Στη Διάσκεψη των Αθηνών το πρόβλημα επισημάνθηκε. Στη Σύνοδο της Μπρατισλάβας επιβεβαιώθηκε.
Ενδιάμεσα, ο πρόεδρος της Κομισιόν Ζαν Κλοντ Γιούνκερ το εξέφρασε παραστατικά όταν είπε πως «οι επόμενοι 12 μήνες είναι καθοριστικής σημασίας αν θέλουμε να επανενώσουμε την Ένωση.
»Η Ευρώπη είναι ένα σχοινί με πολλές κλωστές- λειτουργεί μόνο όταν τραβάμε όλοι προς την ίδια κατεύθυνση».
Και ο Ματέο Ρέντσι μίλησε για μία ακόμα «χαμένη ευκαιρία» κοιτάζοντας προς την πλευρά της Άνγκελα Μέρκελ, το πρόσωπο που θεωρείται υπεύθυνο, σε μεγάλο βαθμό, για την ταχύτατη διολίσθηση της Ευρώπης σε μία λέσχη «θιγμένων μεγαλειοτήτων» όπου κυριαρχεί το δόγμα της δημοσιονομικής τιμωρίας.
Γιατί, όμως, ο συνετός συντηρητικός αλλά πάντοτε ευρωπαϊστής Γιούνκερ μίλησε για τους 12 κρίσιμους μήνες της Ένωσης;
Όσοι αρέσκονται σε χρονοδιαγράμματα δεν έχουν κάτι περισσότερο να κάνουν παρά να κοιτάξουν το πολιτικό ημερολόγιο έως το φθινόπωρο του 2017.
Ξεκινώντας από τη συντριπτική ήττα του CDU της Μέρκελ στο Βερολίνο (τη μεγαλύτερη εδώ και 26 χρόνια), που αφήνει τους Χριστιανοδημοκράτες εκτός τοπικής κυβέρνησης, έως τις γερμανικές εκλογές, τον Σεπτέμβριο του επόμενου έτους, η Ευρώπη είναι υποχρεωμένη να περάσει από καυδιανά δίκρανα.
Τα πολιτικά και οικονομικά επίχειρα του Brexit θα αρχίσουν να φαίνονται, οι τράπεζες (και όχι μόνο οι ιταλικές) να πιέζονται από το φάσμα μικρών αλλά τεκτονικών bail-in, η ύφεση θα διευρύνεται σε αρκετές χώρες ακόμα και του σκληρού πυρήνα της Ευρωζώνης, η απορρύθμιση της εργασίας θα εντείνεται, τα ασφαλιστικά συστήματα θα συμπιέζονται μεταξύ ανεργίας, δημογραφικού προβλήματος και αδυναμίας ενσωμάτωσης προσφύγων και μεταναστών και όλα αυτά μέσα σε ένα γενικευμένο κλίμα φόβου και ανασφάλειας που θα σηματοδοτείται από σκληρές συγκρούσεις για κλειστά σύνορα και αλλαγές στο «Δουβλίνο 2».
Το πολιτικό ημερολόγιο είναι, όμως, ακόμα πιο εφιαλτικό.
Η Χριστιανοδημοκρατική Ένωση της Γερμανίδας Καγκελαρίου κατορθώνει να συμμετάσχει – μετά τις εκλογές στα κρατίδια – σε έξη μόνον από τις 16 τοπικές κυβερνήσεις.
Στο Βερολίνο, είναι πολύ πιθανό να δοκιμαστεί η πολιτική εναλλακτική των εκλογών του 2017 με μια κυβερνητική σύμπραξη Σοσιαλδημοκρατών, Πράσινων και του Κόμματος της Αριστεράς «Die Linke» (ενός κόμματος με το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ διατηρούσε πάντοτε στενές πολιτικές σχέσεις).
Αρκεί, όμως, αυτό; Φυσικά όχι.
Το ιδιότυπο κράμα λαϊκιστικής Δεξιάς και απόψεων οι οποίες εφάπτονται της ακροδεξιάς που ακούει στο όνομα AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία) αναδύεται από τις πολιτικές στάχτες της διαχείρισης του προσφυγικού ζητήματος από τη Μέρκελ και δεν είναι απίθανο να αναδειχθεί ακόμα και τρίτο κόμμα στις εθνικές εκλογές.
Στο Μεκλεμβούργο, κατέγραψε ποσοστό πάνω από 20%, στην (υποτίθεται) ανοικτή κοινωνία του Βερολίνου 17%, ακόμα και στη Σαξονία 8%.
Εάν κάποιοι εξ ημών θεωρούσαμε εμπρηστή της ευρωπαϊκής ιδέας την Άνγκελα Μέρκελ στα πρώτα χρόνια των μνημονίων, θα διαπιστώσουμε ίσως τώρα πως η κόρη του πάστορα από την Ανατολική Γερμανία είναι μία αθώα Ουρσουλίνα μπροστά στην Φράουκε Πέτρι του AfD, τον Χορστ Ζέεχοφερ των Χριστιανοκοινωνικών της Βαυαρίας ή ακόμα και τον καραδοκούντα, αν και στα 74 του, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Η Μέρκελ ανέλαβε την ευθύνη της ήττας στο Βερολίνο, ψέλλισε πως εάν μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω θα άλλαζε πολλά, αρνήθηκε, όμως -κι αυτό πρέπει να της πιστωθεί-, να αποδεχθεί πως η πολιτική των ανοικτών συνόρων και της ενσωμάτωσης που ακολούθησε στο προσφυγικό, την άνοιξη του 2015, ήταν λάθος.
Η Γερμανίδα Καγκελάριος θα πορευτεί μοναχικά προς το συνέδριο του κόμματός της, αναζητώντας το χρίσμα μιας τέταρτης υποψηφιότητας για την Καγκελαρία με τη δημοτικότητά της στο ναδίρ και τους πρώην φίλους της απέναντί της.
Από την εποχή του Γκέρχαρντ Σρέντερ, οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD), παρότι έχουν κι αυτοί συρρικνωθεί σε ιστορικά χαμηλά, μπορούν να ελπίζουν ότι θα είναι εκείνοι που θα διεκδικήσουν έναν συνασπισμό με Πράσινους και «Die Linke», όμως η Γερμανία βυθίζεται, πλέον, στο έρεβος μιας πολιτικής θηριωδίας που η ίδια κατασκεύασε με την ηγεμονία της απόλυτης έπαρσης και της εκδικητικότητας των τελευταίων ετών.
Όμως δεν είναι μόνον η Γερμανία. Η Ευρώπη κινδυνεύει, μαζί με όσα προανέφερα, να ζήσει την «τέλεια καταιγίδα».
Τον Μάρτιο, είναι οι εκλογές στην Ολλανδία όπου ο ακραίος Βίλντερς διεκδικεί ακόμα και κυβερνητικό ρόλο.
Είναι ο άνθρωπος που πριν μερικούς μήνες διαφήμισε σπρέι κατά των μεταναστών και προσφύγων στους κεντρικούς δρόμους του Άμστερνταμ.
Τον Μάιο, είναι η ώρα της Μαρίν Λεπέν στην Γαλλία, όπου δεν είναι διόλου απίθανο να βρεθεί στην τελική φάση των προεδρικών εκλογών.
Ακόμα κι αν δεν συμβεί αυτό, η Ευρώπη και η Γαλλία ίσως έχει πληρώσει βαρύ τίμημα με το να «ανακαλύψει» ξανά το συντηρητικό σκιάχτρο ενός Νικολά Σαρκοζί ως ανάχωμα στο Εθνικό Μέτωπο.
Εν τω μεταξύ, βεβαίως, θα έχουν διεξαχθεί μερικές ακόμα εκλογικές αναμετρήσεις σε άλλες χώρες – και Ανατολικές – όπου επίσης το πνεύμα της ακροδεξιάς είναι πολύ ισχυρό, είτε πολιτικά αυτόνομα, είτε αναγκάζοντας συντηρητικές κυβερνήσεις να μετακινηθούν στα άκρα.
Η ανάγνωση αυτών των πολιτικών εξελίξεων του επόμενου δωδεκαμήνου μπορεί να γίνεται σωστά από τον Ζαν Κλοντ Γιούνκερ (ο οποίος δεν μιλά, τυχαία, για διπλασιασμό των αναπτυξιακών πόρων, διατήρηση του ελάχιστου κοινωνικού ευρωπαϊκού μοντέλου κλπ), γίνεται, όμως, μυωπικά από ένα μεγάλο μέρος της ευρωπαϊκής ηγεσίας που κινείται άβουλα και μοιραία μεταξύ πανικού και σκληρών ηγεμονικών εγωισμών.
Από την ομάδα του Βίζεγκραντ μέχρι τους Σκανδιναβούς και από τον Σόιμπλε μέχρι τους καιροσκόπους της ευρωπαϊκής γραφειοκρατίας στις Βρυξέλλες, αυτό που κυριαρχεί είναι ο αμοραλισμός.
Εκπλήσσεται, μάλιστα, κανείς, όταν συνειδητοποιεί πως περισσότερο νοιάζεται για τη συνεκτικότητα αυτής έστω της κοινωνικά ατροφικής Ευρώπης ο κεντρικός τραπεζίτης της Φραγκφούρτης, Μάριο Ντράγκι παρά οι εκλεγμένοι ηγέτες που ομνύουν κάθε τόσο στην ευρωπαϊκή αλληλεγγύη.
Ο διάσημος και εξαιρετικός τροβαδούρος Λέοναρντ Κοέν τραγουδούσε πριν από χρόνια «First we take Manhattan, then we take Berlin».
Κάποιοι που θεωρούν πως ο εφιάλτης που περιέγραψα δεν τελειώνει στο Βερολίνο ή στην Ευρώπη, χρησιμοποιούν τον τίτλο του τραγουδιού αντιστρόφως υπονοώντας πως πριν πέσει η Ευρώπη μπορεί να έχει πέσει το Μανχάταν, δηλαδή οι Ηνωμένες Πολιτείες.
Και εξηγούν πως η «τέλεια ευρωπαϊκή καταιγίδα» του 2017 μπορεί, τελικά, να θυμίζει κυκλαδίτικο αυγουστιάτικο μελτέμι μπροστά στον Αρμαγεδδώνα μιας νίκης του Ντόναλντ Τραμπ στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου.
Αν και, ακόμα κι αν χάσει, η στροφή της αμερικανικής κοινωνίας και οι νέοι συσχετισμοί στην Ουάσιγκτον θα είναι εξαιρετικά επικίνδυνοι για την παγκόσμια ισορροπία.
Άρα, προσθέστε στο ημερολόγιο κι αυτό το ενδεχόμενο…
Εν κατακλείδι, θα αναρωτηθεί κανείς ποια είναι η θέση της Ελλάδας μέσα σε όλα αυτά.
Ο πρωθυπουργός έκανε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα προσπάθειας σύμπηξης ενός μετώπου λογικής, με τη Διάσκεψη των Αθηνών.
Δεν ανέμενε κανείς θεαματικά αποτελέσματα, όμως αν κρίνουμε από τον σκεπτικισμό που επισημάνθηκε στην Μπρατισλάβα το σπέρμα της αμφισβήτησης της γερμανικής ηγεμονίας φυτεύτηκε.
Και ο Ματέο Ρέντσι, που έχει να αντιμετωπίσει σε λιγότερο από δύο μήνες ένα δημοψήφισμα «ζωής και θανάτου», έκανε το πρώτο βήμα αμφισβήτησης του γερμανοευρωπαϊκού ιερατείου.
Μια χώρα, βεβαίως, σε μνημόνιο και με εξαρτήσεις που ανάγονται στην πρώτη μνημονιακή συμφωνία του 2010 έχει ελάχιστα όπλα. Δεν είναι όμως και άοπλη.
Μέσα σε αυτή την εξαιρετικά δυσμενή συγκυρία, μείζονα ζητήματα, όπως αυτό της βιωσιμότητας του χρέους (θέμα που ορθώς επισήμανε προ ημερών ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης ότι δεν είναι, πλέον, μοναχικά ελληνικό αλλά απασχολεί αρκετές ευρωπαϊκές χώρες, όπως την Πορτογαλία, την Ιταλία, το Βέλγιο, ακόμα και την Γαλλία και την Γερμανία), της σταδιακής αποφορολόγησης και της ανάπτυξης με μείωση της ανεργίας τίθενται πιο επιτακτικά.
Αρκεί να υπάρχουν συμμαχίες στην Ευρώπη και παγκοσμίως και σχετική πολιτική σταθερότητα στο εσωτερικό.