Οι ΗΠΑ ανακοίνωσαν την επιβολή νέων κυρώσεων εναντίον του Ιράν, στοχεύοντας ένα «ναυτιλιακό δίκτυο» που κατηγορείται για παράνομη πώληση ιρανικού πετρελαίου.
Τα τιμωρητικά μέτρα αφορούν συνολικά 16 οντότητες, 11 πλοία και 10 πρόσωπα, ανακοίνωσε το αμερικανικό Υπουργείο Οικονομικών.
Σχεδόν την ίδια στιγμή με την ανακοίνωση της νέας δέσμης των αμερικανικών κυρώσεων, το ιρανικό τηλεοπτικό δίκτυο Alam TV μετέδωσε ότι «εντός ωρών» η Ισλαμική Δημοκρατία θα ανακοινώσει βήματα προς περαιτέρω υποχώρηση από τις δεσμεύσεις της βάσει της διεθνούς συμφωνίας του 2015 για το πυρηνικό της πρόγραμμα, από την οποία η Ουάσινγκτον αποχώρησε μονομερώς το 2018.
Σύμφωνα με τον Αμερικανό υπουργό Οικονομικών Στίβεν Μνιούτσιν, το «Ιράν συνεχίζει τις προκλήσεις του με σκοπό την αποσταθεροποίηση της περιοχής και του κόσμου» και οι νέες κυρώσεις «δείχνουν σαφώς ότι όσοι αγοράζουν ιρανικό πετρέλαιο υποστηρίζουν άμεσα το τρομοκρατικό σκέλος του Ιράν, τη δύναμη αλ Κουντς των Φρουρών της Επανάστασης», της επίλεκτης μονάδας του ιρανικού στρατού που είναι υπεύθυνο για τις επιχειρήσεις στο εξωτερικό.
Το «δίκτυο», που καταγγέλλεται από την κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ, «καθοδηγείται από τη δύναμη Κουντς και τον τρομοκράτη σύμμαχό της Χεζμπολάχ», το λιβανέζικο σιιτικό κίνημα, το οποίο επίσης επωφελείται «οικονομικά» από τις δραστηριότητες του δικτύου, τόνισε το αμερικανικό υπουργείο.
«Πέρσι, η αλ Κουντς μετέφερε πετρέλαιο αξίας εκατοντάδων εκατομμυρίων δολαρίων ή και περισσότερο μέσω αυτού του δικτύου, προς όφελος του βάρβαρου καθεστώτος Άσαντ» στη Συρία, «της Χεζμπολάχ και άλλων παράνομων φορέων», πρόσθεσε.
Η Ουάσινγκτον πιστεύει ότι επικεφαλής του δικτύου είναι ο πρώην υπουργός Πετρελαίου του Ιράν, ο Ροστάμ Κασεμί, ο οποίος σήμερα είναι «ανώτερος αξιωματικός του σώματος Κουντς», και σε βάρος του έχουν επιβληθεί κυρώσεις.
Εν τω μεταξύ, το Στέιτ Ντιπάρτμεντ ανακοίνωσε ότι θα προσφέρει αμοιβές ύψους έως και 15 εκατομμυρίων δολαρίων σε όσους παράσχουν πληροφορίες που μπορούν να βοηθήσουν να στοχοθετηθούν «χρηματοοικονομικές συναλλαγές των Φρουρών της Επανάστασης και της δύναμης Κουντς».
Είναι η πρώτη φορά που οι Ηνωμένες Πολιτείες προσφέρουν αμοιβή για πληροφορίες που στοχεύουν τις χρηματοοικονομικές συναλλαγές μιας κυβερνητικής οντότητας, δήλωσε ένας ανώτερος κυβερνητικός αξιωματούχος.