Καθώς ετοιμάζεται να εξασφαλίσει την ανανέωση της προεδρικής του θητείας –κόντρα στη ζοφερή εικόνα της οικονομίας, την κριτική της Δύσης και τα σενάρια για τη δραστική επιδείνωση της υγείας του– το BBC θυμίζει τα όσα έχει πετύχει ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στα 20 χρόνια στην εξουσία αλλά και το πώς έχει μεταλλαχθεί από ένας μεταρρυθμιστής σε ένας ηγέτης – πυγμής, που κατηγορείται για αυταρχισμό.
Γεννημένος τον Φεβρουάριο του 1954, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, γιος λιμενικού, μεγάλωσε στην ακτή της Μαύρης Θάλασσας της Τουρκίας.
Όταν ήταν 13 ετών, ο πατέρας του αποφάσισε να μετακομίσει στην Κωνσταντινούπολη, ελπίζοντας να δώσει στα πέντε του παιδιά μια καλύτερη ανατροφή.
Ο νεαρός Ερντογάν πουλούσε κουλούρια με σουσάμι για να βγάλει χρήματα, αλλά σπούδασε.
Πήγε σε ισλαμικό σχολείο και στη συνέχεια φοίτησε στο Πανεπιστήμιο του Μαρμαρά, από όπου έλαβε πτυχίο διοίκησης επιχειρήσεων.
Τις δεκαετίες του 1970 και του 1980, δραστηριοποιήθηκε σε ισλαμιστικούς κύκλους, προσχωρώντας στο φιλο-ισλαμικό Κόμμα Πρόνοιας του Νετζμετίν Ερμπακάν.
Καθώς το κόμμα αύξησε τη δημοτικότητά του τη δεκαετία του 1990, ο κ. Ερντογάν εξελέγη υποψήφιος δήμαρχος της Κωνσταντινούπολης το 1994 και διοικούσε την πόλη για τα επόμενα τέσσερα χρόνια.
Αλλά η θητεία του έληξε όταν καταδικάστηκε για υποκίνηση φυλετικού μίσους επειδή διάβασε δημόσια ένα εθνικιστικό ποίημα που περιελάμβανε τους στίχους:
«Τα τζαμιά είναι οι στρατώνες μας, οι θόλοι τα κράνη μας, οι μιναρέδες οι ξιφολόγχες μας και οι πιστοί οι στρατιώτες μας».
Μετά από τέσσερις μήνες φυλάκισης, επέστρεψε στην πολιτική.
Όμως το κόμμα του είχε βγει εκτός νόμου για παραβίαση των αυστηρών κοσμικών Αρχών του σύγχρονου τουρκικού κράτους.
Τον Αύγουστο του 2001 ίδρυσε ένα νέο κόμμα με ισλαμικές ρίζες με σύμμαχο τον Αμπντουλάχ Γκιούλ, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης (AKP).
Το 2002, το AKP κέρδισε την πλειοψηφία στις κοινοβουλευτικές εκλογές και τον επόμενο χρόνο ο κ. Ερντογάν διορίστηκε πρωθυπουργός.
Πρώτη δεκαετία στην εξουσία
Από το 2003, πέρασε τρεις θητείες ως πρωθυπουργός, κρατώντας το τιμόνι της χώρας σε μια περίοδο σταθερής οικονομικής ανάπτυξης και κερδίζοντας επαίνους διεθνώς ως μεταρρυθμιστής.
Η μεσαία τάξη επεκτάθηκε και εκατομμύρια βγήκαν από τη φτώχεια, καθώς ο κ. Ερντογάν έδωσε προτεραιότητα σε γιγάντια έργα υποδομής για τον εκσυγχρονισμό της Τουρκίας.
Ωστόσο προς τα τέλη της πρώτης δεκαετίας άρχισαν τα παράπονα ότι γίνεται ολοένα και πιο αυταρχικός.
Το 2013, οι διαδηλωτές βγήκαν στους δρόμους, εν μέρει λόγω των σχεδίων της κυβέρνησής του να μεταμορφώσει ένα πολυαγαπημένο πάρκο στο κέντρο της Κωνσταντινούπολης.
Ο πρωθυπουργός καταδίκασε τους διαδηλωτές ως «capulcu» και οι γειτονιές χτυπούσαν κατσαρόλες και τηγάνια στις εννιά το βράδυ σε ένα πνεύμα περιφρόνησης.
Οι διαμαρτυρίες στο πάρκο Γκεζί ήταν μια καμπή στη διακυβέρνησή του.
Για τους επικριτές του, συμπεριφερόταν περισσότερο σαν σουλτάνος από την Οθωμανική Αυτοκρατορία παρά ως δημοκράτης.
Ο Ερντογάν έπρεπε να βρει εχθρούς, που απειλούν το κράτος. Ο μεγαλύτερος; Ο Φετουλάχ Γκιουλέν, του οποίου το κοινωνικό και πολιτιστικό κίνημα τον βοήθησε να κερδίσει σε τρεις διαδοχικές εκλογές και είχε δραστηριοποιηθεί στην απομάκρυνση του στρατού από την πολιτική.
Ήταν μια κόντρα που θα είχε δραματικές επιπτώσεις για την τουρκική κοινωνία.
Μουσουλμανική αναγέννηση
Μετά από μια δεκαετία διακυβέρνησής του, το κόμμα του κ. Ερντογάν κινήθηκε επίσης για να άρει την απαγόρευση των γυναικών να φορούν μαντίλα στις δημόσιες υπηρεσίες, η οποία εισήχθη το 1980.
Ο Ερντογάν απορρίπτει σταθερά ότι θέλει να επιβάλλει ισλαμικές αξίες, επιμένοντας ότι υποστηρίζει απλώς το δικαίωμα των Τούρκων να εκφράζουν τη θρησκεία τους πιο ανοιχτά.
Από την άλλη έχει υποστηρίξει επανειλημμένα την ποινικοποίηση της μοιχείας.
Και ως πατέρας τεσσάρων παιδιών, έχει πει ότι «καμία μουσουλμανική οικογένεια» δεν επιτρέπει να καταφεύγει στην αντισύλληψη ή στον οικογενειακό προγραμματισμό.
Έχει εξυμνήσει επανειλημμένα τη μητρότητα, αλλά και έχει υποστηρίξει ότι άνδρες και οι γυναίκες δεν μπορούν να έχουν ίση μεταχείριση.
Τον Ιούλιο του 2020 επέβαλε και επέβλεψε τη μετατροπή της ιστορικής Αγίας Σοφίας της Κωνσταντινούπολης σε τζαμί, εξοργίζοντας όχι μόνο τους Χριστιανούς, αλλά και διεθνείς οργανισμούς.
Πώς θωράκισε την εξουσία του
Αποκλεισμένος από το να είναι ξανά υποψήφιος για την πρωθυπουργία, το 2014 υποστήριξε τον σε μεγάλο βαθμό εθιμοτυπικό ρόλο του προέδρου σε άνευ προηγουμένου άμεσες εκλογές.
Είχε μεγάλα σχέδια για τη μεταρρύθμιση της θέσης, τη δημιουργία ενός νέου συντάγματος που όπως έλεγε «θα ωφελούσε όλους τους Τούρκους και θα τοποθετούσε τη χώρα τους μεταξύ των 10 κορυφαίων οικονομιών του κόσμου».
Αλλά στις αρχές της προεδρίας του, αντιμετώπισε δύο κραδασμούς στην εξουσία του.
Το κόμμα του έχασε την πλειοψηφία του στο κοινοβούλιο για αρκετούς μήνες σε ψηφοφορία του 2015 και στη συνέχεια μήνες αργότερα, το 2016, η Τουρκία έγινε μάρτυρας της πρώτης βίαιης απόπειρας πραξικοπήματος εδώ και δεκαετίες.
Τα ξημερώματα της 16ης Ιουλίου, βγήκε θριαμβευτής στο αεροδρόμιο Ατατούρκ της Κωνσταντινούπολης, υπό τις επευφημίες των υποστηρικτών του.
Σχεδόν 300 άμαχοι σκοτώθηκαν καθώς εμπόδισαν την προέλαση των πραξικοπηματιών.
Μαζικές διώξεις
Η απόπειρα πραξικοπήματος αποδόθηκε σε συνωμοσία του Γκιουλέν και οδήγησε σε απολύσεις περίπου 150.000 δημοσίων υπαλλήλων και κράτηση περισσότερων από 50.000 ατόμων, συμπεριλαμβανομένων στρατιωτών, δημοσιογράφων, δικηγόρων, αστυνομικών, ακαδημαϊκών και Κούρδων πολιτικών.
Αυτή η καταστολή των επικριτών προκάλεσε ανησυχία στο εξωτερικό και πάγωσε τις σχέσεις με την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η επιθετική ρητορική και οι συνεχείς προκλήσεις κατά Ελλάδας και Κύπρου επιδείνωσαν το κλίμα.
Όμως, από το αστραφτερό του παλάτι Ak Saray 1.000 δωματίων με θέα στην Άγκυρα, η θέση του Προέδρου Ερντογάν φαινόταν πιο ασφαλής από ποτέ.
Το δημοψήφισμα
Κέρδισε οριακά το δημοψήφισμα του 2017, που του έδωσε σαρωτικές προεδρικές εξουσίες, συμπεριλαμβανομένου του δικαιώματος επιβολής κατάστασης έκτακτης ανάγκης και διορισμού ανώτατων δημοσίων αξιωματούχων καθώς και παρέμβασης στο νομικό σύστημα.
Ένα χρόνο αργότερα, εξασφάλισε την απόλυτη νίκη στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών.
Ο πυρήνας των ψηφοφόρων του βρίσκεται σε μικρές πόλεις της Ανατολίας και αγροτικές, συντηρητικές περιοχές.
Το 2019, το κόμμα του έχασε στις τρεις μεγαλύτερες πόλεις – την Κωνσταντινούπολη. την πρωτεύουσα, την Άγκυρα· και τη Σμύρνη.
Η απώλεια της δημαρχίας της Κωνσταντινούπολης από τον Εκρέμ Ιμάμογλου του CHP ήταν ένα πικρό πλήγμα για τον κ. Ερντογάν, ο οποίος ήταν δήμαρχος της πόλης τη δεκαετία του 1990. Δεν αποδέχτηκε ποτέ το αποτέλεσμα.
Ο Ιμάμογλου προηγείτο του προέδρου στις δημοσκοπήσεις προτού του αποκλειστεί η υποψηφιότητα στις εκλογές του Μαΐου.
Ο Κεμάλ Κιλιτσντάρογλου, υποστηριζόμενος από 6 κόμματα της αντιπολίτευσης, φαινόταν να έχει προοπτικές νίκης επί του Ερντογάν.
Το αποτέλεσμα του πρώτου γύρου όμως ήταν για εκείνον απογοητευτικό.
Και στον σημερινό δεύτερο γύρο πολύ δύσκολα θα ανατραπεί.