Αναμφισβήτητα ένα μήνα μετά τις εκλογές το κοινωνικό και πολιτικό σκηνικό απέκτησε ενδιαφέρον.
Ένα μήνα μετά τις εκλογές γίνεται εμφανές πως η νέα κυβέρνηση επιχειρεί στην Ελλάδα και την Ευρώπη να επανατοποθετήσει τα περιεχόμενα τόσο της διαπραγμάτευσης με τους δανειστές, όσο και τις πολιτικές με τις οποίες θα δώσει ένα διαφορετικό περιεχόμενο αντιμετώπισης της κρίσης.
Προφανώς το γεγονός αυτό από μόνο του προκαλεί τεράστιο ενδιαφέρον, αν αναλογιστεί κανείς πως η απελθούσα διακυβέρνηση είχε περίπου αποδεχθεί ότι λειτουργούσε ως εντολοδόχος των υποχρεώσεων του δανεισμού.
Από την άλλη πλευρά είναι αλήθεια είναι πως ο “συμβιβασμός του τετραμήνου” προσγείωσε όσους θεωρούσαν πως η Ευρώπη της νεοφιλελεύθερης επέλασης θα εκχωρούσε τον συσχετισμό δύναμης της στις αλλαγές με κοινωνικό και παραγωγικό πρόσημο που επιδιώκει, όχι μόνο η ελληνική πρόταση, αλλά και ο προοδευτικός ευρωπαϊκός χώρος.
Ο “έντιμος συμβιβασμός” εκ των πραγμάτων είναι άνισος για τον θιγόμενο πλην όμως είναι βήμα σημαντικού ενδιαφέροντος σε μια Ευρώπη που περίπου είχε συνομολογήσει την αντιδημοκρατική θεωρία του μονόδρομου.
Η πολιτική όμως απέκτησε ξανά ενδιαφέρον. Και η κοινωνία δείχνει πλέον να ενδιαφέρεται για τη χρησιμότητα της. Και αυτό γεννά ελπίδα και στην ευρωπαϊκή κοινωνία και τις διεργασίες της. Άλλωστε σε χώρες όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, καταγράφεται και ως πρόθεση για εκλογικό αίτημα αλλαγής.
Άνοιξε λοιπόν η συζήτηση και μαζί με αυτό και η κριτική στη χώρα μας για τα πεπραγμένα του ενός μήνα διακυβέρνησης και τις εξελίξεις που θα σηματοδοτήσουν οι επιλογές της.
Γι αυτό και γίνεται περισσότερο παρά ποτέ αναγκαίο να λειτουργήσει από τον αντιπολιτευτικό χώρο η κριτική, ο έλεγχος και ενδεχόμενα η στήριξη που είναι τα εργαλεία της δημοκρατίας προκειμένου η καθαρή εντολή για επαναδιαπραγμάτευση να επιτυγχάνει τα καλλίτερα αποτελέσματα για τους πολλούς και τη χώρα.
Αν αυτή ήταν η οπτική με την οποία λειτουργούν οι πολιτικές δυνάμεις που ηττήθηκαν στις πρόσφατες εκλογές, τότε δεν θα χρειαζόταν αυτό το σημείωμα.
Γιατί είναι στις υποχρεώσεις τους, που απορρέουν από τη λαϊκή εντολή, να ελέγχουν με κριτική και εμπροσθοβαρείς προτάσεις την κυβέρνηση.
Όμως οι δυνάμεις της απερχόμενης διακυβέρνησης, ένα μήνα μετά τις εκλογές, δείχνουν να μην επιλέγουν το αυτονόητο που περιέγραψα αλλά «βιάζονται» με τον δημόσιο λόγο και τις πράξεις τους να «δικαιώσουν» μια πολιτική που σε όλες τις εκλογικές καταγραφές έχει καταψηφιστεί ως ατελέσφορη και επιβλαβής και για τη χώρα και για τους πολίτες.
Μια πολιτική που πολλαπλασίασε το χρέος, την κρίση, τον διχασμό. Μείωσε περαιτέρω την αποδυναμωμένη παραγωγική βάση και τη δημοκρατική νομιμοποίηση.
Όμως αν κριτική αυτού του τύπου αν δεν είναι οπισθοβαρής -που είναι-, τότε είναι βαθύτατα αντιδημοκρατική!
Γιατί δεν ανταποκρίνεται στην νωπή λαϊκή εντολή για έλεγχο προκειμένου η διαπραγμάτευση να επαναδιατυπώσει πολιτικές και περιεχόμενα με κοινωνικό, δημοκρατικό και αναπτυξιακό πρόσημο αλλά επενδύει στη θεωρία της «παρένθεσης» και της δικαίωσης του νεοφιλελευθέρου μονόδρομου.
Δηλαδή στην ουσία περιφρονεί την λαϊκή εντολή, που επίμονα δείχνει ότι πρέπει να ανοίξει άλλος δρόμος διαχείρισης της κρίσης και της εξόδου.
Αλλά πώς μπορεί να γίνει αυτή η κριτική και ο έλεγχος από τις δυνάμεις που αποδεχτήκαν χωρίς αστερίσκους μια πολιτική που πολλαπλασίασε το πρόβλημα;
Προφανώς, λοιπόν, είναι δημοκρατική ανάγκη να γίνει άμεσα ο αναγκαίος διαχωρισμός, ανάμεσα στην εμπροσθοβαρή κριτική και έλεγχο που πρέπει να αρθρώνουν οι δυνάμεις της «αντιπολίτευσης» προκειμένου να αποτρέπουν την κυβέρνηση από συμβιβασμούς -επαναφοράς- και στην κριτική οπισθοφυλακής που δεν λαμβάνει υπό όψιν τη λαϊκή εντολή, αλλά χρησιμοποιεί τους νεκρούς και χωρίς όργανα και κοινωνική διασύνδεση πολιτικούς οργανισμούς για να επιβεβαιώσει τη δικαίωση των πολιτικών που όχι μόνο ηττήθηκαν αλλά δημοκρατικά απορρίφθηκαν!
Ο «συμβιβασμός» λοιπόν της κυβέρνησης παρά την αξιοπρεπή προσπάθεια για κάθε καλόπιστο κριτή, ελέγχεται για τις ασάφειες και τους κινδύνους που περιέχει, επιδοκιμάζεται όμως για το ότι οι «θεσμοί» συζήτησαν στον υψηλότερο βαθμό, αποδέχτηκαν ισότιμα να συμπεριέλαβαν στην ατζέντα «απαγορευμένα» από το νεοφιλελευθερισμό θέματα κοινωνικά, αναπτυξιακά, δημοκρατικά.
Επιδοκιμάζεται γιατί στην Ευρώπη πραγματώθηκε ο «μονόλογος»!
Το θέμα λοιπόν είναι ότι σε αυτή την αντίθεση, ανάμεσα στην προοδευτική και συντηρητική επιδίωξη, από ποια όχθη και με ποια κοινωνική διασύνδεση λαμβάνουν θέση οι ζωντανοί πολιτικοί σχηματισμοί και φορείς, για να ελέγξουν και να αντιπαρατεθούν.