Άρθρο του καθηγητή Πολιτικών Επιστημών για τη Μέση Ανατολή, Ντέιβιντ Ρομάνο, εξηγεί πώς ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν έχει μετατρέψει την Τουρκία από μία χώρα με «μηδενικά προβλήματα» σε μία χώρα με «μηδενικούς φίλους».
Ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μιζούρι Στέιτ, ξεκινάει το άρθρο του στο Arabnews, αναφερόμενος στην τουρκική λίρα και στα ιστορικά χαμηλά που σημειώνει κάθε μέρα, καθώς πλέον έχει πέσει κάτω από το ψυχολογικό φράγμα των οκτώ λιρών ανά δολάριο.
Γεγονός το οποίο εντάθηκε από τη στιγμή που ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν προκάλεσε τις ΗΠΑ να επιβάλουν περισσότερες κυρώσεις στην Τουρκία και συνέχισε την επιθετική ρητορική κατά των Ευρωπαίων ηγετών και ιδιαίτερα εναντίον του Γάλλου προέδρου Εμανουέλ Μακρόν.
Μόλις πριν 10 χρόνια σχέσεις της Τουρκίας με τις υπόλοιπες χώρες καθώς και ρόλος της στη Μεσόγειο και στη Μέση Ανατολή ήταν εντελώς διαφορετικός από το σημερινό χάος.
Τότε η Τουρκία είχε μία οικονομία που αναπτυσσόταν συνεχώς σε εντυπωσιακό βαθμό και είχε μία δημοφιλή και σταθερή κυβέρνηση, γεγονός που είχε αρχίσει να την κάνει να παίζει ηγετικό ρόλο στην περιοχή.
Ο τότε υπουργός Εξωτερικών, Αχμέτ Νταβούτογλου, διαφήμιζε τις επιτυχίες του στην εξωτερική πολιτική της χώρας και τα «μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες της», κάτι το οποίο δήλωσε για πρώτη φορά το 2008.
Ακολουθώντας τη συγκεκριμένη πολιτική η Τουρκία είδε βελτίωση στις σχέσεις της με σχεδόν κάθε γειτονικό κράτος και την Άγκυρα ν’ αποκτά ρόλο διαμεσολαβητή σε όλες τις συγκρούσεις που εμφανιζόταν στην περιοχή από το Αφγανιστάν και το Πακιστάν μέχρι και τις ενδοπαλαιστινιακές διαφορές, τις συνομιλίες Ισραήλ-Συρίας, ακόμα και στις τεταμένες σχέσεις Ιράν – ΗΠΑ.
Πολιτικές προσωπικότητες από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ επαινούσαν τον πρόεδρο Ερντογάν, σε τέτοιο βαθμό ώστε ο Μπαράκ Ομπάμα είχε παρουσιάσει την Τουρκία ως ένα «μοντέλο» δημοκρατίας αλλά και σύμμαχο στον ισλαμικό κόσμο.
Ταυτόχρονα οι τουρκικές επιχειρήσεις επέκτειναν διαρκώς τις εργασίες τους σε όλο τον αραβικό κόσμο από την Ασία μέχρι και την υποσαχάρια Αφρική.
Τα προαπαιτούμενα για έκδοση βίζας με τη Συρία αναστάλθηκαν και παρόμοιες κινήσεις έγιναν και προς άλλες χώρες του αραβικού κόσμου.
Ακόμα και οι σχέσεις της Άγκυρας με την Περιφερειακή Κυβέρνηση των Κούρδων στο Ιράκ είχαν εξομαλυνθεί με αμοιβαίες επισκέψεις και στις δύο χώρες.
Παρόμοια ήταν και η κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας όπου οι Κούρδοι είχαν τους δικούς τους πολιτικούς εκπροσώπους.
Μέσα σε μόλις 10 χρόνια έχει αλλάξει εντελώς η κατάσταση
Σήμερα η κατάσταση δείχνει εντελώς διαφορετική, καθώς μέσα σε μόλις 10 χρόνια, η Τουρκία έχει μεταβεί από το καθεστώς των «μηδενικών προβλημάτων με τους γείτονες» σε μία κατάσταση με σχεδόν «μηδέν φιλικές γειτονικές χώρες».
Οι θαλάσσιες γεωτρήσεις στη Μεσόγειο έχουν βρει την αντίδραση Γάλλων, Ελλήνων, Κυπρίων και ακόμα και των Ισραηλινών και των Αιγυπτίων, που έχουν στείλει τα πλοία τους ν’ «αναμετρηθούν» με τ’ αντίστοιχα τουρκικά.
Οι ειρηνευτικές συνομιλίες με τους Κούρδους έχουν αντικατασταθεί από τη συνέχιση των συγκρούσεων και οι σχέσεις της Άγκυρας με τους Κούρδους του Ιράκ έχουν παγώσει.
Πολλά αραβικά κράτη έχουν αρχίσει να μποϊκοτάρουν τα τουρκικά προϊόντα, την ίδια στιγμή που η Γαλλία και κάποια ακόμα ευρωπαϊκά κράτη πιέζουν για κυρώσεις στην Άγκυρα.
Παρομοίως το Κογκρέσο και η Γερουσία των ΗΠΑ παλεύουν επίσης για κυρώσεις στην Τουρκία, την ώρα που διάφορα think tank στην Ουάσινγκτον συζητούν το αν είναι επιθυμία της Τουρκίας, η παραμονή της στο ΝΑΤΟ.
Μάλιστα οι σχέσεις με το Ισραήλ έχουν φτάσει σε τέτοιο σημείο που συμπεριέλαβε την Τουρκία για πρώτη φορά στη λίστα με τις εκτιμώμενες απειλές.
Ακόμα και στη Μόσχα υπάρχουν κάποιες φωνές, οι οποίες εκφράζουν την άποψη ότι ο πρόεδρος Ερντογάν τρέφει «οθωμανικές φιλοδοξίες».
Πλέον μοιάζει ανέφικτο να βρεθεί κάποια εβδομάδα χωρίς ο Ερντογάν να συγκρουστεί με κάποιον ηγέτη από την Ευρώπη, με τις ΗΠΑ ή τον Αραβικό κόσμο.
Στην πραγματικότητα οι διενέξεις της Τουρκίας με διάφορες χώρες και οι ενέργειες αποσταθεροποίησης στις οποίες προβαίνει είναι πραγματικά εντυπωσιακός, προσθέτει ο καθηγητής Πολιτικών Επιστημών για τη Μέση Ανατολή.
Στη συνέχεια ο Ντέιβιντ Ρομάνο αναφέρεται στις περιοχές και στις χώρες με τις οποίες είναι σε σύγκρουση η Τουρκία.
Αρχικά εστιάζει στο ρόλο που έχει διαδραματίσει η Άγκυρα στη διαμάχη του Ναγκόρνο Καραμπάχ, καθώς και στην αύξηση της εξαγωγής όπλων προς το Αζερμπαϊτζάν, κάτι που έχει σημάνει συναγερμό στη Ρωσία, μία παραδοσιακή σύμμαχο της Αρμενίας.
Ακόμα αναφέρεται στο ρόλο που διαδραμάτισε η Τουρκία στη Λιβύη, όπου πέτυχε την κατάπαυση του πυρός μεταξύ των δύο αντιμαχόμενων πλευρών.
Τέλος σχετικά με τη Μεσόγειο ο Ρομάνο σημειώνει ότι η Τουρκία εξακολουθεί να αγνοεί τις αξιώσεις της Ελλάδας και της Κύπρου στις θαλάσσιες ζώνες τους σε μία τεράστια περιοχή που αξιώνει για την ίδια.
Στο Ιράκ η Τουρκία συνεχίζει να βομβαρδίζει αγροτικές περιοχές κοντά στα σύνορα, όπου υπάρχουν αρκετές δυνάμεις εθνοφυλακών, ενώ ταυτόχρονα αυξάνει τις στρατιωτικές τις βάσεις αλλά και τον αριθμό των στρατιωτών της στη χώρα, κάτι το οποίο είναι αντίθετο με τις επιθυμίες της Βαγδάτης.
Στη Συρία, η Τουρκία συνεχίζει να κατακτά μεγάλες εκτάσεις στο βορρά, όπου ήδη έχει οδηγήσει σε εκτοπισμό εκατοντάδες χιλιάδες Κούρδους πολίτες από τότε που εισέβαλε στο Αφρίν το 2018 και στη Τζαζίρα το 2019, ενώ ο Ερντογάν την περασμένη εβδομάδα απείλησε για μία τρίτη επιχείρηση σε άλλο σημείο της χώρας, όπου υπάρχουν σημαντικοί αριθμοί κουρδικού πληθυσμού.
Στις συγκεκριμένες περιοχές και ειδικότερα στο Ιντλίμπ, η Άγκυρα επίσης υποστηρίζει και στέλνει δυνάμεις ισλαμιστών μισθοφόρων, κάποιοι εκ των οποίων είναι πρώην μαχητές του ισλαμικού κράτους και φανατικοί.
Η Τουρκία έχει επίσης στείλει αυτούς τους μισθοφόρους στη Λιβύη και στο Αζερμπαϊτζάν για να πετύχει τους σκοπούς της στις διαμάχες που υπάρχουν σ’ αυτές τις περιοχές, ενώ παραμένει αμείωτη υποστήριξη της Άγκυρας στους αδελφούς μουσουλμάνους και έχουν χαλάσει οι σχέσεις της με χώρες που εναντιώνονται στο πολιτικό Ισλάμ όπως η Αίγυπτος, η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα.
Ο Ερντογάν παρουσιάζει τον εαυτό του ως «προστάτη του Ισλάμ»
Η Τουρκία χρησιμοποιεί τη θρησκεία ως ένα πολιτικό εργαλείο προκειμένου να κερδίσει παγκόσμια υποστήριξη ωστόσο έχει επιδεινώσει τις σχέσεις της με τη Γαλλία.
Ειδικά αφότου ο Εμανουέλ Μακρόν ανακοίνωσε μέτρα εναντίον του εξτρεμιστικού Ισλάμ μετά τον αποκεφαλισμό του καθηγητή στο Παρίσι.
Μετά τις ανακοινώσεις, ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν εξέφρασε την αντίθεσή του στα μέτρα και επιτέθηκε στον Γάλλο πρόεδρο τον οποίο κατηγόρησε ότι χρειάζεται «ψυχιατρική φροντίδα».
Σε κανονικές εποχές συνεχίζει ο καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Μιζούρι Στέιτ, οι κινήσεις του Μακρόν για τον έλεγχο των πηγών χρηματοδότησης των μουσουλμανικών ομάδων στη Γαλλία και στην εκπαίδευση των ιμάμηδων, θα είχε ελάχιστη κριτική από το εξωτερικό.
Ωστόσο ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν με αυτόν τον τρόπο θέλει να παρουσιάσει τον εαυτό του ως «προστάτη του Ισλάμ» και συνεχιστή των μεγάλων χαλίφηδων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Το Ιράν και το Κατάρ ήταν δύο χώρες που συντάχθηκαν με την Τουρκία, κατηγορώντας τη Γαλλία.
Η Τουρκία έχει διαφορές με σχεδόν κάθε κράτος
Πλέον σε αυτά τα 10 χρόνια κάποιος παρατηρεί ότι η Τουρκία έχει διαφορές σχεδόν με κάθε κράτος εκτός από το Ιράν, το Κατάρ, το Αζερμπαϊτζάν και κάποιες χώρες που δεν διαδραματίζουν κάποιον σημαντικό ρόλο.
Στις συγκεκριμένες διαφορές μπορεί να συμπεριλάβει κάποιος και τις απειλές Ενρτογάν για «ένα οθωμανικό χαστούκι» στους Αμερικανούς.
Επιπλέον οι προσπάθειες της Άγκυρας να βοηθήσει το Ιράν ν’ αποφύγει κυρώσεις, η επίθεση Ερντογάν στους Ευρωπαίους ηγέτες τους οποίους αποκάλεσε «Ναζί», οι αξιώσεις ότι τα νησιά του Αιγαίου πρέπει να είναι υπό τα κυριαρχικά δικαιώματα της Τουρκίας και όχι της Ελλάδας, η απειλή ότι θα χρησιμοποιήσει τους πρόσφυγες για να «πλημμυρίσει» την Ευρώπη και κάποιες αντισημιτικές δηλώσεις, οδηγούν την Τουρκία προς την καταστροφή και στη δημιουργία νέων αντιπαραθέσεων.
Πώς όμως η Τουρκία κατέληξε από τα «μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες της» σ’ αυτή την κατάσταση;
Από τη μία πλευρά η αύξηση των εντάσεων σ’ ένα βαθμό πρέπει να είναι αναμενομένη για μία χώρα που αυξάνει τη δύναμη της και θέλει να κάνει επίδειξη της ισχύος της, όπως για παράδειγμα κάνει η Κίνα που έχει κάποιες σοβαρές διαφορές για τα θαλάσσια σύνορα.
Ωστόσο δεν έχει εμπλακεί ούτε στις μισές διαφορές απ’ όσες η Τουρκία, η οποία είδε την ίδια χρονική περίοδο που σταμάτησαν τα «μηδενικά προβλήματα με τους γείτονες της», να φτάνει σε τέλμα και η οικονομία της.
Στην πραγματικότητα τα οικονομικά προβλήματα συμβαδίζουν με τις πολιτικές και στρατιωτικές διαφορές και αρκετοί είναι οι παράγοντες που αυτά τα δέκα χρόνια έχουν συμβάλλει ώστε η Τουρκία να φτάσει στη σημερινή κατάσταση.
Πρώτον η μη ύπαρξη σημαντικών διαφορών επέτρεψε στην κυβέρνηση Ερντογάν ν’ αλλάξει τον προσανατολισμό στην εξωτερική πολιτική και να προσεγγίσει το Ισλάμ, ενώ όταν ξέσπασε το 2011 η Αραβική Άνοιξη, ο Τούρκος πρόεδρος, το είδε σαν μία ευκαιρία για να υποστηρίξει ομάδες αδελφών μουσουλμάνων σε όλο τον αραβικό κόσμο.
Μάλιστα όταν η οικονομία άρχισε να βρίσκεται σε ύφεση και η αντιπολίτευση στο εσωτερικό της χώρας άρχισε να δυναμώνει, ο Ερντογάν διπλασίασε την υποστήριξη του στους Ισλαμιστές στο εξωτερικό, παρουσιάζοντας τον εαυτό του ως «προστάτη του Ισλάμ» σε μία προσπάθεια ν’ αποπροσανατολίσει τον τουρκικό λαό από τα οικονομικά προβλήματα αλλά και από τον εντεινόμενο απολυταρχισμό του.
Ο Τούρκος πρόεδρος το καταφέρνει αυτό με τις λεκτικές επιθέσεις σε οποιονδήποτε μη μουσουλμάνο, όπως με τους Ευρωπαίους, τους Αμερικανούς, τους Ισραηλινούς ακόμα και τους Αρμένιους.
Το πρόβλημα για την Τουρκία ότι οι συγκρούσεις στις οποίες έχει μπλεχτεί θα επιδεινώνουν το οικονομικό της πρόβλημα και σε μικρό χρονικό διάστημα θα βρεθεί είτε να έχει επεκταθεί σε υπερβολικό βαθμό είτε να έχει απομονωθεί.
Αφού συμβεί κάτι τέτοιο ο λαός ή θα κατηγορήσει τον Ερντογάν για ό,τι συνέβη ή θα δει το κράτος ν’ αποδυναμώνεται ή μπορεί να συμβούν και τα δύο, καταλήγει ο Ντέιβιντ Ρομάνο.