Η έντονη σεισμική δραστηριότητα που καταγράφεται τις τελευταίες εβδομάδες στην Κεφαλονιά έχει ανοίξει για ακόμα μία φορά τη δημόσια συζήτηση για μια σειρά από ζητήματα όπως την αντισεισμική υποδομή στη χώρα μας, τα αντανακλαστικά του κρατικού μηχανισμού σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών, καθώς επίσης και τη διαχρονική… τύχη των επιτευγμάτων του ανθρώπινου πολιτισμού μπροστά στη μανία της φύσης.
Παράλληλα, όμως, αναδεικνύεται για ακόμα μια φορά ένα θέμα που λιγοστοί τολμούν να θίξουν: Αυτό του πραγματικού ρόλου της «επιστήμης» της Σεισμολογίας στη σύγχρονη εποχή.
Αν και ο Πλάτωνας είχε ορίσει κατά την αρχαιότητα την επιστήμη ως την «δόξα αληθή μετά λόγου» (δηλαδή την γνώση που συνοδεύεται από λογικά επιχειρήματα), εντούτοις εδώ και μερικούς αιώνες το επιστημονικό αποτελεί μία περισσότερο συγκεκριμένη έννοια, που «απαιτεί» συγκεκριμένη μεθοδολογία κατά τη διαδικασία των πειραμάτων και της έκδοσης των πορισμάτων.
Η Σεισμολογία αποτελεί έναν κλάδο της Γεωφυσικής που μελετά το φαινόμενο των σεισμών. Για τις παρατηρήσεις και τα όποια συμπεράσματα εξάγουν οι σεισμολόγοι, χρησιμοποιούν μηχανήματα όπως τους σεισμογράφους, η λειτουργία των οποίων στηρίζεται σε θεωρίες για τη φύση των λειτουργιών που λαμβάνουν χώρα στο εσωτερικό του πλανήτη μας. Να σημειώσουμε ότι το μάθημα της Σεισμολογίας διδάσκεται στη χώρα μας σε φοιτητές των τμημάτων Γεωλογίας.
Ας αφήσουμε όμως στην άκρη τα παραπάνω εγκυκλοπαιδικά και ας επιστρέψουμε στα της Κεφαλονιάς. Παρακολουθώντας τα δελτία ειδήσεων τις τελευταίες ημέρες, οι τηλεθεατές ακούμε από τους σεισμολόγους τις ίδιες στερεότυπες δηλώσεις που εκστομίζονται εδώ και δεκαετίες, πάντοτε ύστερα από την εκδήλωση ισχυρής σεισμικής δραστηριότητας στη χώρα μας:
«Υποθέτουμε ότι αυτός είναι ο κύριος σεισμός», «οι μετασεισμοί θα διαρκέσουν από μερικές ημέρες έως και αρκετούς μήνες», «η συγκεκριμένη περιοχή έχει δώσει κατά το παρελθόν σεισμούς ανάλογου μεγέθους», «πιθανολογούμε ότι μέσα στην επόμενη δεκαετία θα δούμε έναν σεισμό αρκετών ρίχτερ στην Ελλάδα» και άλλα παρόμοια.
Μάλιστα, σήμερα καταγράφηκε και έντονη διχογνωμία μεταξύ των σεισμολόγων για το εάν ο νέος σεισμός των 5,9 R που πραγματοποιήθηκε τα ξημερώματα στο Ληξούρι θα πρέπει να χαρακτηριστεί μετασεισμός ή νέος σεισμός που προήλθε από ένα άλλο ρήγμα!
Αν αποπειραθεί κανείς να αξιολογήσει ψυχρά και αποστασιοποιημένα όλα τα παραπάνω, δεν είναι και τόσο δύσκολο να διαπιστώσει ότι η Σεισμολογία δεν πληροί τους όρους για να χαρακτηριστεί ως «σκληρή επιστήμη» (hard science).
Να αποτελέσει δηλαδή ένα επιστημονικό πεδίο το οποίο δύναται να στηριχθεί στην σαφήνεια, στον ακριβή προσδιορισμό των δεδομένων, στην επαναληψιμότητα των συμπερασμάτων ή αν θέλετε στην πρόβλεψη.
Ως ένα ενδεικτικό παράδειγμα μιας επιστήμης που ανήκει στον κλάδο της Γεωφυσικής και επαληθεύει –σε καθημερινή βάση- τα πορίσματά της, αναφέρω την Μετεωρολογία (γνωρίζουμε τι καιρό θα κάνει αύριο, πότε θα βρέξει, σε ποιες περιοχές θα χιονίσει κτλ). Αυτό συμβαίνει διότι πολύ απλά το μοντέλο που χρησιμοποιείται για να κάνουν οι Μετεωρολόγοι τις προβλέψεις τους, επαληθεύεται καθημερινά σε ποσοστό σχεδόν 100% στην ατμόσφαιρα.
Τέλος, ένα ακόμη γεγονός που οφείλουμε να έχουμε κατά νου, είναι πώς όλες σχεδόν οι προσπάθειες ανάπτυξης μοντέλων πρόγνωσης σεισμών (από τις πιο άσημες έως τις περισσότερο γνωστές – βλ. π.χ τη μέθοδο ΒΑΝ του Βαρώτσου) που εμφανίζονται κατά καιρούς, λοιδορούνται και χλευάζονται από την ίδια την κοινότητα των Σεισμολόγων (το γιατί συμβαίνει αυτό είναι μια μεγάλη συζήτηση).
Καταλήγουμε, λοιπόν, στο συμπέρασμα πώς εάν η Σεισμολογία αναπτύξει στο μέλλον έγκυρους μηχανισμούς πρόγνωσης των σεισμών, ακόμη και σε βραχυπρόθεσμο επίπεδο, τότε θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για μια επιστήμη που βασίζεται σε ορθές θεωρητικές βάσεις, οι οποίες αποδίδουν ξεκάθαρα συμπεράσματα και προβλέψεις.
Έως τότε θα ακροβατεί ανάμεσα στα χωράφια της Γεωλογίας και των Υπηρεσιών Πολιτικής Προστασίας, με ολίγον από γνωμικά που χρησιμοποιούν οι επιστήμονες του… Πάμε Στοίχημα!