Όταν η κοινοβουλευτική αριστερά αποδέχτηκε την συνθήκη του Μάαστριχτ, και αργότερα αποδέχτηκε το ευρώ, απώλεσε την αυτογνωσία της.
Η αριστερά με τις ενέργειες αυτές, απεκόπει παντελώς από την παράδοση του μαρξιστικού πολιτικού ορθολογικού ανθρωπισμού.
Ο σύριζα, ‘η πρώτη φορά αριστερά’, εκτελεί πια με θαυμαστή επιμέλεια τις πολιτικές λιτότητας. Αυτό είναι κατάντημα.
Η ευρωπαϊκή και η δική μας αριστερά, με οποιοδήποτε προσωνύμιο, αποδέχτηκαν το γεγονός ότι στην ελεύθερη αγορά δεν μπορεί να υπάρξει γενική κρίση (ύφεση) και ότι η πλήρης απασχόληση είναι η φυσική κατάσταση της οικονομίας.
Σύμφωνα με αυτό τον φυσικό αυτοματισμό της οικονομίας, δεν υπάρχει ανάγκη κρατικής διακυβέρνησης και καθοδήγησης των οικονομικά δρώντων, επιχειρήσεων και εργαζομένων, ή ακόμα να υπηρετηθούν στόχοι κοινωνικού ενδιαφέροντος.
Όλοι αντιδρούν στα ‘σήματα των τιμών’ που στέλνει η αγορά, και μέσω αυτών επιδιώκουν την δική τους μεγίστη ωφέλεια, και κατ επέκταση του κοινωνικού συνόλου.
Ο D. Ricardo (Κεφ. XX1, Effects of Accumulation on Profits and Interest, of his Principles, σελ. 192-3) τονίζει “…ότι δεν μπορεί να υπάρξει αδρανές κεφάλαιο στη χώρα, επειδή η ζήτηση καθορίζεται από την προσφορά. Κάνεις δεν θα παρήγε, αν δεν είχε στόχο την κατανάλωση και την πώληση, και ποτέ δεν θα πωλούσε, αν δεν είχε πρόθεση να αγοράσει κάποιο άλλο προϊόν, που θα του ήταν άμεσα χρήσιμο ή που θα τον εξυπηρετούσε σε μελλοντική παραγωγή άλλων αγαθών. Κάποιος που παράγει, γίνεται αναγκαία καταναλωτής των δικών του αγαθών, ή αγοραστής και καταναλωτής των αγαθών κάποιου άλλου. Δεν θα πρέπει να υποθέσουμε ότι κάποιος, σε βάθος χρόνου, θα είναι ελλειπώς πληροφορημένος και θα παράγει προϊόντα που δεν έχουν ζήτηση…”.
Τα παραπάνω, καίτοι εκδόθηκαν το 1821, περιγράφουν με σαφήνεια και καθαρότητα την σύγχρονη νεοφιλελεύθερη σκέψη, με ελάχιστες τροποποιήσεις, και το οικοδόμημα της ευρωζώνης.
Ο D. Ricardo ουσιαστικά διευκρινίζει ότι η ανταλλαγή στον καπιταλισμό γίνεται για την απόκτηση αγαθών, δηλαδή γίνεται αντιπραγματισμός.
H άνευ χρήματος, επί της ουσίας, ανταλλαγή εμπορευμάτων, ταυτίζεται με τον καπιταλισμό. Η ανταλλαγή αγαθών, πώληση και αγορά, στο χώρο και στο χρόνο είναι ενέργεια μια και αδιάσπαστη. Είναι “εν”.
Κατά συνέπεια, αφού οι άνθρωποι ανταλλάσουν προϊόντα, το χρήμα είναι ουδέτερο ως προς την παραγωγή, απλά διευκολύνει την ανταλλαγή, και έτσι αυτό καθ’ εαυτό το χρήμα, δεν είναι αντικείμενο συσσώρευσης. Τα αγαθά συσσωρεύονται.
Το χρήμα ως εμπόρευμα – ποσότητα είναι δεδομένο και κυκλοφορεί σύμφωνα με την ανταλλαγή.
Η παρακράτηση του, σε μεγαλύτερη ποσότητα από αυτή που απαιτείται για ανταλλαγές, δεν προσφέρει καμία ωφελιμότητα, και κατά συνέπεια όταν δεν καταναλώνεται αυτόματα επενδύεται.
Η πραγματική μεταβλητή του συστήματος, που εξασφαλίζει την διαδικασία αυτή, δηλαδή την ταυτότητα, ή με πιο σύγχρονη οικονομική ορολογία, την ισότητα μεταξύ αποταμίευσης και επένδυσης, είναι το επιτόκιο.
Η αποταμίευση και επένδυση γενικά εξαρτώνται από το επιτόκιο, ευθέως η πρώτη και αντιστρόφως η δεύτερη, και έτσι η όποια απόκλιση μεταξύ αποταμίευσης και επένδυσης εξαφανίζεται από τις μεταβολές του επιτοκίου.
Αν υπάρξει υπερπροσφορά εργασίας, η μείωση των πραγματικών μισθών και των ημερομισθίων αρκεί για να ωθήσει τις επιχειρήσεις να αυξήσουν την ζήτηση για εργασία, και έτσι η ανεργία εξαφανίζεται.
Η μείωση των πραγματικών μισθών, στην αγορά εργασίας, επαναφέρει την οικονομία στην πλήρη απασχόληση.
Αυτή είναι η ουσιαστική περιγραφή του κόσμου της ευρωζώνης στον οποίο ζούμε.
Οι προσπάθειες που γίνονται για την εξισορρόπηση της οικονομίας, την ανάπτυξη και την μείωση της ανεργίας, χρησιμοποιούν το μέσο που το υπόδειγμα επιβάλει, δηλαδή την λιτότητα.
Μέσω της λιτότητας, της αρπαγής σπιτιών, της μείωσης των αμοιβών, των συντάξεων και της καταστροφής του κράτους, υποτίθεται ότι όλα τα θέματα θα επιλυθούν και η ανάπτυξη θα έλθει.
Θυμίζω ότι η λιτότητα εφαρμόζεται στη χώρα μας από το 2010, και τα πράγματα χειροτερεύουν αντί να καλυτερεύουν.
Ακόμα να υπενθυμίσω, από την οικονομική ιστορία ότι τέτοια προγράμματα λιτότητας ποτέ, μα ποτέ, δεν πέτυχαν.
Στο υπόδειγμα αυτό, ο πρώτος που άσκησε ολοκληρωμένη και συνεπή κριτική ήταν ο Καρλ Μαρξ.
Εκείνο που πρωταρχικά κατέδειξε ήταν ότι στον καπιταλισμό, η παραγωγή γίνεται μέσω του χρήματος, και ο σκοπός της είναι τα παραχθέντα προϊόντα να μετατραπούν και πάλι σε χρήμα, με την πραγματοποίηση κερδών που συσσωρεύονται. Η κατανάλωση δεν είναι ο στόχος του καπιταλιστή.
Μόνο οι εργαζόμενοι στον καπιταλισμό πωλούν ως εμπόρευμα την εργατική τους δύναμη με στόχο να καταναλώσουν, όχι ο καπιταλιστής.
Ο Μαρξ εστίασε στο ρόλο του χρήματος στην καπιταλιστική οικονομία και απέδειξε ότι δεν είναι απλά και μόνο μέσο ανταλλαγής προϊόντων, αλλά παίζει τον πλέον καθοριστικό ρόλο στην λειτουργία του οικονομικού συστήματος.
Η ύπαρξη του χρήματος διασπά το “εν” ως ενέργεια, της πώλησης και αγοράς προϊόντων, που δέχεται το κλασσικό υπόδειγμα. Με άλλα λόγια, η ανταλλαγή στον καπιταλισμό δεν είναι ως σύλληψη ίδια όπως στην ανταλλακτική οικονομία.
Αυτοί που κατέχουν το χρήμα, κάλλιστα μπορούν να αποφασίσουν τα κεφάλαια τους να μην τα μετατρέψουν σε εμπορεύματα και έτσι να διασπάσουν την “μονάδα”, το “εν” της ανταλλαγής.
Οι κεφαλαιούχοι, οι τράπεζες, μπορούν να αποφασίσουν να μην χρησιμοποιήσουν τα κεφάλαια τους αντί να τα επενδύσουν, επειδή προσδοκούν ή υποθέτουν ότι επενδύοντας δεν θα έχουν τα κέρδη που επιθυμούν.
Το χρήμα συνεπώς διασπώντας την πώληση και την αγορά προϊόντων σε δυο διαφορετικές ενέργειες, ανεξάρτητες η μια από την άλλη στο χρόνο και στο χώρο, είναι το κλειδί να κατανοηθεί η κρίση στον καπιταλισμό.
Η γέννηση του κέρδους στον καπιταλισμό απαιτεί δυο ενέργειες: (α) την παραγωγή υπεραξίας μέσω των χαμηλών ημερομισθίων των εργαζομένων (περιορισμό στην καταναλωτική δύναμη των εργαζομένων) και (β) την πώληση των εμπορευμάτων στην αγορά, η οποία όμως δεν μπορεί να απορροφήσει αυτά τα εμπορεύματα λόγω περιορισμένης καταναλωτικής δύναμης των εργαζομένων και της κοινωνίας.
Εδώ ο Μαρξ αποκαλύπτει την θεμελιώδη αντίφαση του καπιταλισμού που αποτελεί προϋπόθεση της κρίσης.
Δηλαδή, από την μια ο καπιταλιστής πιέζει για την όσο πιο πολύ μπορεί παραγωγή υπεράξιας, και από την άλλη δεν μπορεί να μετατρέψει, μέσω των πωλήσεων, την υπεραξία σε κέρδος, λόγω των χαμηλών μισθών.
Κατά συνέπεια μπορεί να υπάρξει υπερπροσφορά αγαθών αλλά όχι αντίστοιχη προσφορά χρήματος για να αγοραστεί η παραγωγή.
Η διαδικασία χρήμα – εμπόρευμα -χρήμα εμπεριέχει στη φύση της το σπάσιμο των αγορών και των πωλήσεων, και κατά συνέπεια οδηγεί στην κρίση, μείωση της παραγωγής, αύξηση της ανεργίας.
Ο Μαρξ έτσι κατέδειξε για πρώτη φορά ότι η κρίση είναι νομισματικό φαινόμενο, έλλειψη χρήματος, που μπορεί να οδηγήσει σε μόνιμη μαζική ανεργία.
Επίσης είναι ο Μαρξ ο πρώτος που εισήγαγε την αρχή της αποτελεσματικής ζήτησης που μετά έγινε η κεντρική θεωρία του Κέϋνς.
Όλα τα παραπάνω στηρίζονται στην αντίληψη ότι το χρήμα δεν είναι ουδέτερο ως προς την παραγωγή και την απασχόληση, και αυτό αποτελεί ικανή και αναγκαία συνθήκη το οικοδόμημα της ΕΕ να απορριφθεί ως καταστροφικό για τον σημερινό κόσμο, με την διαρκή λιτότητα που απαιτεί.
Στο έργο και του Μάρξ και του Κέϋνς, η απασχόληση καθορίζεται όχι από τήν δήθεν αγορά εργασίας αλλά από το ύψος της ενεργού ζητήσεως, που αυτή συμπίπτει με την παραγωγή εκείνη, όπου οι εισπράξεις των επιχειρήσεων είναι σε ευθύγραμμη σχέση με την συνολική δαπάνη των εργαζομένων, των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων. Επίσης έδειξαν ότι υπάρχει ένα όριο στην κερδοφόρα επέκταση του κεφαλαίου.
Το επίπεδο της ενεργού ζητήσεως δεν είναι αυτό που πάντα συμπίπτει με την πλήρη απασχόληση, όπου όλοι μπορούν να απασχοληθούν, πόροι και ικανοί προς εργασία.
Η ενεργός ζήτηση της πλήρους απασχόλησης πόρων και ανθρώπων, έρχεται μέσω της παρέμβασης των δαπανών του κράτους που έχει πλήρη κυριαρχία και πρωταρχικά εκδίδει το νόμισμα του.
Από αυτή την μεγάλη παράδοση της ορθολογικής ανθρωπιστικής οικονομίας, η κοινοβουλευτική αριστερά απεκόπει εντελώς (όπως άλλωστε και η λαϊκή δεξιά που εκπροσωπούσε στη χώρα μας ο “καραμανλισμός” και το πατριωτικό πασοκ).
Ο ναός του Απόλλωνα στους Δελφούς είχε μια σοφή παραίνεση πάνω από την είσοδο του: ‘γνώθι σαυτόν’. Η παραινετική επιταγή του θεού δεν έχει χάσει ούτε κατ’ ελάχιστο το κύρος της για τους ανθρώπους, για τους πολικούς σχηματισμούς και τα κράτη.
Η αυτογνωσία είναι η πρώτη αναγκαιότητα για να κατανοηθούν τα ζητήματα που μας απασχολούν.
Ποιά νομίζει ότι είναι αριστερά; Από που νομίζει ότι προέρχεται; Που νομίζει ότι πηγαίνει;
Αν δεν μπορεί να απαντήσει στα παραπάνω, που δεν μπορεί πια, οδηγεί το Έθνος σε Τραγωδία και τον εαυτό της σε καταστροφή.
Οι αριστεροί του ευρώ καλόν είναι να μην κοροϊδεύουν εαυτούς και αλλήλους.