Στην προηγούμενη κρίση (οικονομική) η Ελλάδα έγινε το «μαύρο πρόβατο» πληρώνοντας τον λογαριασμό για τα δικά της λάθη, για τις σκοπιμότητες άλλων χωρών αλλά και τα κερδοσκοπικά παιχνίδια χρηματοοικονομικών κολοσσών.
Αρκετές, εύγλωττες, μαρτυρίες-καταγγελίες καταγράφει(αναφέροντας ονόματα και «διευθύνσεις») η πρώην υπουργός του ΠΑΣΟΚ κυρία Λούκα Κατσέλη στο βιβλίο της «Δίνες και ευθύνες».
Εκτός από τις βαρύτατες οικονομικές επιπτώσεις -και την ταπείνωση του περιορισμού της Εθνικής μας κυριαρχίας- οι Έλληνες γίναμε ο προνομιακός στόχος της χλεύης κάθε πικραμένου. Ακόμα και των προσφάτως απελεύθερων των «σοσιαλιστικών παραδείσων» που πριν από λίγα μόλις χρόνια μας κοιτούσαν με τα κιάλια.
Σε αυτήν την κρίση παίρνουμε το αίμα μας πίσω.
Καθώς η χώρα μας αποτελεί υπόδειγμα αντιμετώπισης της πανδημίας οι πολίτες αισθάνονται την χαμένη τους αυτοπεποίθηση να επιστρέφει.
Αυτό οφείλεται στον περιορισμένο αριθμό θυμάτων του ιού, σε σύγκριση με τις περισσότερες χώρες που το προηγούμενο διάστημα μας απαξίωναν.
Όταν δε γίνεται αναφορά στην επόμενη μέρα και τις οικονομικές επιπτώσεις των μέτρων αυτό που ακούγεται, κατά κανόνα, είναι ότι: «ευτυχώς τώρα δεν είμαστε μόνοι».
Όμως είναι έτσι ή ισχύει ακριβώς το αντίθετο; Μήπως θα ήταν προτιμότερο, όσο και να ακούγεται παράδοξο, να είμαστε μόνοι;
Ήδη πολλοί επιστήμονες, αναλυτές και πολιτικοί μιλούν για κρίση συγκρίσιμη με την καταστροφική ύφεση του 1929. Ανάμεσά τους η Esther Duflo(Νόμπελ οικονομίας 2019, καθηγήτρια του MIT) -που τονίζει την ανάγκη να υπάρξει η «βούληση να δαπανηθούν περισσότερα χρήματα σήμερα, με δίκαιο τρόπο»- και η Γενική Διευθύντρια του ΔΝΤ Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα.
Αν οι προβλέψεις τους επαληθευθούν η κατάσταση θα είναι εφιαλτική.
Το πρώτο ερώτημα που προκύπτει, σε σχέση με το «ευτυχώς δεν είμαστε μόνοι», είναι αν η οικονομική δυσανεξία και των άλλων χωρών θα βελτιώσει την δική μας ζωή.
Προφανώς τέτοια πιθανότητα δεν υφίσταται. Αντίθετα η γενικευμένη οικονομική ύφεση θα επιδεινώσει και την δική μας θέση.
Κατ’ αρχήν και με δεδομένο ότι η «βαριά βιομηχανία» της χώρας είναι ο τουρισμός είναι προφανές ότι η χώρα θα πληγεί και πρωτογενώς, λόγω της δραστικής μείωσης του κατά την διάρκεια της πανδημίας, αλλά και σε βάθος χρόνου αφού η παγκόσμια ύφεση προφανώς θα περιορίσει τις δυνατότητες για διεθνή τουρισμό, σημαντικό μέρος του οποίου θα στραφεί στο εσωτερικό κάθε χώρας.
Δηλαδή, ενώ στην κρίση του 2008 οι πολίτες των άλλων χωρών διατήρησαν αν δεν βελτίωσαν το οικονομικό τους στάτους, γεγονός που -σε συνδυασμό με την «εσωτερική υποτίμηση» που κατέστησε την Ελλάδα προορισμό ευκαιρίας- έδωσε σημαντική ώθηση στην πρωτοφανή αύξηση των επισκεπτών κατά την τελευταία δεκαετία, στην παρούσα κρίση αυτό δεν θα συμβεί.
Έτσι επενδύσεις που έχουν ήδη δρομολογηθεί και που αναμενόταν να συμβάλλουν καθοριστικά στην ανάπτυξη ή δεν θα ξεκινήσουν καθόλου ή θα καθυστερήσουν. Σε αυτήν την κατηγορία ανήκει, μεταξύ άλλων, και η εμβληματική επένδυση του Ελληνικού.
Είναι επίσης φανερό ότι στις κρίσεις «το μεγάλο ψάρι τρώει το μικρό». Αυτό ισχύει τόσο για τις οικονομικές σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων όσο και μεταξύ χωρών.
Η προηγούμενη κρίση έπρεπε να είναι διδακτική. Οι ανισότητες στο εσωτερικό και της Ελλάδας διευρύνθηκαν.
Η φτώχεια ανάγκασε τους πολίτες να ξεπουλήσουν κοσμήματα, επιχειρήσεις, ακίνητα. Ό,τι άξιζε αγοράστηκε σε κλάσμα της προηγούμενης αξίας του από τους οικονομικά ισχυρούς.
Το ίδιο έγινε και με την κρατική περιουσία. Δημόσιες επιχειρήσεις εκποιήθηκαν σε τιμή ευκαιρίας, επενδυτικές ευκαιρίες που άλλοτε θα ακριβοπληρώνονταν τώρα εκχωρήθηκαν έναντι πινακίου φακής.
Η κρίση αποτέλεσε ευκαιρία για την Γερμανία -σε μικρότερο βαθμό και για λίγες άλλες χώρες- λόγω της ενιαίας αγοράς και του ενιαίου νομίσματος.
Η Ελλάδα και οι άλλες χώρες του Νότου έγιναν φτωχότερες.
Εκεί εντοπίζονται και κάποια από τα ερωτηματικά σε σχέση με την αντιμετώπιση της κρίσης στην Ε.Ε. και ιδιαίτερα στην Ευρωζώνη.
Η ενιαία αγορά και το ενιαίο νόμισμα θα αποτελέσουν για μια ακόμα φορά ανυπέρβλητο πρόβλημα;
Η πρόταση «να δαπανηθούν τώρα περισσότερα χρήματα με δίκαιο τρόπο» της Esther Duflo ακούγεται καλή, αλλά πως θα λειτουργήσει τελικά σε μια ένωση χωρίς δασμούς και με ενιαίο νόμισμα αλλά δίχως ενιαία οικονομία;
Η τόνωση της ζήτησης δημιουργεί ανάπτυξη και θέσεις εργασίας, αλλά που;
Στην χώρα που δαπανά ή σε εκείνη που παράγει τα αγαθά;
Στην Ελλάδα ή στις χώρες του Βορά;
Αν η τόνωση της ζήτησης γίνει με κρατικές δαπάνες, αυξάνοντας το χρέος τους, αλλά χρηματοδοτήσει την ανάπτυξη άλλων χωρών ποίος θα είναι τελικά ωφελημένος;
Ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1987 σε άρθρο του(New Perspectives Quarterly) τονίζει: «When John Maynard Keynes developed the theory of “effective demand” in 1936, he provided the solution to the problems of unemployment and underconsumption within national boundaries. […] But the new international division of labor has changed all that if we stimulate consumer purchasing power here in Greece we create jobs in Italy and Germany».
Αυτό είναι το πρόβλημα σήμερα για ορισμένες από τις χώρες της Ε.Ε. σε σύγκριση με το 1929.
Δεν είμαστε μόνοι ώστε η σχεδιασμένη ενίσχυση της ζήτησης να οδηγήσει, μέσω της ανάπτυξης, σε έξοδο από την κρίση και απαλλαγή από το αδιέξοδο του χρέους.
Υπάρχει ένας «γόρδιος δεσμός» που πρέπει να λυθεί και αυτό δεν αφορά μόνο την Ελλάδα.
Η λύση βρίσκεται στα χέρια των κυβερνήσεων της Ε.Ε. και κυρίως της Γερμανίας αλλά η μέχρι τώρα στάση τους δεν αφήνει πολλά περιθώρια αισιοδοξίας.
Δεν φαίνεται να έχουν το «ανάστημα» που απαιτούν οι επιτακτικές ανάγκες τις οποίες δημιουργούν οι νέες συνθήκες.
Ο εγκλωβισμός στα στενά εθνικά συμφέροντα είναι καταστροφικός.
Η επιβίωση μιας εταιρικής συμφωνίας που εξελίσσεται σε «λεόντειο» σύμβαση δεν μπορεί να έχει μέλλον.
Η ανάγκη για ουσιαστική ενότητα και αλληλεγγύη δεν μπορεί να παραπέμπεται στις καλένδες.
Το «δεν είμαστε μόνοι» πρέπει να αποκτήσει ουσία και, βεβαίως είναι πολυπαραμετρικό.
Τίθεται όμως το ερώτημα: ποιες από αυτές τις παραμέτρους είναι θετικές για μας στην επερχόμενη παγκόσμια ύφεση και ποιες αρνητικές;
Η απάντηση προφανώς δεν είναι εύκολη. Είναι όμως αναγκαία προκειμένου να απαντήσουμε σε ένα άλλο κρίσιμο ερώτημα.
Είναι καλύτερα που «δεν είμαστε μόνοι» ή μήπως, στον τελικό απολογισμό, θα πούμε: «δυστυχώς δεν ήμασταν μόνοι»;