Η επίθεση που δέχθηκαν οι ελληνικές τράπεζες την περασμένη εβδομάδα στο Χρηματιστήριο, είχε για πολλούς κερδοσκοπικά χαρακτηριστικά, μια που δεν έχει προκύψει κανένα νέο στοιχείο το οποίο να ανατρέπει τα σημερινά δεδομένα για την κατάσταση του τραπεζικού συστήματος.
Σε αυτή την κατεύθυνση κινήθηκαν οι δηλώσεις, τόσο των κυβερνητικών στελεχών, όσο και του κ. Στουρνάρα, ενώ στη συγκράτηση της ανησυχίας συνέβαλε και η πρόσφατη αναβάθμιση του αξιόχρεου των τραπεζών από τον οίκο Fitch, μετά την πρόσφατη άρση των περιορισμών στις αναλήψεις καταθέσεων.
Ωστόσο, ακόμη και οι κερδοσκοπικές επιθέσεις χρειάζονται ευάλωτους στόχους για να αναπτυχθούν.
Και δυστυχώς, το τραπεζικό σύστημα της χώρας, παρά τις διαδοχικές ανακεφαλαιοποιήσεις, εξακολουθεί να ταλαιπωρείται από σημαντικά προβλήματα και αδυναμίες.
Το ύψος των μη εξυπηρετούμενων δανείων παραμένει υψηλό, προκαλώντας προβληματισμό στις αγορές για την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών.
Η ανάπτυξη των καταθέσεων και η άντληση ρευστότητας από τις αγορές, καθυστερούν.
Ως αποτέλεσμα, η συμβολή του τραπεζικού τομέα στη χρηματοδότηση της ανάπτυξης, μέσω της παροχής νέων πιστώσεων, παραμένει ελάχιστη και σε κάθε περίπτωση ανεπαρκής, με βάση τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας.
Ανεξάρτητα, λοιπόν, με τα κίνητρα του sell-off της περασμένης Τετάρτης, η αποκατάσταση της κανονικότητας στη λειτουργία του τραπεζικού συστήματος είναι ένα ζήτημα που θα πρέπει να μας απασχολεί σοβαρά.
Είναι αλήθεια ότι για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, θα χρειαστούν δραστικότερες λύσεις.
Μεταξύ αυτών, μπορεί να είναι η διαγραφή χρεών σε πτωχευμένες επιχειρήσεις, η ένταξη εισπράξιμων οφειλών σε σύστημα δόσεων, η λήψη αναγκαστικών μέτρων για την αντιμετώπιση των συστηματικών κακοπληρωτών, καθώς και η ταχεία επίλυση των εκκρεμών υποθέσεων από τον Μηχανισμό Επίλυσης Διαφορών.
Απαραίτητη είναι, επίσης, η υιοθέτηση μιας πιο ενεργητικής στάσης από την πλευρά των ίδιων των τραπεζών, για την ανασύνταξη και την ανάπτυξή τους, μέσα από τον έλεγχο το κόστους λειτουργίας τους, τον σχεδιασμό νέων προϊόντων και υπηρεσιών και – κυρίως – την υποστήριξη νέων, υγιών επιχειρήσεων, με εξωστρεφή προσανατολισμό και δυναμική.
Επιπλέον, θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι η αξιοπιστία των τραπεζών βρίσκεται σε άμεση συνάρτηση και αλληλεπίδραση, με αυτή της ελληνικής οικονομίας.
Όσο πιο γρήγορα καταφέρει η χώρα να ανακτήσει την εμπιστοσύνη των αγορών, διατηρώντας ένα σταθερό μακροοικονομικό περιβάλλον, εφαρμόζοντας μια υπεύθυνη δημοσιονομική πολιτική και προωθώντας με συνέπεια τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, τόσο πιο γρήγορα θα βελτιωθεί και η πρόσβαση των τραπεζών σε ρευστότητα.
Η αλήθεια είναι ότι χωρίς υγιές και ισχυρό τραπεζικό σύστημα, η χώρα δεν μπορεί να ελπίζει σε βιώσιμη ανάπτυξη.
Κι αντίστοιχα, χωρίς οικονομική μεγέθυνση, η οποία θα δημιουργήσει νέα ζήτηση, θα αυξήσει την απασχόληση και αντίστοιχα την κατανάλωση, τις καταθέσεις και την αξία των δανείων, οι τράπεζες δεν θα μπορέσουν να αποκτήσουν ξανά προοπτική.
Η προσπάθεια, λοιπόν, αφορά όλους και θα πρέπει να προχωρήσει, με τόλμη και αποφασιστικότητα.