Μελετώντας την κρίση που τα τελευταία χρόνια μαστίζει την χώρα μας, μπορεί κάποιος να βρει χιλιάδες σελίδες αναλύσεων με στοιχεία που αφορούν οικονομικούς δείκτες, ποσοστά και άλλους πολλούς αριθμούς που μαρτυρούν την σημερινή κατάσταση και πως αυτή επηρεάζει την καθημερινότητα.
Ταυτόχρονα υπάρχουν ακόμη άλλα τόσα στοιχεία που πιθανώς να δείχνουν τον δρόμο της εξόδου από την κρίση ή όχι.
Αυτό που πρέπει όμως να αρχίσει να μας προβληματίζει όλους, ως Έλληνες, είναι το φαινόμενο της μετανάστευσης των νέων συμπολιτών μας και κυρίως των νέων επιστημόνων προς άλλες χώρες, κυρίως της Ευρώπης.
Πρόκειται για ένα φαινόμενο που έχει ελκύσει το ενδιαφέρον ακόμη και ξένων πανεπιστημίων και οι οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες του αυτή τη στιγμή ίσως να μην μπορούν να υπολογιστούν.
Σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη, την περίοδο 2009-2013 έχουν μεταναστεύσει συνολικά 228.000 Έλληνες, αριθμός που είναι αρκετά ανησυχητικός αν προσθέσουμε και όσους μετανάστευσαν τα δύο τελευταία χρόνια ή ακόμη αρκετούς επιστήμονες που σχεδιάζουν να κινηθούν άμεσα προς αυτή την κατεύθυνση.
Οι λόγοι της φυγής των νέων επιστημόνων μας προς το εξωτερικό είναι κατά κύριο λόγο η υψηλή ανεργία, η μείωση των αποδοχών αλλά και η έλλειψη οράματος.
Σε μια αγορά που δείχνει να χρειάζεται κάποιο χρόνο για να εξελιχθεί σύμφωνα με τις ικανότητες των νέων Ελλήνων, προφανώς η αγωνία της ανεργίας αλλά και της απασχόλησης πάνω στο εξειδικευμένο αντικείμενο των επιστημόνων της χώρας αποτελεί ένα δυναμικό παράγοντα προκειμένου να φύγει από τον τόπο του και να αναζητήσει την τύχη του κάπου άλλου.
Το «brain drain», όπως ονομάζεται το φαινόμενο της «φυγής των μυαλών» μιας χώρας, είναι μια πραγματικότητα.
Και είναι δυσοίωνη καθώς η Ελλάδα τη στιγμή που έχει σημαντικό ζήτημα υπογεννητικότητας χάνει τη νεολαία της.
Είναι δυσοίωνη γιατί το μέλλον αυτού του τόπου πρέπει να βασιστεί στους νέους, οι οποίοι μάλιστα στις ηλικίες 20-24 ξεπερνούν τον Ευρωπαϊκό μέσο όρο δευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Το ποσοστό αυτό στην Ελλάδα ανέρχεται στο 88%, ενώ στις χώρες της Ευρωζώνης στο 80%.
Οι επιπτώσεις της εκροής ανθρώπινου κεφαλαίου μπορεί να δημιουργήσει ελλείψεις σε ειδικευμένο εργατικό δυναμικό, όπως νοσηλευτές, γιατρούς, δικηγόρους, μηχανικούς, αρχιτέκτονες κ.α.
Δημοσιονομικά η έλλειψη σε εργαζόμενους μέτριου και υψηλού εκπαιδευτικού επιπέδου, οι οποίοι έχουν υψηλότερες αμοιβές από άλλους εργαζομένους, μπορεί να στερήσει από το κράτος και την αγορά πολλά έσοδα, τα οποία δεν μπορούν να αναπληρωθούν με άλλο τρόπο.
Πολύ σημαντικό ζήτημα δημιουργείται επίσης και με το ασφαλιστικό.
Οι νέοι που μεταναστεύουν δεν συνεισφέρουν στο ασφαλιστικό σύστημα, το οποίο έχει ανάγκη από το εργατικό δυναμικό αυτό και τις εισφορές τους.
Επίσης μην ξεχνάμε το γεγονός ότι οι Έλληνες φορολογούμενοι στηρίζουν οικονομικά τη δημόσια παιδεία και πολλές οικογένειες δίνουν χρήματα για υψηλού επιπέδου σπουδές των παιδιών τους στο εξωτερικό.
Έτσι οι Έλληνες χρησιμοποιούν ένα πολύ μεγάλο κομμάτι του πλούτου τους για να χρηματοδοτήσουν σπουδές που εν συνεχεία αξιοποιούν άλλα κράτη, καθώς προσλαμβάνουν ένα έτοιμο εργατικό δυναμικό υψηλής μόρφωσης χωρίς να έχουν χρησιμοποιήσει για αυτό κάποιους πόρους ή υποδομές.
Χαρακτηριστικό είναι το δημοσίευμα του Guardian που γράφει αυτολεξεί: «Generation G: νέοι, ταλαντούχοι, Έλληνες – και μέρος του μεγαλύτερου brain drain σε ανεπτυγμένη δυτική οικονομία της εποχής μας».
Σε αυτή την πραγματικότητα λοιπόν, αντί να αναλωνόμαστε σε «ευχολόγια» και «κορώνες», που συνήθως συνοδεύουν την εικόνα της πολιτικής, απαιτείται ένα σχέδιο που να ωφελεί την παραγωγικότητα σε βαθμό τέτοιο που θα επιτρέψει την αξιοποίηση των νέων επιστημόνων μας και των ικανοτήτων τους.
Είναι επιβεβλημένο λοιπόν, η ελληνική οικονομία να βασιστεί στην υγιή επιχειρηματικότητα και τις εξαγωγές ιδεών και προϊόντων που θα επιτρέψουν την ανάπτυξη και την μείωση της ανεργίας.
Υπάρχουν πολλές πρωτοποριακές ιδέες στα Ελληνικά Πανεπιστήμια καθώς και ελληνικές νεοφυείς επιχειρήσεις που αναζητούν στήριξη ή χορηγίες.
Επιπροσθέτως είναι πολλοί νέοι οι οποίοι αναμένουν την αναγνώριση που αξίζουν και οφείλουμε να τους την προσφέρουμε.
Χρειαζόμαστε λοιπόν ένα δίκτυο υποστήριξης όσων επιχειρούν, όπως και το άνοιγμα των κέντρων λήψης αποφάσεων στα πανεπιστήμια και τις μελέτες των φοιτητών για τη βελτίωση της δημοκρατίας, των υποδομών, του «εκμοντερνισμού» του κράτους, την καταπολέμηση της διαφθοράς, την πράσινη αλλά και την αειφόρο ανάπτυξη.
Η κοινωνία μας δεν χρειάζεται περαιτέρω αντιμετώπιση ως ένα σύνολο ψυχρών αριθμών. Η ζωή άλλωστε δεν είναι ένας μαθηματικός τύπος.
Η Ελλάδα έχει ανάγκη από ένα όραμα, ένα όραμα που θα οδηγήσει την γενιά μας και τις νεότερες γενιές σε ένα πιο ανθρώπινο κόσμο.
Από σήμερα κιόλας πρέπει να εργαστούμε όλοι μαζί για την εκκίνηση αυτού του οράματος, για τη δημιουργία των προϋποθέσεων που θα μας ανοίξουν δρόμους για την ευημερία και την ελπίδα, για την πραγματική αλλαγή που τόσο έχουμε ανάγκη.