Στην συνεχώς βελτιούμενη κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, αλλά και στους τομείς που οι Ελλάδα παρέχει επενδυτικές ευκαιρίες αναφέρθηκε ο πρόεδρος της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος στην ομιλία του στη συνεδρίαση της Διοικητικής Επιτροπής της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων που πραγματοποιήθηκε στα Ιωάννινα.
Η ομιλία του Κ. Μίχαλου:
Το 2019 ήταν μια σαφώς καλύτερη χρονιά για την οικονομία, αλλά και για την αγορά.
Μετά από μια δύσκολη δεκαετία και τρία προγράμματα προσαρμογής, μπορούμε πλέον να μιλάμε για επιστροφή στην κανονικότητα.
Με πολύ κόπο, η χώρα έχει καταφέρει να διορθώσει τις δημοσιονομικές ανισορροπίες του παρελθόντος.
Έχει ανακτήσει την κυριότητα της οικονομικής και δημοσιονομικής της πολιτικής.
Έχει αρχίσει να κερδίζει ξανά την εμπιστοσύνη των αγορών, δημιουργώντας προϋποθέσεις για την αποκατάσταση ομαλών συνθηκών χρηματοδότησης, τόσο της χώρας όσο και των επιχειρήσεων.
Οι εξελίξεις αυτές δημιουργούν θετικό κλίμα για την επίτευξη του μεγάλου στόχου, που είναι η οριστική επιστροφή στην ανάπτυξη και η αποκατάσταση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών.
Η προσπάθεια αυτή έχει μόλις ξεκινήσει. Και οι προκλήσεις παραμένουν σημαντικές.
• Ο ρυθμός ανάπτυξης έχει σταθεροποιηθεί πλέον σε θετικά επίπεδα, αλλά παραμένει ασθενικός σε σχέση με τις ανάγκες μιας οικονομίας που έχασε σωρευτικά πάνω από το 25% του ΑΕΠ της τα προηγούμενα δέκα χρόνια.
• Εξακολουθούμε να έχουμε ένα πολύ υψηλό δημόσιο χρέος, το οποίο δημιουργεί αβεβαιότητα για την ικανότητά της χώρας να το εξυπηρετήσει μακροπρόθεσμα.
• Έχουμε την υποχρέωση να διατηρούμε υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα για αρκετά ακόμη χρόνια. Κι αυτό προφανώς επιδρά αρνητικά στην ανάπτυξη, καθώς περιορίζει τα περιθώρια μείωσης της φορολογίας και των εισφορών στην κοινωνική ασφάλιση.
• Η Ελλάδα εξακολουθεί να έχει αρνητικό ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών και αρνητική καθαρή διεθνή επενδυτική θέση.
• Οι επενδύσεις παραμένουν σε πολύ χαμηλό επίπεδο, με αποτέλεσμα να συρρικνώνεται το απόθεμα κεφαλαίου της οικονομίας.
Ο ακαθάριστος σχηματισμός παγίου κεφαλαίου μειώθηκε από 26% του ΑΕΠ το 2007 σε 11,1% του ΑΕΠ το 2018.
Οι καθαρές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου παραμένουν αρνητικές από το 2011. Συγκεκριμένα, το 2018 ανέρχονταν σε περίπου -8,8 δισ. ευρώ ή -4,8% του ονομαστικού ΑΕΠ.
Κι όλα αυτά συμβαίνουν, ενώ η παγκόσμια οικονομία μετασχηματίζεται από τις ραγδαίες αλλαγές που φέρνει η 4η βιομηχανική επανάσταση.
Η επιτάχυνση, λοιπόν, των επενδύσεων σε παραγωγικές και εξωστρεφείς δραστηριότητες αποτελεί στοίχημα ανάπτυξης – ακόμη και επιβίωσης – για την ελληνική οικονομία στα επόμενα χρόνια.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, για να φθάσει το καθαρό κεφαλαιακό απόθεμα την επόμενη δεκαετία στα επίπεδα του 2010, θα χρειαστεί αύξηση του ακαθάριστου σχηματισμού παγίου κεφαλαίου – πλην κατοικιών – κατά περίπου 5% ετησίως μέχρι το 2029.
Πρόκειται για ένα στόχο εφικτό, αλλά ιδιαίτερα απαιτητικό με βάση τις σημερινές συνθήκες.
Ευκαιρίες και πλεονεκτήματα για να αξιοποιήσουμε, υπάρχουν.
Λόγω της γεωγραφικής της θέσης, η χώρα παρέχει σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες σε μια σειρά από τομείς: στον τουρισμό, στην ενέργεια, στην εφοδιαστική αλυσίδα, στα δίκτυα, στο εμπόριο, στη φαρμακευτική βιομηχανία, στη μεταποίηση, στη ναυτιλία.
Ευκαιρίες υπάρχουν και στο πλαίσιο της αξιοποίησης της μεγάλης ακίνητης περιουσίας που διαθέτει το Ελληνικό Δημόσιο: μέσα από το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων ή μέσα από στρατηγικές συνεργασίες με ιδιώτες επενδυτές.
Η Ελλάδα, επίσης, έχει ένα ισχυρό ανθρώπινο δυναμικό, με υψηλής ποιότητας εκπαίδευση και ανταγωνιστικότητα κόστους.
Και βεβαίως, έχει πραγματοποιήσει τα τελευταία χρόνια αρκετές μεταρρυθμίσεις, οι οποίες αύξησαν την ευελιξία των αγορών και δημιούργησαν ευνοϊκότερο περιβάλλον για την ανάπτυξη εξωστρεφών δραστηριοτήτων.
Ωστόσο: παρά τις βελτιώσεις, το επενδυτικό και επιχειρηματικό περιβάλλον στη χώρα παραμένει αρκετά δύσβατο.
• Εξακολουθούμε, κατ’ αρχήν, να έχουμε ένα πολύ υψηλό απόθεμα μη εξυπηρετούμενων δανείων στους ισολογισμούς των τραπεζών, γεγονός που μειώνει την ικανότητα του τραπεζικού συστήματος να χρηματοδοτήσει υγιείς επιχειρηματικές πρωτοβουλίες και νέες επενδύσεις.
• Στο επίπεδο της φορολογίας, υπήρξαν πράγματι θετικές εξελίξεις το τελευταίο διάστημα, με την ψήφιση μιας σειράς ευνοϊκών ρυθμίσεων για τις επιχειρήσεις. Χρειάζονται, όμως, ακόμη περισσότερες κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση.
• Καλωσορίσαμε, επίσης, την ψήφιση του νέου αναπτυξιακού νόμου, ο οποίος – ενσωματώνοντας πολλές από τις προτάσεις της Επιμελητηριακής Κοινότητας – βελτιώνει αισθητά το επενδυτικό περιβάλλον. Απομακρύνει αρκετά γραφειοκρατικά, χωροταξικά και άλλα εμπόδια. Παρέχει κίνητρα και διευκολύνσεις.
• Ωστόσο, η λεγόμενη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της χώρας, παραμένει σε πολύ χαμηλά επίπεδα σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και δυστυχώς τα τελευταία χρόνια υποχωρεί, όπως προκύπτει από τη θέση της χώρας στις σχετικές διεθνείς κατατάξεις: το δείκτη ευχέρειας του επιχειρείν της Παγκόσμιας Τράπεζας (2018), το δείκτη παγκόσμιας ανταγωνιστικότητας του Παγκόσμιου Οικονομικού Φόρουμ (2018), αλλά και με βάση την παγκόσμια κατάταξη ανταγωνιστικότητας για το 2019 του IMD World Competitiveness Center.
• Έχουμε ακόμη εκτεταμένη γραφειοκρατία, ένα ασαφές και πολύπλοκο θεσμικό πλαίσιο, το οποίο δημιουργεί συνεχώς προσκόμματα.
• Είμαστε η δεύτερη από το τέλος χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όσο να φορά την αντίληψη για τη διαφθορά.
• Υστερούμε σε όλους τους δείκτες που αφορούν την ποιότητα του νομοθετικού έργου και τη διαδικασία απονομής δικαιοσύνης.
• Υστερούμε στην αξιοποίηση της έρευνας και της καινοτομίας. Με ελλιπή σύνδεση μεταξύ των φορέων που παράγουν τη γνώση και των φορέων που την εφαρμόζουν – ενσωματώνοντάς τη σε προϊόντα και υπηρεσίες.
Όλα αυτά τα ζητήματα καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε γρήγορα και αποτελεσματικά, για να καλυφθεί το επενδυτικό κενό.
Για να μπορέσουμε, με όχημα τις επενδύσεις, να επιτύχουμε τον παραγωγικό μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας: τη μετάβαση σε ένα νέο, υγιές αναπτυξιακό υπόδειγμα, με αιχμή την εξωστρέφεια, την παραγωγή ανταγωνιστικών προϊόντων και υπηρεσιών και την αύξηση των εθνικών μεριδίων στην παγκόσμια αγορά.
Ποια είναι τα θέματα που πρέπει να τεθούν σε προτεραιότητα:
• Βελτίωση των συνθηκών χρηματοδότησης. Αυτό σημαίνει, κατ’ αρχήν, δραστικότερη αντιμετώπιση του προβλήματος των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Χρειάζεται, επίσης, διεύρυνση των πηγών μακροπρόθεσμης χρηματοδότησης. Να αξιοποιηθούν οι δυνατότητες που προσφέρουν οι κεφαλαιαγορές και τα εργαλεία εναλλακτικής χρηματοδότησης, όπως είναι τα κεφάλαια επιχειρηματικών συμμετοχών, η συμμετοχική χρηματοδότηση και οι εξειδικευμένες χρηματιστηριακές πλατφόρμες αγορών μετοχών μικρομεσαίων επιχειρήσεων, οι μετατρέψιμες οµολογίες κ.λπ
• Αξιοποίηση των διαθέσιμων ευρωπαϊκών πόρων από τα διαρθρωτικά ταμεία, την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων και το Ευρωπαϊκό Ταμείο Στρατηγικών Επενδύσεων.
• Στοχευμένες παρεμβάσεις για την ενδυνάμωση των Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων, με αύξηση των πόρων από κοινοτικά και εθνικά προγράμματα, για την ενθάρρυνση επενδύσεων σε νέο εξοπλισμό και τεχνολογίες. Με περισσότερα και πιο ευέλικτα χρηματοδοτικά εργαλεία, με κίνητρα και παρεμβάσεις που ευνοούν την επιχειρηματική μεγέθυνση, την ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού, την εξωστρέφεια, την πρόσβαση στην καινοτομία.
• Επιτάχυνση του προγράμματος αποκρατικοποιήσεων, για την προσέλκυση μεγάλων άμεσων ξένων επενδύσεων.
• Αξιοποίηση των Συμπράξεων Δημοσίου και Ιδιωτικού Τομέα, για την κινητοποίηση επενδύσεων σε υποδομές, στον τουρισμό και αλλού.
• Αύξηση των Δημοσίων Επενδύσεων
• Συνέχιση των μεταρρυθμίσεων για την άρση αντικινήτρων, όπως είναι η γραφειοκρατία, η ασάφεια και αστάθεια του νομοθετικού, ρυθμιστικού και θεσμικού πλαισίου, οι καθυστερήσεις στη δικαστική επίλυση των διαφορών.
• Ισχυροποίηση της ανεξάρτητης λειτουργίας των θεσμών και ενίσχυση του κράτους δικαίου.
• Ενίσχυση του «τριγώνου της γνώσης» δηλαδή της εκπαίδευσης, της έρευνας και της καινοτομίας. Με διασφάλιση της αυτονομίας της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και συμμετοχή των επιχειρήσεων στη χρηματοδότηση της έρευνας και στην αξιοποίηση των αποτελεσμάτων της.
• Διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους εταίρους, για τη μείωση των στόχων για το πρωτογενές πλεόνασμα, ώστε να καταστεί εφικτή η περαιτέρω μείωση των φορολογικών συντελεστών και των ασφαλιστικών εισφορών.
Σε λίγες μέρες μια νέα δεκαετία ξεκινά. Είναι στο χέρι μας να διασφαλίσουμε ότι θα είναι μια δεκαετία καλύτερη για την Ελλάδα, για τις επιχειρήσεις, για τους πολίτες.
Από την πλευρά της κυβέρνησης, έχουμε δει μέχρι τώρα αρκετά θετικά μηνύματα, τα οποία δίνουν το στίγμα μιας πολιτικής φιλικής προς την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις.
Μένει, όμως, όλα αυτά να εφαρμοστούν στην πράξη.
Μέσα σε ένα διεθνές περιβάλλον που γίνεται όλο και πιο αβέβαιο, δεν υπάρχει κανένα περιθώριο εφησυχασμού.
Η συστηματική ενίσχυση της ανάπτυξης αποτελεί μονόδρομο, για να μπορέσει η χώρα να επουλώσει τις πληγές της κρίσης και να αποτρέψει παρόμοιες κρίσεις στο μέλλον.
Ο στόχος αυτός περνά απαραίτητα μέσα από την αύξηση των παραγωγικών επενδύσεων και της εξωστρέφειας.
Τώρα είναι η στιγμή να κινηθούμε ταχύτερα και αποφασιστικά προς αυτή την κατεύθυνση. Να δημιουργήσουμε ένα γόνιμο έδαφος, στο οποίο οι ελληνικές επιχειρήσεις θα μπορέσουν να αναπτυχθούν, να απελευθερώσουν τις δυνάμεις τους και να προσθέσουν αξία στην εθνική οικονομία.
Τα Επιμελητήρια της χώρας είναι και θα συνεχίσουν να βρίσκονται δίπλα τους, στηρίζοντας τις προσπάθειές τους.