“Δικό του ήταν το μαχαίρι, δική του η απόφαση να σκοτώσει τη μητέρα του, καθώς πίστευε ίσως ότι θα έχει περιουσιακά ωφελήματα” κατέθεσε στο Συμβούλιο Πλημμελειοδικών Ρόδου, η Ρωσίδα σύντροφος του δολοφόνου, που σκότωσε με το 14 μαχαιριές την μάνα του στην Ρόδο.
Η Ειρήνη Ιακούλεβα προσέφυγε, με αίτημα την αντικατάσταση της διάταξης της τακτικής Ανακρίτριας Ρόδου με την οποία διατάχθηκε η προσωρινή της κράτηση, για άμεση συνέργεια στην ανθρωποκτονία της 61χρονης Ευαγγελίας (Αντζελας) Ιεροβασίλη.
Η 36χρονη, μητέρα δύο παιδιών. σύμφωνα με το ρεπορτάζ της εφημερίδας Δημοκρατική, υποστηρίζει ότι δεν έχει καμία σχέση με το έγκλημα. του 26χρονου δολοφόνου Νικολάου Μπατζακάκη , γιου της Ιεροβασίλη,
Στην προσφυγή της, που υπέβαλαν οι συνήγοροι της κ.κ. Στέλιος Αλεξανδρής και Κ. Διακονής, αναφέρονται τα εξής:
«Ζω στην Ρόδο μόνιμα τα τελευταία δέκα πέντε έτη, εργάζομαι ως υπάλληλος σε καφετέρια, ενώ παράλληλα μεταφράζω και έγγραφα από τη Ρωσική στην Ελληνική γλώσσα.
Έχω αποκτήσει δύο κορίτσια ηλικίας εννέα και έντεκα ετών σήμερα. Δεν έχω απασχολήσει ποτέ τις διωκτικές αρχές, είμαι μία υποδειγματική μητέρα και μεγαλώνω τα παιδιά μου κυριολεκτικά μόνη μου από τη στιγμή που ο Έλληνας σύζυγος μου με εγκατέλειψε για μία νεώτερη γυναίκα.
Δυστυχώς για εμένα οι γονείς μου έχουν αποβιώσει, τα δε πεθερικά μου έχουν διαρρήξει πλήρως τη σχέση με τα εγγόνια τους, έχοντας να τα δουν τουλάχιστον τρία έτη.
Συνεπεία αυτού τα τέκνα μου αυτή τη στιγμή φιλοξενούνται για λίγες μέρες από οικογενειακούς φίλους, οι οποίοι όμως σύντομα θα αποχωρήσουν από τη Ρόδο, αφήνοντας τα παιδιά μου κυριολεκτικά στο δρόμο.
Δεν έχω ουδεμία εμπλοκή με τη συγκεκριμένη υπόθεση καθώς μοναδικό μου σφάλμα ήταν η σύναψη σχέσης με έναν άνθρωπο εξαρτημένο από τα ναρκωτικά.
Τη συγκεκριμένη μέρα δεν υπήρχε ουδεμία προμελέτη καθώς το μόνο που γνώριζα ήταν το ό,τι θα επισκεφθούμε τη μητέρα του για κοινωνικούς λόγους. Έφυγα με τα ρούχα που φορούσα, δεν υπήρξε καμία συμμετοχή εκ μέρους μου ούτε τον βοήθησα να συγκαλύψει τα ίχνη.
Θεωρώ αθλιότητα τα όσα ελέχθησαν περί ψυχικής συνδρομής καθώς εγώ είχα παγώσει μπροστά στη πόρτα παρακολουθώντας έναν άνθρωπο ευρισκόμενο σε κατάσταση αμόκ να σκοτώνει τη μητέρα του.
Είναι επίσης απόλυτα ψευδές ότι εγώ τον παρότρυνα να της επιφέρει το τελευταίο κτύπημα καθώς ευρισκόμουν σε κατάσταση σοκ μη δυνάμενη ούτε να μιλήσω, καθώς είχα απέναντι μου έναν άνθρωπο που κρατούσε μαχαίρι και σίγουρα δεν θα δίσταζε να με σκοτώσει, αν προσπαθούσα να τον εμποδίσω με οποιονδήποτε τρόπο.
Η έννοια της ψυχικής συνδρομής που μου αποδίδεται, είναι απολύτως αόριστη καθώς εγώ ούτε διευκόλυνα, ούτε ενθάρρυνα καν το δράστη προκειμένου να προβεί στην αποτρόπαια πράξη του.
Δεν υπάρχει κανένα στοιχείο στην υπόθεση που να συνδέει άμεσα ή έμμεσα τη δική μου παρουσία με τη πράξη του συγκατηγορουμένου μου.
Δικό του ήταν το μαχαίρι, δική του η απόφαση να σκοτώσει τη μητέρα του, καθώς πίστευε ίσως ότι θα έχει περιουσιακά ωφελήματα.
Δεν ήμασταν καν παντρεμένοι προκειμένου να προσδοκώ έστω κάποια οφέλη από τυχόν κληρονομιά. Η συμμετοχή μου στην υπόθεση εξαντλήθηκε σε αυτή του «σιωπηλού» μάρτυρα με μοναδικό μου λάθος το γεγονός ότι δεν πήγα στην αστυνομία επειδή φοβήθηκα για τη ζωή των παιδιών μου».