Η φράση “πολιτικά τζάκια” εκστομίζεται συχνά στην ελλαδική πραγματικότητα. Αναφέρεται στις εν δυνάμει όλες εκείνες τις οικογένειες που καθόρισαν τις συντεταγμένες της πολιτικής ζωής. Υπάρχουν κάποιοι απόγονοι παλαιοτέρων “πολιτικών τζακιών” με ηχηρά ονόματα, όπως Ζαΐμης, Δεληγιάννης, Δαβάκης, Δραγούμης. Υπάρχουν όμως στην… πολιτική πιάτσα και απανθρακώματα – απόγονοι “πολιτικών τζακιών”, αλλά και ισχυρών οικογενειών της πολιτικής, των τελευταίων 50 χρόνων. Τα ονόματα πασίγνωστα, κυριαρχούν στο πολιτικό προσκήνιο, χωρίς να σημαίνει ότι διαθέτουν και έρμα σοβαρότητας και ευθύνης, γιατί για ικανότητες λόγος δεν γίνεται.
Το “τζάκι” με την έννοια της πολιτικής εξουσίας υπήρχε πάντα. Η λέξη “τζάκι” περιγράφει άλλωστε δύο αιώνες ιστορικής ζωής. Παλαιότερα τη λέξη αυτή υποκαθιστούσε η λέξη “δυνατοί” ή “περιφανείς” ή “έγκριτοι”. Το “τζάκι” είναι ένα εγγενές με την πολιτική ζωή φαινόμενο και εμφανίζεται σ’ όλες τις κομματικές παρατάξεις, από την αριστερά μέχρι τη συντηρητική δεξιά. Στην εποχή μας, μια σύγχρονη μορφή “τζακιού” είναι τα κόμματα. Όλα ανεξαιρέτως. Η μορφή λοιπόν αλλάζει. Η ουσία παραμένει αναλλοίωτη. Τα “τζάκια” υπάρχουν. Μόνο η μορφή τους αλλάζει μέσα στο καιρό.
Πρέπει πάντως να διευκρινιστεί ότι όταν ο λαός έβγαλε τη λέξη “τζάκι” εννοούσε τους δρώντες κοτζαμπάσηδες και καραβοκύρηδες και όχι τα παιδιά τους. Αυτούς δηλαδή που ασκούσαν πραγματική εξουσία μέσα στην ενεστώσα πολιτική κονίστρα. Άρα μόνον κατά παρέκταση και κατά κατάχρηση του όρου, βάζουμε την έννοια της κληρονομικότητας στο “τζάκι”. Έχουν συνδέσει κατά καιρούς το φαινόμενο του πολιτικού τζακιού με την έννοια της ισχυρής αστικής τάξης, που στην Ελλάδα δεν υπήρξε ποτέ. Δεν είναι, όμως, ακριβώς ορθή αυτή η επιχειρούμενη σύνδεση. Το “τζάκι” δεν έχει καμία σχέση με τα επιφαινόμενα της πολιτικής, την αστική δηλαδή ή τη σοσιαλιστική μορφή της πολιτικής ζωής.
Οι μορφές αυτές είναι φθαρτές, έρχονται και παρέρχονται. Επομένως τα “τζάκια” δεν έχουν να κάνουν με την ύπαρξη ή την ανυπαρξία της αστικής τάξης. Αντίθετα, η ύπαρξη προκαπιταλιστικών μορφών, ενισχύει την τάση που έχει το τζάκι να είναι “ιερό”, γιατί η πιο βέβηλη και αδικοκρατούμενη και ενίοτε χυδαία κοινωνία, αποδείχθηκε η αστική. Τα καλύτερα “τζάκια” είναι στις προκαπιταλιστικές μορφές ζωής, γιατί εκεί οι κοινωνίες είναι πιο ιερές. Σ’ αυτές τις κοινωνίες τα “τζάκια”, οι πλούσιοι, οι ισχυροί, πληρώνουν και τον μεγαλύτερο φόρο ευθύνης και αίματος. Οι βασιλείς της Σπάρτης ήταν εκείνοι που σε μια μάχη πέθαιναν συνήθως πρώτοι, δίνοντας το ηρωικό παράδειγμα. Το ίδιο και οι Αθηναίοι πεντακοσιομέδιμνοι. Το ίδιο και οι ιππότες του Μεσαίωνα, που έδιναν όρκο ότι δεν θα κατεβούν ποτέ από το άλογο προκειμένου να υπερασπίζονται τις χήρες και τα ορφανά.
Στις πρώτες ακόμη κεφαλαιοκρατικές κοινωνίες, τζάκι ήταν κι αυτός που δεχόταν να πεθάνει πριν από το λαό του, εν ονόματι του ή στη θέση του λαού. Στην Ελλάδα τώρα, όπου με μερικές μόνο “διακοπές” υπήρξε πάντα μια κοινοβουλευτική ή βασιλευομένη δημοκρατία, δεν μπορεί να γίνει λόγος για κυριαρχία του λαού. Η χώρα κυβερνιόταν στην πραγματικότητα από μια “παράλληλη δύναμη”, την οποία αποτελούσαν κυρίως ανώτατοι στρατιωτικοί, ο θρόνος, ισχυρές οικονομικές δυνάμεις, τα…τζάκια, ο συμμαχικός παράγοντας. Οι περισσότερες όμως αιτίες για τα ελαττώματα του πολιτικού συστήματος που έθρεψε με την ύπαρξη των “τζακιών”, μπορούν να αναζητηθούν στα πολιτικά κόμματα.
Ο βαθμός της αδυναμίας και της αστάθειας της ελληνικής κοινωνίας, που μπορεί να χαρακτηριστεί και ως μη “ισορροπημένη” δεν επέτρεψε τη δημιουργία ταξικών κομμάτων, όπως αυτά συναντώνται στις ευρωπαϊκές χώρες. Το κλίμα αυτό ευνοούσε φυσικά την κυριαρχία των “τζακιών”, ενώ τα κόμματα λειτουργούσαν σαν μέσα προσωπικών υπηρεσιών, παρά τη λειτουργία της πολιτείας και της κοινωνίας. Η έλλειψη δηλαδή πραγματικών κομμάτων στην Ελλάδα θεωρείται ο κυριότερος παράγοντας που οικοδόμησε το πολιτικό σύστημα πάνω στο σύστημα της πελατείας.
Στη πραγματικότητα, δεν υπήρχε κανένας βαθμός της πολιτείας έξω από το σύστημα της πελατείας, γι’ αυτό και καμία δυνατότητα επέμβασης, ενώ τα κόμματα δεν μπορούσαν να ξεπεράσουν το σύστημα, γιατί ακριβώς αποτελούσαν όργανά του. Όλη αυτή την κατάσταση υπέθαλπε η γραφειοκρατία. Γιατί, αν αυτό το σύστημα λειτουργούσε σωστά, θα εξυπηρετείτο και ο πολίτης, ενώ το ρουσφέτι θα έχανε αυτόματα τη λειτουργικότητά του. Και θα διακοπτόταν ο φαύλος κύκλος του συστήματος. Έτσι εξηγούνται πολλά για τη “φυσιογνωμία” της ελληνικής κοινωνίας και του πολιτικού συστήματος στην Ελλάδα.
Το θέμα των “πολιτικών τζακιών” αποτελεί αντικείμενο μελέτης ενταγμένο στα κύρια προβλήματα της ελληνικής ιστοριογραφίας. Ένα χαρακτηριστικό, πάντως, των ελλαδικών “τζακιών” της πολιτικής είναι ότι δεν υφίστανται με την έννοια της ιεραρχίας της εξουσίας, γνώσης και επιρροής, για πάνω από δέκα ή είκοσι γενεές. Τέτοιες ιεραρχίες προϋποθέτουν αίσθηση του Κράτους, που πάει χρόνια πίσω, μόνιμους θεσμούς και μια σταθεροποιημένη κοινωνία.
Αυτό που ως πολίτες “απολαμβάνουμε” σήμερα από τα “πολιτικά τζάκια” είναι τα απανθρακώματά τους, που συνήθως αποτελούν την προσωποποίηση της ανευθυνότητας, της αβελτερίας, της απάτης, της ανικανότητας και της γελοιότητας ενίοτε, αλλά και της συμφοράς του τόπου τούτου!..