Στην Ελλάδα, κάθε φορά που ακούμε κάποιον να μιλάει πολιτικά, προσπαθούμε να τον εντάξουμε σε ένα κόμμα, προκειμένου να του απαντήσουμε.
Αυτό συμβαίνει όταν διαφωνούμε, γιατί στην περίπτωση συμφωνίας, η ευχαρίστηση υπερισχύει της πολιτικής ουσίας.
Η πολιτική κουβέντα αρέσει στον Έλληνα.
Είχε πάντα την ικανότητα να βυθίζεται στην περιπτωσιολογία, σε αναπολήσεις του παρελθόντος, αλλά και σε προσωπικά περιστατικά, τα οποία συνηθίζει να τοποθετεί το επίκεντρο των επιχειρημάτων του, ως στιγμές αυθεντικής γνώσης.
Αυτή η προσέγγιση “καφενείου”, που περισσότερο αποσκοπεί στην αυτοϊκανοποίηση και λιγότερο την επίλυση προβλημάτων αποδείχθηκε πολύ βολική για τα κόμματα, ως βάση οικοδόμησης της επιρροής τους.
Ως ήταν φυσικό, τις τελευταίες δεκαετίες, η ουσία απουσίασε από την πολιτική συζήτηση. Η αντιπαλότητα μεταξύ των δύο μεγάλων κομμάτων παρέμεινε σε γήινο επίπεδο με έντονα τα συστατικά εκδίκησης.
Οι δράσεις υπήρξαν αυστηρά κομματικές, όπως και οι διορισμοί των στελεχών στον δημόσιο τομέα.
Σήμερα, τα πράγματα είναι διαφορετικά. Η κομματική θεώρηση των πραγμάτων στη χώρα εδώ και καιρό έχει χάσει το νόημά της.
Οι πολίτες έχουν απορρίψει τις ακρότητες στην πολιτική. Ομοίως απεχθάνονται την ανικανότητα. Αυτός, ίσως, είναι και ο κύριος λόγος που ο δικομματισμός έχει καταρρεύσει, η ΝΔ έχει ψυχολογικά προβλήματα, το ΠΑΣΟΚ εξαφανίζεται και πολλές ομάδες πολιτών περιπλανώνται στις παρυφές της Αριστεράς, προσπαθώντας να αντιληφθούν το φαινόμενο Τσίπρα, ενώ πολλοί κρύβονται από τους δημοσκόπους, περιμένοντας κάτι διαφορετικό.
Αναμφισβήτητα, ο νέος χώρος που μπορεί να τροφοδοτήσει αυτό που οι δημοσκόποι αποκαλούν “κυβερνησιμότητα” είναι το κέντρο.
Στη νέα εποχή, η πολιτική αλλάζει περιεχόμενο. Μαζί και τα διάφορα ιδεολογικά πεδία, με τα δυσδιάκριτα όρια. Ο προσδιορισμός του κάθε πολιτικού χώρου πλέον, εμπεριέχει πολλές παραμέτρους.
Για παράδειγμα, κατά τη γνώμη μου, “κέντρο” πρώτα απ’ όλα σημαίνει “στάση ζωής”, τόσο για τους πολίτες, όσο και για τους πολιτικούς.
Σημαίνει νέα θεώρηση των πραγμάτων κάτω από σύγχρονο πρίσμα.
Χαρακτηριστικά του είναι το μέτρο, η μετριοπάθεια, η αποτελεσματικότητα, η ατομική τιμιότητα και ο σεβασμός στο κοινωνικό σύνολο, ο διαρκής σχεδιασμός και η πραγματική ανάληψη της υποχρέωσης της ανανέωσης.
Ακόμη, κέντρο είναι, ως είναι φυσικό, η απομάκρυνση από τα άκρα, όχι μόνο τα πολιτικά αλλά και της συμπεριφοράς. Για παράδειγμα, όταν τεντώνουμε το “ηθικό”, τότε μπορεί να παραμένει νόμιμο, αλλά σχεδόν σίγουρα θα είναι ηθικά απαράδεκτο.
Συγχρόνως, αξίζει να θέσουμε σε πραγματικές βάσεις τη κουβέντα που έχει ανοίξει για τις παραμέτρους του επαγγελματισμού στην πολιτική, δηλαδή της στόχευσης της εισόδου, παραμονής και ανέλιξης στο επάγγελμα (που δρα ως κύριος παράγοντας στρέβλωσης της λήψης αποφάσεων).
Όταν συμβεί αυτό, θα έχουμε φτάσει αβίαστα στο απίθανο – έως πρότινος – συμπέρασμα ότι “η πολιτική δεν κάνει για τους πολιτικούς”.