Οι υψηλές θερμοκρασίες και τα τροπικά κλίματα μπορεί πραγματικά να βοηθήσουν στη μείωση της εξάπλωσης του νέου κορωνοϊού, σύμφωνα με νέα έρευνα.
Η μελέτη έδειξε ότι μέρη με υψηλές θερμοκρασίες και πολλές ώρες ηλιοφάνειας είχαν χαμηλότερο ποσοστό περιπτώσεων COVID-19, σε σύγκριση με χώρες που βρίσκονται πιο μακριά από τον ισημερινό και εκείνες που έχουν ψυχρότερα κλίματα.
Τα ευρήματα επιβεβαιώθηκαν όταν οι ερευνητές έλαβαν υπόψη και άλλους παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν τόσο την εξάπλωση της COVID-19 όσο και τον αριθμό των αναφερόμενων κρουσμάτων, όπως το επίπεδο αστικοποίησης μιας χώρας και τον ρυθμό διαγνωστικών τεστ.
Οι συγγραφείς της μελέτης τονίζουν ότι τα ευρήματά τους δεν υποδηλώνουν ότι ο καλοκαιρινός καιρός θα εξαλείψει τον κορωνοϊό, ωστόσο μπορεί να δώσει ένα πλεονέκτημα στους κατοίκους που ζουν σε χώρες με ζεστά κλίματα.
«Τα αποτελέσματά μας δεν υπονοούν ότι η ασθένεια θα εξαφανιστεί κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού ή ότι δεν θα επηρεάσει χώρες κοντά στον ισημερινό», έγραψαν οι συγγραφείς σε σχετικό άρθρο τους που δημοσιεύθηκε στις 27 Απριλίου στο περιοδικό «Scientific Reports».
«Αντίθετα, οι υψηλότερες θερμοκρασίες και η πιο έντονη υπεριώδης ακτινοβολία UV το καλοκαίρι μπορεί να ενισχύσουν τα μέτρα δημόσιας υγείας για τον περιορισμό του SARS-CoV-2».
Εποχιακός ιός
Λίγο μετά την έναρξη της πανδημίας το χειμώνα του 2020, πολλοί επιστήμονες εκτιμούσαν ότι οι θερμοκρασίες του καλοκαιριού θα μείωναν την εξάπλωση της COVID-19.
Πράγματι, πολλοί ιοί του αναπνευστικού, συμπεριλαμβανομένων των ιών της γρίπης, παρουσιάζουν ένα εποχιακό μοτίβο που κορυφώνεται τον χειμώνα και μειώνεται το καλοκαίρι.
Οι επιστήμονες δεν γνωρίζουν με βεβαιότητα γιατί αυτοί οι ιοί ακολουθούν ένα εποχιακό μοτίβο, αλλά πιστεύουν ότι παίζουν ρόλο διάφοροι παράγοντες.
Για παράδειγμα, μελέτες δείχνουν ότι πολλοί ιοί του αναπνευστικού είναι πιο σταθεροί και παραμένουν στον αέρα περισσότερο σε περιβάλλοντα με ψυχρές θερμοκρασίες και χαμηλή υγρασία, ανέφερε προηγουμένως το Live Science.
Στη νέα μελέτη, οι ερευνητές ανέλυσαν πληροφορίες από 117 χώρες, χρησιμοποιώντας δεδομένα σχετικά με την εξάπλωση της COVID-19 από την αρχή της πανδημίας έως τις 9 Ιανουαρίου 2021.
Χρησιμοποίησαν στατιστικές μεθόδους για να εξετάσουν τη σχέση μεταξύ του γεωγραφικού πλάτους μιας χώρας –η οποία επηρεάζει την ποσότητα του ηλιακού φωτός που λαμβάνει, καθώς και τη θερμοκρασία και την υγρασία– και το επίπεδο εξάπλωσης της COVID-19.
Χρησιμοποίησαν επίσης δεδομένα από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας για να υπολογίσουν άλλους παράγοντες που θα μπορούσαν να επηρεάσουν πόσο σκληρά πλήττεται μια χώρα από τον κορωνοϊό, όπως αεροπορικά ταξίδια, δαπάνες υγειονομικής περίθαλψης, αναλογία ηλικιωμένων και νέων, και οικονομική ανάπτυξη.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι εάν μια χώρα είναι 1.000 χιλιόμετρα πιο κοντά στον ισημερινό σε σύγκριση με μια άλλη, θα μπορούσε να έχει 33% λιγότερες περιπτώσεις COVID-19 ανά ένα εκατομμύριο άτομα, ακόμη και αν όλοι οι παράγοντες είναι οι ίδιοι και στις δυο χώρες.
«Τα αποτελέσματά μας συνάδουν με την υπόθεση ότι η θερμότητα και το ηλιακό φως μειώνουν την εξάπλωση του SARS-CoV-2 και τον επιπολασμό της COVID-19», σύμφωνα με τους συγγραφείς από το Ινστιτούτο Παγκόσμιας Υγείας της Χαϊδελβέργης στη Γερμανία και την Κινεζική Ακαδημία Ιατρικών Επιστημών στο Πεκίνο.
Τα ευρήματα υποδηλώνουν επίσης ότι «η απειλή της επανεμφάνισης της επιδημίας μπορεί να αυξηθεί κατά τη διάρκεια του χειμώνα», όπως παρατηρήθηκε σε πολλές χώρες στο Βόρειο Ημισφαίριο τον Δεκέμβριο του 2020 και τον Ιανουάριο του 2021.
Οι συγγραφείς σημειώνουν ωστόσο ότι η μελέτη τους περιλάμβανε δεδομένα μόνο έως τις 9 Ιανουαρίου 2021, πριν από την εμφάνιση μια σειρά παραλλαγών του κορωνοϊού, οπότε δεν είναι σαφές εάν αυτές οι παραλλαγές θα παρουσιάσουν παρόμοια μοτίβα εποχιακής λοίμωξης.