Το Ανώτατο Δικαστήριο της Κύπρου εξέδωσε διάταγμα habeas corpus για απελευθέρωση κρατούμενου από τη Συρία, ο οποίος βρισκόταν υπό κράτηση για πάνω από 19 μήνες με την υποψία ότι ανήκε στην τρομοκρατική οργάνωση Αλ Νούσρα (συριακή Αλ Κάιντα), έπειτα από καταγγελία ομοεθνή του.
Τελικά διαφάνηκε ότι υπήρχε διαμάχη μεταξύ των δύο οικογενειών, που δεν είχε σχέση με την πολιτική ή την τρομοκρατία.
Από τις διαπιστώσεις των αρμοδίων για την ασφάλεια της Δημοκρατίας Αρχών, έκρινε το Ανώτατο στην απόφασή του ημερομηνίας 2 Ιουλίου, «προκύπτει ότι ο αιτητής δεν μπορεί να θεωρείται ότι αποτελεί σήμερα αρκούντως σοβαρή απειλή για την εθνική ασφάλεια της Κυπριακής Δημοκρατίας, ώστε να δικαιολογείται, ως αναλογική σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει και το χρόνο που αυτή υφίσταται από 13/11/2019, πέραν από 19 μήνες, η περαιτέρω κράτηση του».
Είναι η δεύτερη φορά που ο αιτητής επικαλείται την εξουσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για την έκδοση τέτοιου προνομιακού εντάλματος.
Μεταξύ άλλων, αναφέρεται ότι στις 5/8/2020, ο αιτητής προσέφυγε και στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων καταγγέλλοντας παραβιάσεις θεμελιωδών δικαιωμάτων του από τις Αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας.
Σύμφωνα με τα γεγονότα της υπόθεσης ο αιτητής, υπήκοος Συρίας, εισήλθε στις ελεύθερες περιοχές από τα κατεχόμενα στις 13 Νοεμβρίου, 2019 και υπέβαλε αίτηση για διεθνή προστασία την επομένη.
Αυθημερόν εκδόθηκε εναντίον του διάταγμα κράτησης για λόγους εθνικής ασφάλειας και από τότε ήταν υπό κράτηση, μετά τις πρώτες ημέρες, στο Χώρο Κράτησης Απαγορευμένων Μεταναστών στη Μενόγεια.
To διάταγμα κράτησης του εκδόθηκε στη βάση πληροφορίας από ομοεθνή του (Η.Α.), ο οποίος ανέφερε ότι ο αιτητής ενδεχόμενα βρισκόταν στην Κύπρο και πως είναι μέλος της τρομοκρατικής οργάνωσης «Al Nusra» και ένα από τα πρόσωπα που του επιτέθηκαν με όπλα στην Συρία και τον τραυμάτισαν.
Ο αιτητής, που είδε και φωτογραφίες του Η.Α., διατείνεται ότι δεν τον γνωρίζει, ούτε γνωρίζει για τα τραύματα του που απεικονίζονται στις φωτογραφίες, ούτε και τα κίνητρα του για να τον καταγγείλει.
Επικαλείται προς επιβεβαίωση των θέσεων του δήλωση ξαδέλφου του, που παρουσίασε.
«Από την δήλωση αυτή προκύπτει ότι ο Η.Α. πράγματι δέχτηκε επίθεση με όπλο στην Συρία το 2016.
»Κατά τον ξάδελφο του Αιτητή αυτό είχε γίνει στα πλαίσια διαμάχης μεταξύ της οικογένειας του Η.Α. και της οικογένειας του Αιτητή, που δεν είχε σχέση με την πολιτική ή την τρομοκρατία», προστίθεται.
Ο αιτητής, αναφέρεται στην απόφαση του Ανωτάτου, «αναφέρει ο ξάδελφος του, ήταν τότε ανήλικος και δεν είχε ανάμιξη στο περιστατικό, ούτε ήταν παρών.
»Το πρόσωπο που επιτέθηκε στον Η.Α. κατονομάζεται όπως και ότι είχε φυλακιστεί.
»Ο ξάδελφος είχε κληθεί για κατάθεση στο Τμήμα Καταπολέμησης Εγκλημάτων στην Λεμεσό, όπου μετέβη με τον αδελφό του και ακόμα ένα ομοεθνή τους και έδωσαν και οι τρεις καταθέσεις για το ζήτημα, υποστηρίζοντας τη θέση του αιτητή».
Στη βάση της καταγγελίας του Η.Α., ο αιτητής είχε κριθεί ως άτομο επικίνδυνο για την ασφάλεια του κράτους.
Οι αρμόδιες Αρχές της Δημοκρατίας διερεύνησαν τις πληροφορίες και την 12/3/2020 λήφθηκαν καταθέσεις από τρίτα πρόσωπα που υποστήριζαν ότι η οικογένεια του αιτητή συνεργαζόταν με πολλές οργανώσεις και πωλούσε όπλα.
Έκτοτε, η περίπτωση του αιτητή ήταν αντικείμενο επανειλημμένων συσκέψεων στο Αρχηγείο της Αστυνομίας για θέματα τρομοκρατίας, κατά τις οποίες αυτή επαναξιολογήθηκε και κρίθηκε ότι η συνέχιση της κράτησης του ήταν αναγκαία», συνεχίζει.
Η έκδοση διατάγματος κράτησης του αιτητή κρίθηκε δικαιολογημένη, αναμφίβολα όμως, απαιτείτο περαιτέρω διερεύνηση.
Πολύ περισσότερο όταν την επομένη, 15/11/2019, λήφθηκε κατάθεση από αδελφό του Η.Α., ο οποίος δεν ήταν στη Συρία όταν επεσυνέβη το περιστατικό, που κατάθεσε με αναφορά στο περιστατικό και σε σχέση με την οικογένεια τους και την οικογένεια των Mahmoud ότι: «δεν ξέρω ακριβώς πώς προέκυψαν οι διαφορές αυτές αλλά από ότι ξέρω ήταν για γυναικοδουλειές».
Αναφορά γίνεται μεταξύ άλλων σε επιστολή του Τμήματος Καταπολέμησης Εγκλήματος, του Αρχηγείου Αστυνομίας προς το Διοικητή της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, ημερ. 8/4/2021, από την οποία «προκύπτει ότι οι Αρχές έχουν μετά από εξετάσεις διαπιστώσει ότι μέλη της οικογένειας του αιτητή ενέχονταν στην ένοπλη επίθεση και στον τραυματισμό του Η.Α. “πλην όμως οι λόγοι της επίθεσης δεν ανάγονται στις θρησκευτικές και πολιτικές πεποιθήσεις του θύματος, αλλά σε προσωπικές διαφορές που είχαν μεταξύ τους οι οικογένειες τους”.
»Αναφέρεται ακόμα ότι η οικογένεια του αιτητή έχει ταχθεί εναντίον του υφιστάμενου πολιτικού καθεστώτος στη Συρία».
«Η διαπίστωση σε σχέση με τη συγκεκριμένη πολιτική θέση, αφορά την οικογένεια του αιτητή και όχι τον ίδιο τον αιτητή, και το κυριότερο η υιοθέτηση μιας πολιτικής θέσης δεν εμπεριέχει κάτι το επιλήψιμο, εκτός και αν η πολιτική θέση, ανεξάρτητα του προσανατολισμού της, οδηγεί σε ανεπίτρεπτες συμπεριφορές, κάτι που δεν έχει διαπιστωθεί στην προκειμένη περίπτωση και δεν συναρτάται η πολιτική πεποίθηση με οιαδήποτε τρομοκρατική ενέργεια ή συμμετοχή σε τρομοκρατική οργάνωση.
»Η εμπλοκή στο περιστατικό που κατάγγειλε ο Η.Α. αφορά και πάλι σε μέλη της οικογένειας του αιτητή.
»Ο ίδιος ο αιτητής, που ήταν τότε ανήλικος, δεν συνδέεται», προστίθεται.
Στο χρονικό αυτό στάδιο, εντοπίζει το Ανώτατο, «το ίδιο το περιστατικό δεν κατατάσσεται από τις Αρχές ως τρομοκρατικό, προκύπτει δε ότι το γεγονός της κατοχής όπλων από την οικογένεια του αιτητή δεν κρίνεται ότι οδηγεί στο ότι επρόκειτο για τρομοκράτες, προφανώς λαμβανομένης υπόψη της κατάστασης που επικρατεί στη Συρία.
»Άλλωστε και ο ίδιος ο Η.Α. ήταν ένοπλος κατά το περιστατικό και ανταπέδωσε τα πυρά».
«Μέσα από τις πιο πάνω διαπιστώσεις των αρμοδίων για την ασφάλεια της Δημοκρατίας Αρχών, προκύπτει ότι ο αιτητής δεν μπορεί να θεωρείται ότι αποτελεί σήμερα αρκούντως σοβαρή απειλή για την εθνική ασφάλεια της Δημοκρατίας, ώστε να δικαιολογείται, ως αναλογική σε σχέση με τον σκοπό που επιδιώκει και το χρόνο που αυτή υφίσταται από 13/11/2019, πέραν από 19 μήνες, η περαιτέρω κράτηση του», αποφαίνεται το Δικαστήριο διατάσσοντας όπως ο αιτητής αφεθεί ελεύθερος.