Τη θέση του για τα κόκκινα δάνεια δημοσιοποίησε ο ΣΥΡΙΖΑ σχολιάζοντας τις πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες το υπουργείο Ανάπτυξης έχει εκπονήσει πρόταση νόμου για λύση στο πρόβλημα του ιδιωτικού χρέους, η οποία έχει ήδη σταλεί στις τράπεζες για διαβούλευση.
“Οι ιδιώτες δανειολήπτες, που χρωστούν στεγαστικά, καταναλωτικά και πιστωτικές κάρτες αλλά διαθέτουν ακίνητα, δηλαδή τα σπίτια τους, δεν θα έχουν ευνοϊκές ρυθμίσεις.
Για αυτούς επιλέγεται η λύση του ενοικίου, αφού πρώτα όμως θα έχει κατασχεθεί η κατοικία τους. Δηλαδή οδηγούνται σε κατασχέσεις των κατοικιών τους και το μόνο που θα κερδίσουν είναι να πληρώνουν ένα ενοίκιο για να μένουν για ένα χρονικό διάστημα στο σπίτι τους, που δεν θα τους ανήκει πλέον” σημειώνει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Αναλυτικά η ανακοίνωση της Κουμουνδούρου:
Σύμφωνα με δημοσιεύματα του κυριακάτικου τύπου το Υπουργείο Ανάπτυξης έχει εκπονήσει πρόταση νόμου για λύση στα κόκκινα δάνεια που έχει ήδη σταλεί στις τράπεζες για διαβούλευση.
Όπως φαίνεται προωθείται λύση για τα επιχειρηματικά κόκκινα δάνεια και για τον καθορισμό της βιωσιμότητας των επιχειρήσεων, αλλά η τελική έγκριση θα εξαρτάται από τις αποφάσεις των τραπεζών.
Προβάλλονται με υπερβολικό τρόπο ως απόλυτα ευνοϊκά μέτρα η μερική διαγραφή προστίμων και προσαυξήσεων για οφειλές προς Δημόσιο, ασφαλιστικά ταμεία για το χρονικό διάστημα 1/1/2010 μέχρι 31/12/2013, επιμήκυνση χρονικού διαστήματος αποπληρωμής του υπολοίπου σε 120 δόσεις και ρύθμιση των χρεών προς εργαζόμενους για αποπληρωμή σε 12 μήνες.
Στην πραγματικότητα επελέγη η λύση της αποδέσμευσης των σχεδίων εξυγίανσης των επιχειρήσεων από τα δικαστήρια, αφού ο ρόλος των δικαστηρίων περιορίζεται στην έγκριση του σχεδίου αναδιάρθρωσης, που θα συμφωνηθεί μεταξύ πιστωτών και οφειλετών.
Με το δεδομένο ότι τα σχέδια αναδιάρθρωσης, που θα εκπονούνται για την υπαγωγή των προβληματικών επιχειρήσεων στη ρύθμιση, θα πρέπει να συμφωνούνται από το 60 % των πιστωτών, που κατέχουν το 40 % των εμπραγμάτων διασφαλίσεων, είναι φανερό ότι η συμφωνία και οι αποφάσεις θα γίνονται από τις διοικήσεις των υπερχρεωμένων επιχειρήσεων και της πλειοψηφίας των πιστωτών τους, που στην πραγματικότητα είναι οι τράπεζες.
Κατά συνέπεια δίνεται η απόλυτη δικαιοδοσία στις τράπεζες, που εκ των πραγμάτων αποτελούν την πλειοψηφία των πιστωτών και κατέχουν και το μεγαλύτερο μέρος των εμπράγματων διασφαλίσεων.
Για μια ακόμη φορά, επιλέγεται τραπεζοκεντρική διαχείριση του προβλήματος του ιδιωτικού χρέους, αφού η απόλυτη κυριαρχία και δικαιοδοσία απόφασης αναδιάρθρωσης των επιχειρήσεων αφήνεται στις τράπεζες χωρίς τη μεσολάβηση έστω και μιας υπηρεσίας του Υπουργείου Ανάπτυξης.
Δηλαδή το σημαντικότερο είναι ότι θα αποφασίζουν οι τράπεζες την ταχεία εκκαθάριση των επιχειρήσεων που βρίσκονται σε δεινή οικονομική θέση και αντιμετωπίζουν προβλήματα βιωσιμότητας, χωρίς να υπάρχουν οποιαδήποτε αντικειμενικά κριτήρια και χωρίς να θεωρείται απαραίτητο να ληφθεί υπόψη αν οι επιχειρήσεις αυτές μπορούν να ενταχθούν σε ένα σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας, ή να διατηρούν θέσεις εργασίας για την καταπολέμηση της ανεργίας.
Στην πραγματικότητα υλοποιείται το σχέδιο άλωσης της ιδιωτικής περιουσίας.
Πολλές επιχειρήσεις, που δεν θα κριθούν βιώσιμες (δικαιοδοσία τραπεζών), θα εξαναγκαστούν σε εκκαθαρίσεις ή πωλήσεις μέρους ή του συνόλου των περιουσιακών τους στοιχείων.
Οι επιχειρήσεις που θα κριθούν από τις τράπεζες ότι είναι βιώσιμες, θα ενταχθούν στη νομοθετική ρύθμιση αλλά θα εξαναγκαστούν να κεφαλαιοποιήσουν μέρος των χρεών τους και ίσως οι μέτοχοι να χάσουν την πλειοψηφία των μετοχών της επιχείρησης, ενώ οι ρυθμίσεις, που σχεδιάζονται θα είναι κυρίως επιμήκυνση της περιόδου αποπληρωμής των οφειλών τους και ίσως κάποιες διαγραφές χρεών χωρίς να έχουν διευκρινιστεί κάποιοι περιορισμοί ή κανόνες για το είδος και τα ποσά των διαγραφών.
Φαίνεται ότι απελευθερώνονται πλήρως οι αδιαφανείς διαδικασίες για ορισμένες χαριστικές διαγραφές χρεών, όπως για παράδειγμα σε υπερχρεωμένες επιχειρήσεις ΜΜΕ.
Οι ιδιώτες δανειολήπτες, που χρωστούν στεγαστικά, καταναλωτικά και πιστωτικές κάρτες αλλά διαθέτουν ακίνητα, δηλαδή τα σπίτια τους, δεν θα έχουν ευνοϊκές ρυθμίσεις.
Για αυτούς επιλέγεται η λύση του ενοικίου, αφού πρώτα όμως θα έχει κατασχεθεί η κατοικία τους. Δηλαδή οδηγούνται σε κατασχέσεις των κατοικιών τους και το μόνο που θα κερδίσουν είναι να πληρώνουν ένα ενοίκιο για να μένουν για ένα χρονικό διάστημα στο σπίτι τους, που δεν θα τους ανήκει πλέον.
Έτσι αποδεικνύεται ότι η μόνη λύση για τη λαίλαπα των εξώσεων και της άλωσης της ιδιωτικής περιουσίας είναι η πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θεωρεί ότι το πρόβλημα της διαχείρισης του ιδιωτικού χρέους μπορεί να επιλυθεί μόνο με την ευθύνη της ίδιας της πολιτείας, που θα αναλάβει τη θεσμοθέτηση και την εποπτεία της εφαρμογής ενός απλού, αποτελεσματικού, διαφανούς και κοινωνικά δίκαιου προγράμματος ρύθμισης των κόκκινων δανείων, προσαρμοσμένου στις ανάγκες διαβίωσης και τις πραγματικές δυνατότητες αποπληρωμής των υποχρεώσεων των δανειοληπτών, το οποίο θα είναι δυνατό να επεκταθεί και στη διαχείριση των ληξιπροθέσμων οφειλών προς το Δημόσιο, τα ασφαλιστικά ταμεία και τις ΔΕΚΟ.
Επομένως με βάση αυτές τις επιλογές, για την αποτελεσματικότητα των λύσεων, είναι καθοριστική η δημιουργία ενός ενδιάμεσου δημόσιου, κοινωνικά ελεγχόμενου, φορέα διαχείρισης του ιδιωτικού χρέους, που να λογοδοτεί μέσω της πολιτείας στην ίδια την κοινωνία.
Παράλληλα η εξυγίανση των επιχειρήσεων θα έπρεπε να συνδυαστεί με ένα συνολικό σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας αλλά και με την προοπτική της καταπολέμησης της ανεργίας.
Αν η βιωσιμότητα των επιχειρήσεων κριθεί από τις τράπεζες και δεν τεθούν αντικειμενικά κριτήρια, τότε κινδυνεύει να καταστραφεί ακόμη περισσότερο η παραγωγική δομή της χώρας.
Επίσης η προστασία της πρώτης και μόνης κατοικίας αποτελεί άμεση προτεραιότητα και για το λόγο αυτό το πλαίσιο ρύθμισης θα πρέπει να περιλαμβάνει και διαγραφές οφειλών, αρχίζοντας από τις περιπτώσεις αντικειμενικής μόνιμης αδυναμίας αποπληρωμής, δηλαδή για χρέη, που δεν υπάρχει καμία δυνατότητα να αποπληρωθούν, με βάση συγκεκριμένα κοινωνικά κριτήρια.
Μόνο με την ολοκληρωμένη πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι δυνατόν να βρεθούν λύσεις έτσι ώστε να επιτευχθεί η εξυγίανση των επιχειρήσεων, η ανακούφιση των υπερχρεωμένων δανειοληπτών αλλά και η εξυγίανση των τραπεζών»