Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι την κύρια ευθύνη για την οικονομική κρίση στην Ελλάδα την έχουμε εμείς.
Οι πολιτικοί αλλά και οι πολίτες, το κράτος αλλά και οι διαμορφωτές της κοινής γνώμης πνευματική ηγεσία και Μ.Μ.Ε., η αστική τάξη αλλά και ο λαός.
Αυτή η παραδοχή όμως δεν σημαίνει ότι παραγράφονται οι ευθύνες των Ευρωπαίων εταίρων αλλά και των Ευρωπαϊκών θεσμών.
Μπορεί η Ελλάδα –και όχι μόνο- να χρησιμοποίησε την «δημιουργική λογιστική» για να μπει στην Ο.Ν.Ε. αλλά κάποιοι έκαναν τα στραβά μάτια.
Όχι μόνο στην «παραχάραξη» των στοιχείων αλλά κυρίως στα τεράστια διαρθρωτικά προβλήματα της οικονομίας της, ο αντιπαραγωγικός χαρακτήρας της οποίας ήταν θέμα χρόνου να την οδηγήσει στα βράχια.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σε μόλις οκτώ χρόνια η χώρα απώλεσε το 25% της ανταγωνιστικότητάς της δίχως –κατά βάση- αυτό να οφείλεται στην αύξηση του κόστους εργασίας.
Η κοινωνία «μάτωσε», πληρώνοντας δυσανάλογο κόστος σε σχέση με τις ευθύνες της, γιατί σήκωσε και το βάρος της «διάσωσης» Ευρωπαϊκών τραπεζών.
Η χώρα «θυσιάστηκε» με πολιτικά «ανήθικο» τρόπο αφού –με βαριά ευθύνη και του Γ.Α.Π.- εξαναγκάστηκε να υπαχθεί σε μνημόνια τα οποία όλοι οι υπεύθυνοι ομολογούν –κατόπιν εορτής βέβαια- ότι ήταν λάθος.
Κατ’ επανάληψη πολιτικοί και στελέχη των «θεσμών» -μεταξύ των οποίων οι κύριοι Γιουνκέρ, Στρος Καν, Λαγκαρντ- ομολογούν τα «λάθη» εστιάζοντας κυρίως σε δύο σημεία, στην μη αναδιάρθρωση/κούρεμα του χρέους το 2010 και στα υπερβολικά μέτρα λιτότητας που επιβλήθηκαν στου πολίτες.
Ο πρώην Γ.Δ. του Δ.Ν.Τ. έχει δημόσια καταγγείλει: «τον “βλακώδη” η “καταστροφικό” χαρακτήρα των “αυστηρών δημοσιονομικών προσαρμογών” που ήταν ο κανόνας στην ευρωζώνη στη διάρκεια της κρίσης».
Ο πρώην Πρόεδρος της Γαλλίας Βαλερί Ζισκάρ Ντ΄ Εστέν δήλωσε ότι: «ζητήθηκαν υπερβολές από τους Έλληνες…», ενώ ο οικονομολόγος του Ταμείου Ολιβιέ Μπλανσάρ είχε προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων όταν αναγνώρισε ότι «το ΔΝΤ υποτίμησε τους πολλαπλασιαστές που μετρούν τις επιπτώσεις των μέτρων λιτότητας στην ανάπτυξη».
Με απλά λόγια ο βίαιος τρόπος με τον οποίον επιχειρήθηκε να περιοριστούν τα ελλείμματα -μέσα στα απόνερα της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης- βύθισε την χώρα στην ύφεση απομειώνοντας δραματικά τα φορολογικά έσοδα και παγιδεύοντας την οικονομία σε ένα καθοδικό σπιράλ.
Η ιστορία θυμίζει λίγο το συμπαθές τετράποδο το οποίο, μόλις εκπαιδεύτηκε από τον ιδιοκτήτη του να μην τρώει, ψόφησε.
Ο Ζαν-Κλοντ Γιουνκέρ αναφερόμενος στο δημόσιο χρέος της Ιταλίας -σύμφωνα με τη Eurostat στις αρχές του 2018 είχε διαμορφωθεί σε 134,1% του ΑΕΠ- δήλωσε ότι κατά την άποψή του δεν πρέπει «να δώσουν ένα μάθημα στη Ρώμη» αφού: «Αυτό έγινε απέναντι στην Ελλάδα σε μεγάλο βαθμό, κυρίως από τις γερμανόφωνες χώρες».
Πριν η Ελλάδα καταντήσει το εξιλαστήριο θύμα, για να ξεπλυθούν και οι «αμαρτίες» μεγάλων ευρωπαϊκών (Γερμανικών, Γαλλικών, Ιταλικών, κ.λπ.) τραπεζών και Ευρωπαϊκών οργάνων, βολόδερνε για μια εικοσαετία παγιδευμένη από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 ανάμεσα στην Σκύλα(Δημόσιο Χρέος) και την Χάρυβδη(ύφεση).
Η αποβιομηχανοποιημένη και αποδιοργανωμένη οικονομίας της -λειτουργώντας στο πεδίο μιας εφησυχασμένης και παραδομένης στον απερίσκεπτο καταναλωτισμό κοινωνίας- αμυνόταν με την συνεχή διολίσθηση και τις υποτιμήσεις να κρατηθεί όρθια.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η δραχμή είχε υποτιμηθεί από το 1980 έως το 1999 κατά 900%!!! έναντι του δολαρίου.
Η χρηματιστηριακή «Άνοιξη» αντί να οδηγήσει σε αναγέννηση του παραγωγικού ιστού της οικονομίας και την βιομηχανία σε νέα άνθηση έγινε πεδίο λαφυραγώγησης των αποταμιεύσεων, αλλά και πάγιων περιουσιακών στοιχείων, από επιτήδειους και «φίλους λαφυραγωγούς» με ευθύνη της κυβέρνησης Σημίτη.
Με αυτές τις συνθήκες -ακόμα και αν τα στοιχεία με βάση τα οποία έγινε δεκτή η χώρα στο ευρώ δεν ήταν πλαστά- η εγκατάλειψη της νομισματικής μας αυτοτέλειας και κυριαρχίας αποτέλεσε τεράστιο λάθος.
Η Ελλάδα μπαίνοντας «γυμνή» στο ενιαίο νόμισμα, αδυνατώντας να συναγωνιστεί για διάφορους λόγους την παραγωγικότητα των περισσοτέρων εταίρων της, είχε υπογράψει τη οικονομική της καταδίκη.
Η ύφεση, που οδήγησε στην εκτίναξη του ελλείμματος το 2009, πέραν των ενδογενών αιτίων, ήταν απότοκος της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, δηλαδή εισαγόμενη.
Σήμερα, μπροστά στην κυοφορούμενη νέα οικονομική θύελλα –την οποία προμηνύουν, ο εμπορικός πόλεμος Η.Π.Α.-Κίνας, το επαπειλούμενο άναρχο Brexit, η εξελισσόμενη ύφεση της Γερμανικής οικονομίας, κ.λπ.- η Ελλάδα είναι δεσμευμένη, από την προηγούμενη κυβέρνηση, έναντι των εταίρων να επιτύχει πρωτογενή πλεονάσματα τα οποία είναι εξωπραγματικά υπό τις διαμορφούμενες συνθήκες.
Ασφαλώς δεν πρέπει να σιωπήσουμε ακόμα μια φορά και να επωμιστούμε βάρη τα οποία δεν μας αναλογούν.
Δεν μπορεί η Ελλάδα να είναι «υπεύθυνη και μόνη» απέναντι στα εισαγόμενα οικονομικά προβλήματα.
Αυτό πρέπει να επισημανθεί στους Ευρωπαίους ηγέτες από τον πρωθυπουργό.
Δεν πρόκειται για επίκληση της αλληλεγγύης, αλλά για επισήμανση της εταιρικής ευθύνης.
Ο Πρωθυπουργός πρέπει να σταθεί απέναντι στην κυρία Μέρκελ με αποφασιστικότητα και αυτοπεποίθηση.
Με την αυτοπεποίθηση που χαρακτηρίζει τους μεγάλους ηγέτες όταν υπερασπίζονται δίκαιες υποθέσεις.
Με την αυτοπεποίθηση με την οποία ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ανέτρεψε την απόφαση της Γερμανίας και του Χέλμουτ Σμιτ να αντιταχθεί στην ένταξη της Ελλάδας στην Ε.Ο.Κ. κερδίζοντας ταυτόχρονα την φιλία, την απεριόριστη εκτίμηση και τον θαυμασμό του.
Σύμφωνα με την προσωπική μαρτυρία της κυρίας Αρβελέρ, όταν ο Σμιτ είπε στον Καραμανλή ότι είναι αντίθετος στην ένταξη της Ελλάδας αυτός του απάντησε:
«Εσείς που έχετε αιματοκυλίσει την Ευρώπη δύο φορές, έχετε δικαίωμα να είστε μέσα στην Κοινότητα και εμείς που δώσαμε τα φώτα σε όλους εσάς, θα είμαστε εκτός;
»Να ξέρετε, αυτό που σας λέω μεταξύ μας, τώρα που θα σταθούμε μπροστά στους δημοσιογράφους που μας περιμένουν έξω, θα το πω δημοσίως!».
Όταν σε λίγο στάθηκαν μπροστά στους δημοσιογράφους για τις δηλώσεις ο Σμιτ μιλώντας πρώτος δήλωνε: «είμαστε υπέρ της Ελλάδας, πρέπει να μπει στην Κοινότητα»!!!
Εμπρός λοιπόν κύριε Πρωθυπουργέ, αυτός είναι ο δρόμος και η χώρα θα είναι στοιχημένη πίσω σας.
Όχι σε παράλογες και καταστροφικές απαιτήσεις όπως αυτές του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. το 2015. Αλλά με την, απόλυτα λογική, απαίτηση να μην είναι η χώρα υποχρεωμένη –σε συνθήκες παγκόσμιας ύφεσης- να επιτύχει εξωπραγματικά πλεονάσματα.
Το go back του κυρίου Τσίπρα ασφαλώς σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να επαναληφθεί.
Όμως ούτε το επίσης καταστροφικό yes sir σε όλα του κυρίου Παπανδρέου –όπως έχει καταγραφεί σε πλήθος μαρτυριών- ενδείκνυται. Απέναντι στους Ευρωπαίους ηγέτες να σταθούμε όρθιοι αναλαμβάνοντας το μερίδιο της ευθύνης που μας αναλογεί. Αλλά μόνον αυτό.
Το μήνυμα οφείλει να είναι σαφές: θα είμαστε συνεπείς στις υποχρεώσεις μας, αλλά είναι ανήθικο και αδύνατο να σηκώσουμε πάλι και εισαγόμενα βάρη. Ό,τι δώσαμε, δώσαμε.