξιοπιστία του σχεδίου του κ. Μητσοτάκη.
Αυτό που λοιπόν λέει η ΝΔ είναι ότι οι Έλληνες πολίτες δεν χρειάζεται να ξέρουν και πολλά.
Δεν χρειάζεται να γνωρίζουν τι ακριβώς ειπώθηκε – έστω ως διαρροή – πίσω από τις κλειστές πόρτες του Γερμανού υπουργού Οικονομικών.
Οι Έλληνες πολίτες μπορούν να αρκεστούν στην επική ανοησία περί «γαλανόλευκης φανέλας χωρίς ροζ αποχρώσεις» αλλά και στο ότι «είδε τον Σόιμπλε για 75 ολόκληρα λεπτά».
Το τι ακριβώς του είπε και τι ζήτησε, όπως διαφαίνεται από τους γαλάζιους χειρισμούς είναι ήσσονος σημασίας και δεν πρέπει να απασχολεί το «πόπολο».
Οι Έλληνες πολίτες ωστόσο αντιλαμβάνονται αντιλαμβάνονται ακριβώς τι είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Ο κ. Μητσοτάκης πήγε στην κα Μέρκελ και τον κο Σόιμπλε για να ζητήσει εκλογές. Δεν έκανε δηλαδή αυτό που προβλέπει το Σύνταγμα, το οποίο ευαγγελίζεται όποτε θέλει να βγάλει τη ρετσινιά από πάνω του.
Δεν πήγε δηλαδή στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Προτίμησε να πάει και να υποβάλλει τα διαπιστευτήριά του στο Βερολίνο.
«Ρίξτε τον και θα σας χρυσώσω» κοντολογίς. Και ποιος νοιάζεται εάν για να γίνει αυτό – δηλαδή το μη κλείσιμο της αξιολόγησης – σημαίνει και καταστροφή της πατρίδας;
Κάποιος κακεντρεχής και αψής θα μπορούσε να μιλήσει για εθνική μειοδοσία. Ένας ψύχραιμος σχολιαστής απλά για πολιτικό αυτοεξευτελισμό.