Στη δεκαετία του 1950 η διεκδίκηση της ελευθερίας του κυπριακού λαού στηρίχθηκε επί μιας αυταπάτης που πληρώθηκε πανάκριβα.
Της αυταπάτης περί αναγνώρισης του δικαιώματος της αυτοδιάθεσης από τα Ηνωμένα Έθνη που οργανώθηκαν (υποτίθεται) επ’ αυτής ακριβώς της βάσεως μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο ένοπλος αγώνας που διαδέχθηκε την ατελέσφορη διπλωματική προσπάθεια, ρυμουλκήθηκε από την κυβέρνηση των Αθηνών στον συμβιβασμό και σε μια δεσμευμένη (με στρατιωτικές εγγυήσεις) ανεξαρτησία.
Παρά ταύτα, υπό την κυβέρνηση του Γ. Παπανδρέου, η Ελλάδα έφθασε σε απόσταση αναπνοής από την υλοποίηση του εθνικού ονείρου, με στήριγμα την παρουσία της ελληνικής μεραρχίας.
Το δίδυμο έγκλημα της αποστασίας και της δικτατορίας ανέτρεψε αυτή την πορεία.
Πενήντα χρόνια αργότερα η Ένωση έχει ξεχαστεί, η διχοτόμηση είναι η στυγνή πραγματικότητα και το μόνο ρεαλιστικό ερώτημα που τίθεται σήμερα δεν είναι αν θα νομιμοποιήσουμε με την υπογραφή μας αυτή τη διχοτόμηση αλλά αν με ένα συνομοσπονδιακό σχήμα θα ανοίξουμε τον δρόμο για την τουρκοποίηση ολόκληρης της νήσου. Πώς φθάσαμε ως εδώ;
Επειδή βασικός ιμάντας προώθησης της αποδοχής των τετελεσμένων και, ακόμη χειρότερα, προετοιμασίας των χειρότερων, είναι η ιστορική λήθη και διαστρέβλωση, είναι αναγκαίο να υπενθυμίσουμε μερικά πράγματα που λησμονούν οι υπερασπιστές των ανθρώπινων δικαιωμάτων ελευθερόφρονες:
1. Ο κυπριακός λαός είχε και έχει απαράγραπτο φυσικό δικαίωμα να ασκήσει εν συνόλω του το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Αν αυτό δεν είναι εφικτό σήμερα, δεν σημαίνει πως δεν ήταν αυτή η μόνη δημοκρατική λύση, πως δεν ήταν μια δίκαιη απαίτηση. Η τουρκική άποψη για διπλή αυτοδιάθεση έχει καταρριφθεί στα Ην. Έθνη από διακεκριμένους διεθνολόγους από τη δεκαετία του 1950.
2. Το κυπριακό ζήτημα δεν είναι προϊόν μιας εθνοτικής διαμάχης αλλά της ωμής επέμβασης, αρχικά της αγγλικής αποικιοκρατίας (που ενέπλεξε για τακτικούς λόγους την Τουρκία), στη συνέχεια του αμερικανικού ιμπεριαλισμού (που δεν ήθελε την περίοδο του ψυχρού πολέμου να έρθει σε ρήξη με τον τουρκικό παράγοντα) και τελικά της στρατιωτικής δράσης της Τουρκίας.
3. Το πραξικόπημα κατά του Μακαρίου που οργανώθηκε από την ιωαννιδική χούντα, δεν εκτελέστηκε βάσει κάποιου «εθνικιστικού» σχεδίου της Αθήνας αλλά ως μέσον για να προωθηθεί η διχοτόμηση που ήταν η μόνη εφικτή (κατά τον αμερικανικό σχεδιασμό) λύση της ελληνοτουρκικής διαμάχης.
Ουδέποτε η δικτατορία του ’67 επεδίωξε την Ένωση. Αντιθέτως πίεζε διαρκώς και επίμονα τον Μακάριο για νέες υποχωρήσεις στις διακοινοτικές συνομιλίες.
Η σωτηρία του Μακαρίου το 1974 και η κατάρρευση της χούντας ανέτρεψαν το σχέδιο περιορισμένης τουρκικής εισβολής και διχοτόμησης- με ανακήρυξη της διπλής Ενώσεως.
Οι ΗΠΑ που δεν έκαναν καμιά προσπάθεια να αποτρέψουν το πραξικόπημα και την εισβολή, ενθάρρυναν ή ανέχθηκαν τις εξελίξεις, για να κλείσουν έτσι το Κυπριακό και να οδηγήσουν στην πολιτική ομαλοποίηση την Ελλάδα, προλαμβάνοντας ένα ελληνοτουρκικό πόλεμο.
Γι’ αυτό οργάνωσαν και την ανατροπή του Ιωαννίδη από την «τρίτη χούντα» Γκιζίκη- αρχηγών στρατού, τη μεταβίβαση της εξουσίας απ’ αυτούς στους πολιτικούς, ανάβοντας και το πράσινο φως για τον δεύτερο Αττίλα πιστεύοντας ότι, μετά την άρνηση της Ελλάδας στις συνομιλίες της Γενεύης (τον Αύγουστο του 1974) να δεχθεί διζωνικό ομοσπονδιακό σύστημα (με 34% του εδάφους στο τουρκοκυπριακό κρατίδιο), απαιτείτο μια ισχυρότερη πίεση.
4. Η Κύπρος σφαγιάστηκε εξαιτίας μιας ανίκανης (ας αποφύγουμε τον βαρύτερο χαρακτηρισμό) πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας που διαχειριζόταν τις τύχες του έθνους από το 1967 ως το 1974.
Δυστυχώς, τα πυρά της χούντας ακολούθησε η χαριστική βολή που εκτελέστηκε διά συνειδητών παραλείψεων της μεταπολιτευτικής κυβέρνησης και κατ’ εξοχήν του υπουργού Άμυνας Ευ. Αβέρωφ που συνεργαζόμενος άψογα με την «τρίτη χούντα» (Γκιζίκης και αρχηγοί επιτελείων, Μπονάνος, Γαλατσάνος, Αραπάκης, Παπανικολάου) επέβαλαν ατιμωτική αδράνεια.
Τόσο ο Δ. Ιωαννίδης στην πρώτη φάση όσο και ο Κ. Καραμανλής στη δεύτερη, δεν τόλμησαν το πατριωτικό τους καθήκον.
Ο πρώτος βάδισε στην ασφάλεια της φυλακής. Ο δεύτερος στην ασφάλεια της εξουσίας.
Η στρατιωτική ηγεσία του 1974 απήλαυσε τον ατιμωτικό βίο που της απέμενε. Μηδέ η λεγομένη «τρομοκρατία» ασχολήθηκε με την τιμωρία τους.
Η Εξεταστική Επιτροπή της Βουλής που συγκροτήθηκε το 1986 απλώς εξυπηρέτησε κομματικές σκοπιμότητες της πάγιας νεοελληνικής δημαγωγίας και αποπεράτωσε τη συγκάλυψη.
5. Η τραγωδία της Κύπρου θα ρίχνει βαριά τη σκιά της για πάντα πάνω στον ελληνικό βίο αφού το άγος του ’74 δεν αποπλύθηκε ποτέ.
Με το πλεονέκτημα της χρονικής απόστασης μπορούμε σήμερα να πούμε την αλήθεια. Το σχέδιο των ΗΠΑ πέτυχε: Ανέτρεψε τον Μακάριο, ανέτρεψε τη χούντα, αποσόβησε τον ελληνοτουρκικό πόλεμο και ουσιαστικά «έλυσε» το Κυπριακό.
Η αποδοχή από την Ελλάδα της διζωνικής δικοινοτικής ομοσπονδίας με ασθενή κεντρική κυβέρνηση και τουρκοκυπριακό κράτος σχεδόν στο 30% του εδάφους (η λύση που υποδείκνυε το 1974 ο Κίσινγκερ), αυτό ακριβώς σημαίνει. Ο σύγχρονος Ελληνισμός αποδέχθηκε τη νομιμοποίηση της εισβολής του 1974.
Και σήμερα;
Σήμερα είναι βέβαιο ότι η Τουρκία δεν συμβιβάζεται με την ιδέα της ελληνικής παρουσίας στα νότια παράλιά της. Δεν θέλει ένα ελληνικό κράτος ακόμη και αν αυτό αποτελείται μόνο από το 60% του κυπριακού εδάφους. Γι’ αυτό και επιθυμεί πλέον τη συνομοσπονδία – όχι τη διχοτόμηση.
Η διχοτόμηση ήταν τουρκική επιδίωξη πριν το 1974, όταν φοβούνταν την Ένωση όλης της Κύπρου με την Ελλάδα.
Σήμερα αυτό που επιζητούν είναι η παράλυση και η κατάργηση της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Αυτό επιδιώχθηκε με το περιβόητο «σχέδιο Ανάν». Αυτό επιδιώκεται εκ νέου και σήμερα.
Ο μείζων κίνδυνος συνεπώς δεν είναι πλέον η διχοτόμηση. Είναι η τουρκοποίηση ολόκληρης της Κύπρου, με τη μετατροπή της αρχικά σε συνεταιρικό ελληνοτουρκικό κράτος και στη συνέχεια σε δορυφόρο της Άγκυρας.
Μια τουρκοποίηση που θα την επιβάλει η δημογραφία καθώς οι Ελληνοκύπριοι που θα επιστρέψουν στον βορρά, υπό μόνιμη τουρκική διοίκηση σύντομα θα αναγκαστούν και πάλι να εκπατριστούν (το παράδειγμα των Ελλήνων της Πόλης λέει πολλά – μια νέα ελληνοτουρκική κρίση θα είναι αρκετή) ενώ στον νότο θα ανατραπούν οι πληθυσμιακές ισορροπίες με τη μαζική κάθοδο Τουρκοκυπρίων για ευνόητους λόγους.
Για τούτο, το μείζον στις διαπραγματεύσεις δεν είναι το ποσοστό επιστροφής εδαφών και προσφύγων αλλά το συνταγματικό καθεστώς και το καθεστώς των στρατιωτικών εγγυήσεων, όπως ορθά επιμένει σήμερα η Αθήνα.
Το 1974 η Ελλάδα μπορεί να ηττήθηκε στρατιωτικά, αλλά ηττήθηκε με συγκεκριμένο τρόπο, κάτι που ξεχνούν οι θεωρητικοί της συνθηκολόγησης.
Το χειρότερο είναι ότι στη συνέχεια ηττήθηκε πολιτικά και ηθικά.
Την προδοσία της στρατιωτικής χούντας διαδέχθηκε η αναξιοπρέπεια ενός πολιτικού κόσμου που για μήνες βάδισε χέρι- χέρι με τους επικεφαλής των επιτελών της χούντας, με τους ίδιους ανθρώπους που δεν έπραξαν τίποτε για να εμποδίσουν την εισβολή.
Χρόνια ολόκληρα δεν ομολογούσαν την ήττα, φοβούνταν ότι στη μεγάλη του πλειοψηφία ο ελληνικός λαός, μέσα στην ηθική ανάταση της δημοκρατικής απελευθέρωσης, θα αξίωνε μιαν ιστορική απάντηση.
Σήμερα που ο ελληνικός λαός έχει εκφυλιστεί και δεν υπάρχει (όπως πιστεύουν) φόβος πατριωτικής αντίδρασης, αποφαίνονται θρασύτατα ότι «ηττηθήκαμε το 1974» για να εκμαιεύσουν τη συναίνεση στη νέα ταπείνωση του ομοσπονδιακού συμβιβασμού, ανίκανοι να δουν ότι ανοίγουν έτσι το δρόμο στην τουρκοποίηση ολόκληρης της νήσου, καθυβρίζοντας όποιον στέκεται εμπόδιο στα σχέδιά τους.
Καμιά αντιπολίτευση, καμιά (δικαιολογημένη) απέχθεια προς τη σημερινή κυβέρνηση της Αθήνας δεν πρέπει να μας κάνει συνένοχους σε αυτόν τον δρόμο.