Ο Κωνσταντίνος Κατσίφας προσέφερε με τον θάνατό του σπουδαία εθνική υπηρεσία.
Μας υπενθύμισε με τον πλέον τραγικό τρόπο αυτό που είμαστε ως κοινωνία: «ανεπίδεκτοι μαθήσεως».
Όλες αυτές τις μέρες, ποταμοί εμφύλιου μίσους και ανιστόρητης βλακείας κατέκλυσαν τον «δημόσιο λόγο» μας παντού, από τους χώρους της θεσμικής ευθύνης μέχρι τον «καφενέ» των μέσων κοινωνικής δικτύωσης και τους βόθρους της «ιδιωτικής» τηλεόρασης.
Ειπώθηκαν και γράφτηκαν τα πάντα, εκτός από την αλήθεια.
Η αλήθεια αυτή είναι ότι ο Ελληνισμός της Βορείου Ηπείρου αφέθηκε για δεκαετίες στην τύχη του, έρμαιο των «παιχνιδιών» μυστικών υπηρεσιών, «πονηρών πολιτευτών», τζιχαντιστών κληρικών και των πάντα απαραίτητων «χρήσιμων ηλίθιων».
Αποτέλεσμα αυτής της κατάστασης που διαρκεί ήδη από το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, είναι ο δημογραφικός αφελληνισμός της Βορείου Ηπείρου, ο οποίος ολοκληρώθηκε μετά την κατάρρευση του «υπαρκτού».
Το ελληνικό κράτος, από τα τέλη της δεκαετίας του 1980 μέχρι σήμερα, δεν «κατόρθωσε» να συγκροτήσει μια σοβαρή εθνική πολιτική για την Βόρειο Ήπειρο, γεγονός απολύτως εξηγήσιμο αν σκεφτούμε ότι δεν το έκανε ούτε για τη… Νότιο Ήπειρο-αρκεί να σκεφτούμε ότι η Θεσπρωτία, στους καιρούς της μεγάλης…«ανάπτυξης», της εισόδου στην ΟΝΕ και των… «μεγάλων έργων» ήταν η φτωχότερη Περιφέρεια της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Ελλάδα, η μόνη χώρα των Βαλκανίων που ήταν πλήρες μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης όταν περνούσαν από τον «υπαρκτό σοσιαλισμό» στην «ελεύθερη οικονομία» και έγινε η χώρα υποδοχής εκατοντάδων χιλιάδων μεταναστών από τα Βαλκάνια και ιδιαίτερα από την Αλβανία, «κατάφερε» να βρεθεί σε καθεστώς γεωπολιτικής απομόνωσης.
Το «κατάφερε» γιατί αυτοί που την κυβερνούσαν, όχι μόνο δεν είχαν στοιχειώδη εθνική στρατηγική για τα Βαλκάνια και για την δημιουργική ενσωμάτωση των μεταναστών στην ελληνική κοινωνία, αλλά «επένδυαν» ψηφοθηρικά στον ηλίθιο ρατσισμό και στην ξενοφοβία που αποτελούν το διαχρονικό προπέτασμα της άθλιας εργασιακής εκμετάλλευσης, της σύγχρονης εμπορίας ανθρώπων και του γρήγορου και άκοπου κέρδους της ιδιωτικής πρωτοβουλίας.
Κι έτσι, αντί η Ελλάδα να είναι «χώρα οδηγός» στα Βαλκάνια, αντί να είναι ο ρυθμιστής στις διαδικασίες διεύρυνσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αντί να είναι κυρίαρχη οικονομική (άρα και πολιτική) δύναμη, αντί να αντιμετωπίζεται από τους μετανάστες ως «δεύτερη Πατρίδα», έγινε το κλωτσοσκούφι του κάθε Μπερίσα, του κάθε Νάνο, του κάθε Ράμα, του κάθε Γκρουέφσκι και του κάθε Ζάεφ.
Αυτή είναι η αλήθεια.
Αυτή η αλήθεια δεν αλλάζει ούτε με ριπές καλάσνικωφ από έναν απελπισμένο άνθρωπο, ούτε με τις «τζάμπα μαγκιές» διάφορων «κουραδόψυχων» που ο… «πατριωτισμός» τους είναι γνωστός από τους καιρούς που ορκίζονταν «πίστη στον φύρερ» ή άνοιγαν την πόρτα της Κύπρου στον Αττίλα…
Και σίγουρα δεν ανατρέπεται από εκρήξεις «εθνικής οργής» που εκδηλώνεται στο Facebook ή στα βοθροκάναλα της διαπλοκής.
Θα ανατραπεί αν καταφέρουμε να δημιουργήσουμε τις θεσμικές και τις πολιτικές προϋποθέσεις εθνικής συνεννόησης και χάραξης κοινής «γραμμής» στα κυρίαρχα εθνικά και κοινωνικά ζητήματα, μακρυά από πλειοδοσίες εντυπωσιασμού και από ιδεοληψίες περασμένων δεκαετιών ή και αιώνων.
Με εθνική αυτοπεποίθηση και όχι ξενοφοβία, ρατσισμό και περιχαράκωση, με επιμονή στην υπεράσπιση των δικαίων μας και στις αρχές της φιλίας και της καλής γειτονίας με τους λαούς των Βαλκανίων.
Οτιδήποτε άλλο, θα μας φέρει μόνο νέα πένθη, νέα μοιρολόγια και νέες «χαμένες Πατρίδες».