Ένας επικίνδυνος ξένος έχει εισέλθει στο ελληνικό έδαφος. Δεν μπήκε πρόσφατα. Κυκλοφορεί δίπλα μας εδώ και δεκαετίες μα τώρα φανερώνεται χωρίς προσχήματα.
Δεν είναι πρόσφυγας, δεν είναι μετανάστης. Είναι ιθαγενής. Στάση ζωής ή, καλύτερα, ξεπεσμός κι άρνηση της ίδιας της ζωής.
Είναι ο μηδενισμός. Ο ρωμέικος μηδενισμός.
Δεν είναι η πρακτική αποκήρυξη κάθε αξίας, η έλλειψη κάθε επιθυμίας, η απουσία κάθε νοήματος.
Είναι η κουτοπόνηρη επίκληση αξιών όποτε συμφέρει, ο αχόρταστος λιμός του Καραγκιόζη, ο πιο άγριος ατομικισμός που φορεί κατά την περίσταση δεξιό ή αριστερό προσωπείο.
Μα τα ψέματα πια τέλειωσαν.
Πλησιάζουμε την τρομερή, τη γεμάτη λαχτάρα ακαμψία της ματιάς μέσα στην οποία αντικαθρεφτίζεται το Τίποτα που κάποιος, κάποτε είχε προφητέψει.
Δεν πρόκειται για φόβο. Πρόκειται για βίωμα.
Η ελληνική ζωή κινείται, με βασανιστική ένταση που μεγαλώνει από μήνα σε μήνα, αργά μα σταθερά προς μια καταστροφή,: σαν το ποτάμι που τρέχει και ξέρει πως θα φτάσει στο τέλος, αλλά δεν θέλει, φοβάται να αναλογιστεί ποιο θα είναι αυτό το τέλος.
Το μέλλον, η μοίρα μας, μάς μιλά με εκατό σημάδια ήδη.
Και ακριβώς τώρα που χρειαζόμαστε τη μεγαλύτερη δυνατή ισχύ θέλησης, βρισκόμαστε στο πιο αδύναμο, στο πιο μικρόψυχο επίπεδο.
Δεν ήταν η ένδεια μήτε η διαφθορά (που είναι πάντοτε αποτελέσματα και όχι αίτια του μηδενισμού) αυτή που άνοιξε την πόρτα σε αυτό τον ξένο.
Η πενία (σωματική, υλική, ψυχική, διανοητική) δεν γεννά από μόνη της τον μηδενισμό.
Είναι η παρακμή που τον γεννά.
Και εν προκειμένω η οριστική παρακμή ενός ιστορικού λαού.
Ο μηδενισμός δεν είναι η αιτία, είναι η λογική της παρακμής.
Της παρακμής που δεν εμφανίζεται πια ως έκφραση δύναμης (όπως τον καιρό που αναπτυσσόταν με ιδέες, ελληνοχριστιανικές, φιλελεύθερες ή σοσιαλιστικές) αλλά ως έκφραση αδυναμίας: γεννά τη μαλθακότητα, το πολυπολιτισμικό ανακάτωμα, την κατανόηση των πάντων, τη μεταμοντέρνα αποδόμηση.
Η κοινωνία μας δεν είναι πια κοινωνία με θεσμούς αλλά ένα άρρωστο συμπίλημα.
Θα μπορούσε κανείς να εντοπίσει σε μια συγκεκριμένη, μη φυσιολογική ηθική αυτή τη διαδικασία παρακμής.
Πολλές φορές ωστόσο, αυτά που θεωρούμε ως αιτίες του εκφυλισμού, δεν είναι παρά οι συνέπειές του.
Τα υποτιθέμενα γιατρικά είτε είναι καταπραϋντικά, ενάντια σε κάποια από τα αποτελέσματα της παρακμής («θεραπεία» που απλώς δημιουργεί έναν άλλο τύπο εκφυλισμού) είτε επιταχύνουν την εξάντληση καθώς καταστρέφουν τα ακόμη υγιή ένστικτα.
Ο Ρωμιός της παρακμής χάνοντας την ικανότητα να αντιστέκεται στα ερεθίσματα, εξαρτάται πια από οτιδήποτε τυχαίο.
Η θέλησή του αποσυντίθεται μέσα στο κλίμα γενικού οίκτου ενώ η νόηση αδυνατεί να συλλάβει τι πραγματικά συμβαίνει.
Οι ασύνειδες καταστάσεις είναι προτιμότερες από τις συνειδητές, αρκεί να εγγυώνται την απάλειψη του πόνου.
Η νέα «ηθική» άλλωστε δεν συγκρατεί πια κανέναν. Καμιά ηθική αυτονομία δεν συγκρατεί κοινωνίες.
Η παρακμή εμφανίζεται αρχικά ως πεσιμισμός- θυμόμαστε όλοι τα θεολογικά Finis Greciae.
Ο πεσιμισμός όμως δεν είναι η μόνη έκφραση παρακμής. Αποτελεί ένα μόνο σύμπτωμα μεταξύ μιας σειράς άλλων: η μαζική κακότητα (και συνάμα η αποθέωση του οίκτου), η νοσηρότητα (και συνάμα η λατρεία του τυχοδιωκτισμού), η αδυναμία της θέλησης (και συνάμα η δόξα της ταπείνωσης), η ελευθεροφροσύνη (και συνάμα η απόρριψη των κοινωνικών συνεπειών του δαρβινισμού), η χλιδή (αλλά συνάμα και ο φθόνος της), είναι συμπτώματα τα οποία καθιστούν μάταιο και αφελή κάθε ηθικό αγώνα εναντίον τους.
Καμιά καταπολέμηση της παρακμής, καμιά ατομική βελτίωση δεν λύνει το πρόβλημα αν δεν αντιμετωπιστούν οι αιτίες της παρακμής και κυρίως αν δεν ανακοπεί η επέκτασή της μέσω μιας ψεύτικης και υποκριτικής ανθρωπιάς.
Ο παρηκμασμένος νομίζει πως είναι ανθρωπιστής ενώ απλώς είναι αδύναμος.
Η αποποίηση του εαυτού μας όμως, η άρνηση της ζωής, οι αξίες των εξαντλημένων που καθορίζουν ακόμη υπέρτατες αξιολογικές κρίσεις, οι πίσω από αγιοποιημένα ονόματα καταστροφικές τάσεις, η διδασκαλία της αδυναμίας, δεν είναι τεκμήρια καλοσύνης.
Είναι οι δηλητηριώδεις συνέπειες του μηδενισμού μας.
Είναι η αυτοκατάφαση του ανθρώπου της παρακμής.
Πώς αλλιώς θα γινόταν σε μια χώρα που οι ισχυρές και αισιόδοξες ενορμήσεις συκοφαντήθηκαν από μια κοσμοθεωρία που περιγράφει τη ζωή ως κατάρα;
Η κοσμοθεωρία αυτή, άλλοτε θρησκευτική και άλλοτε πολιτική (ιδεαλιστική ή υλιστική, χριστιανική ή αθεϊστική, φιλελεύθερη ή σοσιαλιστική), ελληνόφωνη μα όχι ελληνική (αφού αγνοεί την ουσία της ελληνικής ζωής, το τραγικό πνεύμα) εκλαμβάνει το θάρρος και την ακεραιότητα με δυσπιστία αν όχι με έχθρα αφού προκαλεί νυγμούς σε κάθε ένοχη συνείδηση.
Όταν όμως τα αδιαχώριστα από τη ζωή ένστικτα αναθεματίζονται, είναι η ζωή που απαξιώνεται.
Στο μεταξύ, το άνθος της μάζας, οι μέτριοι, αυτοί που δεν νιώθουν τη συνειδησιακή σύγκρουση με το περιβάλλον –αντίθετα σταδιοδρομούν όταν αυτό υποβαθμίζεται–, αυτοί που εξανίστανται όταν γίνεται λόγος για παρακμή, συνεχίζουν να καλλιεργούν την αδράνεια και την αυταπάτη που τους ανέβασε στην εξουσία.
Και οι ανώτεροι χαρακτήρες;
Αυτοί είτε αποσύρονται και εκφυλίζονται, είτε παραμένουν ακέραιοι και προκαλούν την αντιπάθεια ενόσω οι μέτριοι ποζάρουν σαν σκοπός και σαν νόημα βίου. Γιατί έχει κι η παρακμή νόημα. Κι έχει και ενόχους και αυτουργούς: πολιτικούς, καλλιτέχνες, επιστήμονες, δημοσιογράφους που χάρη στην παρακμή αναρριχήθηκαν κοινωνικά.
Όσοι κηρύσσουν την απιστία προς τα ένστικτα της ζωής, όσοι χαίρονται με τον νεκρικό αποχρωματισμό που χύνει η αδυναμία τους πάνω σε κάθε ευγενική ανάμνηση, όσοι θέλουν ό,τι εφαρμόζουν εναντίον του εαυτού τους να το εφαρμόζουν και εναντίον ολόκληρου του ιστορικού συλλογικού σώματος, είναι κυρίαρχοι.
Και τούτο επιτείνει το αδιέξοδο που δεν είναι απλώς πολιτικό.
Την ώρα που η σύνθεση αξιών και σκοπών επί των οποίων ερείδεται κάθε κουλτούρα διαλύεται, την ώρα που οι αξίες πλήττουν η μια την άλλη και μόνο μεταμφιεσμένο δρα πια ό,τι αναζωογονεί, γιατρεύει, καθησυχάζει, δεν αρκεί να θεραπεύσουμε την αρρώστια που μας μετέδωσε το θνήσκον πολιτικό σύστημα.
Θα πρέπει πλέον να αντιμετωπίσουμε τις ρίζες της νοσηρότητας, τις αιτίες της αδυναμίας αντίστασης.
Η καίρια προσφορά των νοσηρών καταστάσεων είναι ότι αποτελούν μεγεθυντικό φακό συνηθειών στις οποίες έχουμε εθιστεί.
Και η συνήθεια της νοσηρότητας προέρχεται από την μεταμφίεση της αδυναμίας σε καθήκον, της εξασθένησης σε οίκτο, της δειλίας σε πραότητα, της αβουλίας σε καλλιέργεια, του φθόνου σε αίτημα ισότητας.
Η «συμπονετική» μα διόλου ευπρεπής εποχή μας, παγιδευμένη πλέον στην ίδια της την «ηθική», είναι καταδικασμένη όπως κάθε παρακμή να εκμετρήσει το ζην.
Η διάψευση όλων των ερμηνειών ζωής στις οποίες αφιερώθηκαν τεράστιες ποσότητες ενέργειας και η συνειδητοποίηση της άσκοπης μακρόχρονης σπατάλης δύναμης, έχει γεννήσει πλέον λαχτάρα για το Τίποτα.
Το αίσθημα της ματαιότητας, η ανασφάλεια, η έλλειψη κάθε ευκαιρίας να επανέλθουμε και να ανακτήσουμε την ηρεμία μας, η ντροπή τελικά απέναντι στον εαυτό μας τον οποίο για πολύ καιρό εξαπατούσαμε, άνοιξαν την πόρτα της καταστροφής. Και κανείς πια δεν θα μπορέσει να την κλείσει.
Τι πρέπει λοιπόν να κάνουν όσοι βλέπουν το τέλος να πλησιάζει και έχουν ακόμη τη θέληση να αντισταθούν;
Έπειτα από δεκαετίες παραπλάνησης και σύγχυσης, αν υπάρχει ακόμη ελπίδα, αυτή βρίσκεται στη συνειδητοποίηση πως θετικό είναι μόνο ό,τι μας κάνει πιο δυνατούς, ό,τι γεννά ισχύ και αρνητικό είναι ό,τι μας κάνει πιο αδύναμους, ό,τι μας εξαντλεί.
Είναι βέβαιο ότι να απευθύνει κανείς σήμερα μιαν έκκληση που θα κάνει λόγο για ισχύ και απόφαση, ακούγεται παράταιρη σε μια κοινωνία που η κρίση επιδείνωσε την ευτέλειά της αντί να την κάνει να αναλογιστεί τα αίτια της παρακμής της.
Υπάρχει σήμερα απόλυτη δυσπιστία απέναντι σε όποια ισχυρή θέληση θα αναλάμβανε να οδηγήσει τον τόπο. Λογικό: λείπουν εκείνοι που εμπνέουν την πίστη στον άνθρωπο και στο μέλλον του ενώ και οι μηδενιστές που εξιδανικεύουν τον κόσμο της παρακμής, κάθε κατεύθυνση προς την ασχήμια, δεν είναι διατεθειμένοι να παραδοθούν αμαχητί. Συνεπώς;
Ζώντας τις έσχατες συνέπειες «αξιών» που λογική τους κατάληξη ήταν ο μηδενισμός, οφείλουμε να τον βιώσουμε για να απελευθερωθούμε απ’ αυτόν και να ξαναχτίσουμε τη ζωή μας.
Αυτό που δεν ξέρουμε είναι μέχρι πότε θα τον βιώνουμε. Γιατί αυτό θα εξαρτηθεί από μιαν απρόβλεπτη μοίρα: από τη βούλησή μας. Ας κάνουμε ό,τι μπορεί ο καθένας για να φέρουμε αυτή την απρόβλεπτη μοίρα πιο κοντά.