Η ανακοίνωση της Eurostat ότι επιτεύχθηκε «πρωτογενές πλεόνασμα ύψους 3,4 δισ. ευρώ» ήταν προφανές ότι – πέραν της επικοινωνιακά προεκλογικής χρήσης – θα τροφοδοτούσε έντονες αντιπαραθέσεις όχι μόνο στους «οικονομικούς κύκλους», αλλά και στην παραγωγική και κοινωνική βάση με κεντρικό ζητούμενο, αν έχει βιώσιμο χαρακτήρα.
Γιατί εκτός από τις σκοπιμότητες προεκλογικής περιόδου, δύσκολα μπορεί να σκιασθεί το θέμα πως μετ επιτάσεως, δυνάμεις της πραγματικής οικονομίας, συζητούν πως πρόκειται για «Πλεόνασμα χωρίς ανάπτυξη. Που σημαίνει απλά πως κόπηκαν δαπάνες και αυξήθηκαν οι φόροι».
Έθεταν μάλιστα το ερώτημα: «Αν το πρωτογενές πλεόνασμα (ή, τουλάχιστον, η εξάλειψη του πρωτογενούς ελλείμματος) είναι πραγματικότητα, αυτό σημαίνει ένα πράγμα: ότι το ελληνικό δημόσιο δύναται, για μακρό χρονικό διάστημα, να ζει από τα φορολογικά του έσοδα, καταβάλλοντας κανονικά μισθούς, συντάξεις και αποπληρώνοντας τα χρήματα που χρωστά στους προμηθευτές του!» Είναι αλήθεια αυτό; Θα μπορούσε δηλαδή να γίνει βάση επαναδιαπραγμάτευσης, όταν με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ και της Eurostat, το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης στο ΑΕΠ συνεχίζεται;
Και πώς ελέγχονται ως αξιόπιστες οι διατυπώσεις περί… «πιστοποίησης της μεγάλης στροφής της ελληνικής οικονομίας» όταν απαιτείται η διασφάλιση πολλών προϋποθέσεων που θα ακυρώνουν ενδείξεις πως «υφερπει» η «παραγωγή» πρωτογενούς ελλείμματος;
Τι είδους πρωτογενές πλεόνασμα παράγεται όταν η πολιτική του επιφέρει καίρια πλήγματα στον παραγωγικό ιστό;
Όταν με την εφαρμογή του συγκεκριμένου σχεδίου, η συρρίκνωση της ελληνικής οικονομίας ξεπέρασε το 30% και οι προσδοκώμενος ρυθμός ανάκαμψης δεν μπορεί να ξεπεράσει τις μια έως δυο μονάδες;
Η είδηση λοιπόν του πλεονάσματος, παρά την προεκλογική πόλωση, δύσκολα μπορεί να κρύψει την αχίλλειο πτέρνα, ότι το εφαρμοζόμενο σχέδιο αντιμετώπισης της κρίσης δεν εξυπηρέτησε την παραγωγική και κοινωνική ανασυγκρότηση, αλλά στόχευσε στους φόρους, την οριζόντια μείωση των δαπανών, την «μεταφορά» εργαλείων ανάπτυξης…
Οι περισσότεροι πλέον οικονομολόγοι αλλά και η προοδευτική πολιτική σκέψη, ομιλούν για ένα «φαύλο κύκλο μέτρων που πρέπει να σπάσει» ή… πιο… πολιτικά, για την ανάγκη «να κλείσει ο κύκλος του συντηρητικού συμβιβασμού ως αδιέξοδος…».
Γιατί υπογραμμίζεται, ότι αν συνεχίζεται να εφαρμόζεται η ιδία συνταγή διαχείρισης της κρίσης, η επιδίωξη της παραγωγής πρωτογενούς πλεονάσματος όχι μόνο θα συμπιέζει τη φοροδοτική ικανότητα της ελληνικής κοινωνίας περαιτέρω, αλλά το χειρότερο, θα δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο «υποχρεώσεων εξάρτησης»!
Ο δανεισμός θα γίνεται… μονόδρομα αδιέξοδος… και η χώρα μακροχρόνια αποικία χρέους.
Γιατί καμιά οικονομική σχολή, αλλά και παραγωγική δύναμη, δεν μπορεί να ισχυριστεί πώς μπορεί το εφαρμοζόμενο σχέδιο να αποδώσει ρυθμό ανάπτυξης πάνω από 4% προκειμένου να στηριχθεί ένα σχέδιο τακτοποίησης υποχρεώσεων και παραγωγικής – κοινωνικής ανασυγκρότησης.
Εκ των πραγμάτων λοιπόν προκύπτει και το αδιέξοδο του νεοφιλελευθέρου σχεδίου, που πολιτικά και κοινωνικά αμφισβητείται από δυνάμεις που διεκδικούν μια εναλλακτική συμμαχία και συμφωνία.
Αυτός είναι ο λόγος, που επαναλαμβάνω την ανάγκη, να αντικατασταθεί η «ενημέρωση», από ένα άλλο τύπο αντιπαράθεσης, ανάμεσα στις προοδευτικές και συντηρητικές δυνάμεις! Για να απαντηθεί δημοκρατικά το ερώτημα:
-με ποιο σχέδιο και ποιες πολιτικές και κοινωνικές συμμαχίες, μπορούν χώρα και κοινωνία ταυτόχρονα να επιχειρήσουν την μεγάλη στροφή! Αυτή δηλαδή που θα κλείνει τον κύκλο της νεοφιλελεύθερης επέλασης και θα συμπαρατάσσεται με την «Ευρώπη της ανάπτυξης».
Το σχέδιο λοιπόν ανασυγκρότησης δεν μπορεί να είναι μια προεκλογική ανακοίνωση ενός κοινωνικά «αγνώστου σχεδίου», αλλά μια δημοκρατική κοινωνική επιλογή που θα προκύπτει μέσα από την αντιπαράθεση ανάμεσα στο προοδευτικό και νεοφιλελεύθερο σχέδιο.
Ώστε η κοινωνία με την βούληση της να δεσμεύει αν:
α) η διαπραγμάτευση για την βιωσιμότητα του χρέους οδηγεί η όχι σε μακροχρόνια μετατροπή της χωράς σε αποικία χρέους
β) οι αναγκαίες λύσεις χρηματοδότησης ενός σχεδίου σχετίζονται με ρήτρες ανάπτυξης η απλώς μετακυλύουν το πρόβλημα από τα κράτη στην κερδοσκοπία των αγορών
γ) η «ανάπτυξη» αφορά την πραγματική οικονομία , την αποτελεσματικότητα του κράτους ,την εμβάθυνση της δημοκρατίας και την ενίσχυση της αυτονομίας και της διαφάνειας του πολιτικού συστήματος…η την παράδοση τους…
Γιατί η προοδευτική απάντηση πρέπει να είναι η Ελλάδα να επιστρέψει στις ευρωπαϊκές εξελίξεις ως ισότιμος εταίρος και όχι ως τόπος αχαλίνωτης κερδοσκοπίας, χωρίς παραγωγική βάση με φθηνή, ανασφαλή εργασία!