Στο πλαίσιο της ομιλίας που εκφώνησε στο «Παλάτι των Ταξιαρχιών» με αφορμή την αλβανική εθνική επέτειο (28-29 Νοεμβρίου) των 111 χρόνων από την Ανακήρυξη της Ανεξαρτησίας, ο πρόεδρος της Αλβανικής Δημοκρατίας, Μπαϊράμ Μπεγκάι, ανέφερε σε απόσπασμα της ομιλίας του:
«Σήμερα είναι η μέρα που θυμόμαστε με ταπεινότητα και ευγνωμοσύνη την υπέρτατη θυσία, γραμμένη με το αίμα των Αλβανών πατριωτών, εκατοντάδων και χιλιάδων Αλβανών από τον Αυλώνα και την Πρίστινα, από το Ulqin και το Τέτοβο, από τη Σκόδρα και την Τσαμουριά, οι οποίοι άναψαν τη φλόγα, έδιωξαν το σκοτάδι της αιχμαλωσίας και κήρυξαν την ανεξαρτησία».
Οι αλβανικές δηλώσεις περί «Τσαμουριάς» συνιστούν επιθετική-εχθρική ενέργεια κατά της Ελλάδας.
Η Τσαμουριά (αλβανικά: Çamëria) είναι ονομασία η οποία σήμερα χρησιμοποιείται κυρίως από τους Αλβανούς για να περιγράψει παράλια τμήματα της Ηπείρου (εν μέρει και της Βορείου Ηπείρου) στην βορειοδυτική Ελλάδα και σχετίζεται με τους Τσάμηδες.
Πέρα από γεωγραφική χρήση, η ονομασία χρησιμοποιείται και με αλυτρωτικές επεκτάσεις.
Η περιοχή που αποκαλείται Τσαμουρία, εκτείνεται στους νομούς Θεσπρωτίας και Πρεβέζης, ενώ μικρό τμήμα βρίσκεται στο νότιο άκρο της σημερινής Αλβανίας, στην ιστορική περιοχή της Βορείου Ηπείρου.
Πιθανολογείται ότι το όνομα «Τσάμης» και ως εκ τούτου και η «Τσαμουριά», προέρχονται από παραφθορά του ονόματος του ποταμού Θύαμις της Ηπείρου (Θύαμις>Τσιάμης).
Όταν η περιοχή πέρασε στην κυριαρχία της Ελλάδας το 1913, στον πληθυσμό της συμπεριλαμβάνονταν κάτοικοι που μιλούσαν την ελληνική, την αλβανική και την βλάχικη γλώσσα.
Οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες καταμετρήθηκαν ως θρησκευτική μειονότητα και με την ανταλλαγή πληθυσμών του 1923 ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, κάποιοι εκτοπίστηκαν στην Τουρκία και η περιουσία τους πέρασε στην Ελλάδα.
Οι ορθόδοξοι αλβανόφωνοι καταμετρήθηκαν ως Έλληνες, όπως άλλωστε δήλωναν και οι περισσότεροι.
Στην περιοχή εγκαταστάθηκαν Μικρασιάτες πρόσφυγες, οι οποίοι στη συνέχεια εγκαταστάθηκαν σε άλλες περιοχές της Ελλάδας, όταν το κράτος αποφάσισε να μη στείλει τους μουσουλμάνους Τσάμηδες στην Τουρκία.
Τη δεκαετία του 1930, ο πληθυσμός της περιοχής ήταν περίπου 70.000, από τους οποίους οι μουσουλμάνοι Αλβανόφωνοι ήταν 18.000 – 20.000.
Το σύνολο του πληθυσμού, ανεξαρτήτως θρησκείας, κλήθηκε «Τσάμηδες».
Σύμφωνα με την απογραφή του 1928 ο συνολικός μουσουλμανικός πληθυσμός στην Ελλάδα ήταν 126.017 άτομα.
Κατά τη διάρκεια του μεσοπολέμου το τοπωνύμιο Τσαμουριά ήταν σε κοινή χρήση εντός της περιοχής και χρησιμοποιούταν ως επίσημη ονομασία στα περισσότερα ελληνικά έγγραφα.
Το 1936, η ελληνική πολιτεία δημιούργησε τον Νομό Θεσπρωτίας από τμήματα των Νομών Ιωαννίνων και Πρέβεζας, ώστε μεταξύ άλλων να ελέγχει καλύτερα τη μουσουλμανική μειονότητα των Τσάμηδων.
Οι Τσάμηδες Αλβανοί έλαβαν καθεστώς θρησκευτικής, αλλά όχι εθνικής, μειονότητας και υπάρχουν λίγα στοιχεία άμεσων κρατικών διώξεων εκείνη την περίοδο.
Κατά τη διάρκεια της Κατοχής στην Ελλάδα (1941-1944), πολύ μεγάλη μερίδα της μειονότητας συνεργάστηκε πρώτα με τις ιταλικές και αργότερα με τις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις, διαπράττοντας σειρά εγκλημάτων πολέμου.
Στο τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου σχεδόν όλοι οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες στην Ελλάδα απελάθηκαν στην Αλβανία, λόγω αυτής της εγκληματικής δραστηριότητας.
Ωστόσο, ένα μικρό μέρος των μουσουλμάνων Τσάμηδων παρείχε κυρίως προς το τέλος της Κατοχής στρατιωτική υποστήριξη προς τις αντιστασιακές δυνάμεις του ΕΛΑΣ.
Στις αρχές του 1945, ομάδες πρώην ανταρτών του ΕΔΕΣ και ντόπιων, με επικεφαλής τον πρώην αξιωματικό του Ν. Ζέρβα, συνταγματάρχη Ε. Ζώτο, επιτέθηκαν ως αντίποινα στα χωριά των Τσάμηδων και προχώρησαν σε βιαιοπραγίες.
Στους Φιλιάτες στις 13 Μαρτίου, 60 με 70 Τσάμηδες συνεργάτες των κατοχικών ναζιστικών και φασιστικών δυνάμεων, σκοτώθηκαν.
Όσοι κάτοικοι εκείνης της περιοχής απελάθηκαν, στα έγγραφα τους και σε οποιοδήποτε άλλο επίσημο έγγραφο καταγράφεται ότι ήταν κάτοικοι της περιοχής και τους απαγορεύεται η είσοδος στην Ελλάδα μέχρι και σήμερα, ως αποτέλεσμα των αποτρόπαιων πράξεων τους και της συνεργασίας τους με τις κατοχικές δυνάμεις του Άξονα.
Τσάμηδες οι συνεργάτες των ναζί
Οι Τσάμηδες ή Τσιάμηδες αποτελούν υποομάδα των Αλβανών οι οποίοι κατοικούσαν στην περιοχή της Ηπείρου, σε μία περιοχή που είναι γνωστή ως Τσαμουριά.
Είχαν τη δικιά τους ιδιαίτερη πολιτιστική ταυτότητα, μείγμα αλβανικών και ελληνικών επιρροών, καθώς και δικών τους στοιχείων.
Μιλούσαν τη δικιά τους διάλεκτο, τα τοσκικά.
Οι περισσότεροι από αυτούς ήταν μουσουλμάνοι και μερικοί ορθόδοξοι χριστιανοί.
Κατά τη διάρκεια της ανταλλαγής των πληθυσμών το 1923, οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες εξαιρέθηκαν.
Στο Β΄ παγκόσμιο πόλεμο συνεργάστηκαν με τις δυνάμεις του Άξονα, κάτι που προκάλεσε τη βίαιη εκδίωξη τους από τις δυνάμεις του ΕΔΕΣ υπό την υποστήριξη των Βρετανών και Αμερικάνων στρατιωτικών συνδέσμων, στην Αλβανία.
Μεταπολεμικά συνάντησαν ιδιαίτερη καχυποψία από το κομμουνιστικό καθεστώς.
Ενώ μετά τη πτώση του καθεστώτος, υπάρχουν από οργανώσεις Τσάμηδων προσπάθειες ανακίνησης θεμάτων -μεταξύ άλλων- επιστροφής περιουσιών.
Μετά την ιταλική κατοχή της Αλβανίας το 1939, οι μουσουλμάνοι Τσάμηδες χρησιμοποιήθηκαν ως όργανο προπαγάνδας από τους Ιταλούς για να δικαιολογήσουν την εισβολή στην Ελλάδα, ενώ με την έναρξη της ιταλικής επίθεσης, το ελληνικό κράτος εξόρισε ηγετικές μορφές Τσάμηδων, κάτι που φανέρωσε την αρνητική οπτική του στη μειονότητα.
Αρκετοί Τσάμηδες πρόσφυγες με επικεφαλής του Αζίζ Τσάμι και Μουχαρέμ Ντέμι κατατάχθηκαν εθελοντικά στον ιταλικό στρατό, ενώ οι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας υποδέχτηκαν τα ιταλικά στρατεύματα και τις αλβανικές δυνάμεις που τα συνόδευαν ως απελευθερωτές.
Εκείνο το διάστημα τμήματα Τσάμηδων πυρπόλησαν και λεηλάτησαν οικισμούς όπως την Παραμυθιά, τους Φιλιάτες, τη Σαγιάδα, ενώ προέβησαν και σε δολοφονίες ντόπιων λόγω προηγούμενων αντιδικιών.
Ως αποτέλεσμα ένα μέρος του ελληνικού πληθυσμού αναγκάστηκε να καταφύγει προς τα εδάφη που βρίσκονταν εκτός ιταλικού ελέγχου.
Όμως όταν έγινε ανακατάληψη των εδαφών από τον Ελληνικό στρατό, σχεδόν όλος ο αντρικός πληθυσμός εξορίστηκε ενώ υπήρξε ανοχή στις τυφλές πράξεις βίας του Ελληνικού πληθυσμού που υπήρξε προηγουμένως θύμα της δράσης των Τσάμηδων.
Κατά τη διάρκεια της κατοχής (1941-1944), η πλειοψηφία συντάχθηκε με τις δυνάμεις του άξονα με αλυτρωτικούς σκοπούς, για τη δημιουργία της «Μεγάλης Αλβανίας».
Ως απόρροια των ακροτήτων που διαπράχθηκαν από Τσάμηδες εκείνο το διάστημα (1941-1944) σε συνεργασία με τις κατοχικές Αρχές, ο τοπικός χριστιανικός πληθυσμός είτε μεταναστεύει, είτε αντιστέκεται με τη δημιουργία μικρών αντιστασιακών ομάδων, ή εντάσσεται στο ΕΑΜ και στον ΕΔΕΣ.
To 1942 πραγματοποιούνται ορισμένες δολοφονίες από Τσάμηδες μεταξύ αυτών εκτελείται ο διορισμένος από την Κατοχική κυβέρνηση Νομάρχης Θεσπρωτίας στην Ηγουμενίτσα, ενώ δημιουργούνται τα «Εθνικά Αλβανικά Συμβούλια Τοπικής Αυτοδιοίκησης» όπου ανέλαβαν τις κρατικές αρμοδιότητες.
Το 1943, οι Τσάμηδες συνεργάζονται σε επιχειρήσεις με τον Ιταλικό στρατό Κατοχής, συγκροτώντας πολιτοφυλακή με Ιταλικές στολές με περιβραχιόνιο με την επισήμανση «Τσάμης» στα πρότυπα της Βλάχικης Λεγεώνας.
Το 1943 η περιοχή των Τσάμηδων περνάει σε Γερμανική Κατοχή και περίπου 300 πολίτες δολοφονούνται από την πολιτοφυλακή των Τσάμηδων.
Το διάστημα 29 Ιουλίου-31 Αυγούστου 1943, κοινά Γερμανικά-Τσάμικα τμήματα εξαπέλυσαν εκκαθαριστικές επιχειρήσεις στα βουνά της περιοχής, σε επιχείρηση γνωστή με την επωνυμία «Αύγουστος».
Κατά τη διάρκειά της 600 Έλληνες και 50 Αλβανοί πολίτες έχασαν τη ζωή τους και 70 χωριά καταστράφηκαν.
Στις 27 Σεπτεμβρίου ομάδες αποτελούμενες από κοινού από Ναζί και Τσάμηδες εξαπέλυσαν επίθεσης πυρπόλησης και καταστροφής χωριών στη βόρεια της Παραμυθιάς: Ελευθεροχώρι, Σέλιανη, Άγιος Νικόλαος, Σεμελίκα, σκοτώνοντας 50 Έλληνες χωρικούς.
Στη συγκεκριμένη επιχείρηση η Τσάμικη ομάδα, 150 ατόμων, πήρε τα εύσημα από τον Γερμανό διοικητή για την «αποτελεσματικότητα» της.
Στις 27 Σεπτεμβρίου 1943 πραγματοποιείται, με μεθοδεύσεις των Τσάμηδων ηγετών, Μαζάρ και Νούρι Ντίνο, η εκτέλεση 49 προκρίτων της Παραμυθιάς.
Στα εκτελεστικά αποσπάσματα συμμετείχαν και Τσάμηδες ένοπλοι.
Η ένοπλη δοσιλογική δράση ομάδων Τσάμηδων επεκτάθηκε και στην Αλβανία, όπου το Τάγμα «Νούρι Ντίνο», δύναμης 1,000 ατόμων, εντάχθηκε στη Βέρμαχτ και συμμετείχε στην επιχείρηση «Χόριντο», με αποτέλεσμα το θάνατο 500 Αλβανών υπηκόων στην περιοχή της Κονισπόλης.
Η ποιότητα της από κοινού βίας με τις δυνάμεις της Βέρμαχτ χαρακτηρίζεται και ως εθνοκάθαρση.
Προς το τέλος του πολέμου ένας πολύ περιορισμένος αριθμός πρώην δοσίλογων Τσάμηδων εντάσσεται στον ΕΛΑΣ και αποτέλεσε το 4/15 τάγμα του ΕΛΑΣ, που αποτελούταν από «Τουρκοαλβανούς».
Το τάγμα όμως, αποτελούταν κυρίως από Χριστιανούς και Μουσουλμάνους Τσάμηδες της Αλβανίας, ενώ πήρε μέρος μόνο σε αψιμαχίες, και δεν έχει καταγραφεί δράση τους κατά των Γερμανών, παρά μόνο κατά του ΕΔΕΣ.
Τους επόμενους μήνες Γερμανοί και Τσάμηδες από κοινού προσπάθησαν να επανακαταλάβουν την Παραμυθιά όμως χωρίς επιτυχία.
Ο ΕΔΕΣ και για δεύτερη φορά προέτρεψε τους εκπρόσωπους των Τσάμηδων να εγκαταλείψουν τη φιλοναζιστική στάση τους και να παραδώσουν τα όπλα.
Η έκκληση αυτή συνοδεύτηκε και από εγγυήσεις των Συμμάχων αλλά ακόμη και τότε επέμεναν να μείνουν στο πλευρό τους Βέρμαχτ και απάντησαν αρνητικά.
Μάλιστα, η ηγεσία των Τσάμηδων οργανώθηκε στρατιωτικά και στρατολόγησε ολόκληρο τον αντρικό πληθυσμό της, από 16 μέχρι 60 ετών, για πόλεμο εναντίον του προελαύνοντα ΕΔΕΣ.
Στις αρχές Αυγούστου 1944 η ένοπλη αντίσταση των Τσάμηδων εξουδετερώθηκε, ενώ στις 17-18 Αυγούστου ένοπλα τμήματα Ναζί-Τσάμηδων ηττήθηκαν από τους μαχητές του ΕΔΕΣ στη Μάχη της Μενίνας.
Η μάχη αυτή ήταν η σημαντικότερη που δόθηκε από τις αντιστασιακές δυνάμεις κατά των Γερμανών στην Ήπειρο.
Εκεί οι δυνάμεις του ΕΔΕΣ νίκησαν τους Γερμανούς και τα τμήματα Τσάμηδων που τους υποστήριζαν.
Ανάμεσα στις απώλειες καταμετρούνται και 86 νεκροί και αρκετοί αιχμάλωτοι ανάμεσα στους οποίους και 9 Τσάμηδες.
Οι δυνάμεις του ΕΔΕΣ τελούσαν υπό των εντολών του Στρατηγείου Μέσης Ανατολής με το στόχο την παραπλάνηση των Γερμανών ότι επίκειται Συμμαχική απόβαση στην Ήπειρο, ενώ ο Κρις Μόνταγκιου Γουντχάους σε μεταγενέστερο υπηρεσιακό σημείωμα του 1945, αναφέρει ότι ο Ζέρβας ως ηγέτης του ΕΔΕΣ έπραξε κατόπιν ενθάρρυνσης της Συμμαχικής Αποστολής.
Επακόλουθα, οι δυνάμεις του ΕΔΕΣ προέβησαν σε συλλογική βία έναντι του πληθυσμού της μειονότητας.
Μετά τη μάχη η κοινότητα των Τσάμηδων ξεκίνησε να περνάει τα σύνορα και κατέφευγε μαζικά στην Αλβανία.
Οι Τσάμηδες που πολέμησαν στους Φιλιάτες κατά του ΕΔΕΣ, φυλακίστηκαν, δικάστηκαν και εκτελέστηκαν την επόμενη ημέρα.
Παρ’ όλα αυτά οι ηγέτες τους Μαζάρ και Νούρι Ντίνο κατάφεραν να διαφύγουν στην Αλβανία, μαζί με σημαντικό τμήμα του Τσάμικου πληθυσμού μαζί με τον γερμανικό στρατό και με μέσα της Βέρμαχτ.
Τη βία εναντίον των Τσάμηδων την αποδέχτηκαν ή έμμεσα υποστήριξαν οι Βρετανοί και Αμερικάνοι σύνδεσμοι.
Οι εκφάνσεις βίας δεν είχαν συγκατάθεση της ηγεσίας ΕΔΕΣ ούτε της βρετανικής αποστολής, όμως ήταν αδύνατον να αποτραπούν απόλυτα, καθώς άμαχοι πολίτες και χαμηλόβαθμοι αντιστασιακοί ήταν εξοργισμένοι από τη δωσίλογη ένοπλη δράση ομάδων Τσάμηδων και απαιτούσαν δικαιοσύνη.
Άτομα που ανήκαν στον ΕΛΑΣ είχαν επίσης εμπλοκή σε αντεκδικήσεις που κατέληξαν σε θανάτους Τσάμηδων.
Χαρακτηριστικά ο αξιωματικός του ΕΛΑΣ, Θανάσης Γιοχαλάς, συνέλαβε και εκτέλεσε 40 Μουσουλμάνους στην Πάργα.
Τα γυναικόπαιδα διασώθηκαν από τμήματα του ΕΔΕΣ τα οποία τελικά συνέλαβαν και εκτέλεσαν τον Γιοχαλά.
Σε σύγκριση πάντως με τα αιματηρά επεισόδια με θύματα (εθνοτικά) Γερμανούς και άλλους πρόσφυγες που καταγράφηκαν κατά την προέλαση του Κόκκινου Στρατού τους τελευταίους μήνες των συγκρούσεων στο Ανατολικό Μέτωπο, τα βίαια επεισόδια εναντίον αμάχων Μουσουλμάνων σε περιοχές της Θεσπρωτίας ήταν εξαιρετικά περιορισμένα και αυτό επειδή τελικά ο Ζέρβας μπόρεσε να επιβάλει την αναγκαία πειθαρχία για την περιφρούρηση του συγκεντρωμένου σε διάφορα ασφαλή σημεία άμαχου μουσουλμανικού πληθυσμού.
Μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου
Μετά το τέλος του πολέμου, σχεδόν ολόκληρος ο πληθυσμός των μουσουλμάνων Τσάμηδων διέφυγε στην Αλβανία, λόγω του φόβου αντιποίνων με αιτία τη δοσιλογικής δραστηριότητας του.
Οι περισσότεροι εγκαταστάθηκαν στην Αλβανία και μικρότερος αριθμός στην Τουρκία και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Το καθεστώς της Λαϊκής Σοσιαλιστικής Δημοκρατίας της Αλβανίας τους παραχώρησε σπίτια με σκοπό να διασπάσει τη συμπαγή παρουσία σε περιοχές που διαβιούσαν ελληνικοί πληθυσμοί (Βόρεια Ήπειρος).
Παράλληλα, περίπου 8.000 Έλληνες που ζούσαν στην Αλβανία, υπό καθεστώς πιέσεων, διέφυγαν στην Ελλάδα εκείνη την περίοδο (1945-1946).
Στην Ελλάδα, από τους περίπου 20.000 Τσάμηδες που υπήρχαν προπολεμικά στη Θεσπρωτία, σύμφωνα με την απογραφή του 1951 είχαν παραμείνει μόνο 127.
Γενικά, οι Τσάμηδες που είχαν διαφύγει στην Αλβανία μετά το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο αντιμετωπίστηκαν με ιδιαίτερη καχυποψία από το εκεί νεαρό σοσιαλιστικό καθεστώς ως αντικομμουνιστές, αλλά και συλλήβδην ως ταξικοί εχθροί λόγω της ύπαρξης, μεταξύ αυτών, των παλιών μεγαλοτσιφλικάδων της Θεσπρωτίας, μια ιδιότητα που, αν και είχαν λίγοι Τσάμηδες, αποδόθηκε σε όλους αδιάκριτα.
Το 1947, οι Τσάμηδες της Θεσπρωτίας φέρονταν ως εμπλεκόμενοι σε μια, ενδεχομένως κατασκευασμένη από τις αλβανικές κομμουνιστικές Αρχές, συνωμοσία.
Η εικόνα του αλβανικού καθεστώτος απέναντί τους επηρέασε αρνητικά και τη θέση των Τσάμηδων της Αλβανίας, δηλ. αυτών που ήταν Αλβανοί υπήκοοι και κατοικούσαν ήδη στην ενδοχώρα.
To 1953 ο Χότζα χορήγησε την Αλβανική υπηκοότητα στους πρόσφυγες Τσάμηδες που ζούσαν στο κράτος της Αλβανίας, ενώ όσοι αντιστάθηκαν στην εφαρμογή της νομοθεσίας διώχθησαν ή φυλακίστηκαν.
Αργότερα ο Χότζα επικρίθηκε από πολιτικούς κύκλους και οργανώσεις Τσάμηδων για τους χειρισμούς στο ζήτημα· για το αλβανικό κομμουνιστικό καθεστώς οι Τσάμηδες συνιστούσαν πάντα μια αμφιλεγόμενη, ή και ύποπτη ακόμα, μειονότητα λόγω της παλιάς συνεργασίας με τις δυνάμεις του Άξονα.