Τελικά ίσως αυτό να ήταν που έλειπε τόσες δεκαετίες τώρα από την προσπάθεια για την επιστροφή των Γλυπτών του Παρθενώνα – μια πρόχειρη, μάλλον αρχικά αφελής παρέμβαση από έναν σταρ του Χόλιγουντ.
Ο Τζορτζ Κλούνεϊ έχει πράγματι καταφέρει να συντηρείται εδώ και μέρες στα βρετανικά μέσα ενημέρωσης το θέμα των Γλυπτών. Η πρώτη και κυρίως η δεύτερη (από το Λονδίνο) δήλωσή του υπέρ της επιστροφής των Γλυπτών, με αφορμή την ταινία του The Monuments Men, που εξιστορεί τη δράση μιας ομάδας ανθρώπων που κατάφεραν να εντοπίσουν και να ανακτήσουν 5 εκατομμύρια κλεμμένα έργα τέχνης από τους Ναζί, αναζωπύρωσαν από το πουθενά τη συζήτηση.
Είναι ξεκάθαρο ότι από τη στιγμή που ολοκληρώθηκε η κατασκευή του Νέου Μουσείου Ακρόπολης οι επικεφαλής του Βρετανικού Μουσείου αισθάνονται πολύ άβολα να μιλούν για τα Γλυπτά. Το λονδρέζικο ίδρυμα έχει περάσει σε θέση αμυνομένου, οι ισορροπίες έχουν αλλάξει.
Η αλλαγή είχε αρχίσει να συντελείται πολύ πριν, όταν σημειώθηκε μια απλή μετατόπιση έμφασης στο ελληνικό επιχείρημα. Η λέξη «επιστροφή» αντικαταστάθηκε από τη λέξη «επανένωση». Ανάλογη στρατηγική ακολουθείται πέρα από τις ελληνικές αρχές και από τις επιτροπές υπέρ της επανένωσης των Γλυπτών πρωτίστως στη Βρετανία, στην Αυστραλία και τις ΗΠΑ. Αυτοί οι τρεις οργανισμοί πραγματοποιούν άκοπη και αθόρυβη δουλειά, πολύτιμη στον διεμβολισμό των επιχειρημάτων του μουσείου και στον προσεταιρισμό της διεθνούς κοινής γνώμης.
Με αυτή τη μετατόπιση της έμφασης η συζήτηση άλλαξε επίπεδο. Από διμερή διαφορά πολιτιστικής, πολιτικής, διπλωματικής, «εθνικιστικής» φύσης, η υπόθεση των Γλυπτών άρχισε να αντιμετωπίζεται ως ζήτημα ηθικής. Σε ζητήματα ηθικής ο διαχωρισμός καλού και κακού είναι πιο σαφής – ο κόσμος, αν δεν συνειδητοποιεί πλήρως τον διαχωρισμό, τον οσμίζεται. Έτσι άρχισε και η εντυπωσιακή μεταστροφή της κοινής γνώμης.
Μετά τις δηλώσεις Κλούνεϊ ο Guardian ανήρτησε στην ιστοσελίδα της δημοσκόπηση τριών ημερών: «Πρέπει ή όχι να επιστραφούν τα Ελγίνεια;» Δεν είναι τόσο το 85% του υπέρ της επιστροφής στο τέλος της πρώτης ημέρας -που γράφεται αυτό το άρθρο- που μετρά. Είμαι σίγουρος ότι όσοι Έλληνες το πήραν χαμπάρι έσπευσαν. Είναι η εντυπωσιακή απουσία στήριξης των επιχειρημάτων υπέρ της παραμονής των Γλυπτών εκτός του βρετανικού κατεστημένου που αποτυπώνει αυτή την αίσθηση του προσεταιρισμού της διεθνούς κοινής γνώμης. Όχι βέβαια ότι το βρετανικό κατεστημένο είναι μικρό πράγμα…
Η άλλη πλευρά αντιδρά κατά βάση με δύο τρόπους. Σπασμωδικά με γενικόλογα ή με σιωπή. Ο πρώτος που απάντησε «στον αφελή Αμερικανό» με πιθανή «έλλειψη ιστορικής γνώσης» ήταν ο επικεφαλής της Μικτής Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Πολιτισμού, ΜΜΕ και Αθλητισμού Τζον Γουίτινγκντεϊλ.
Και μετά βέβαια ήρθε ο… Θεός με τα άσπρα ανάκατα μαλλιά Μπόρις Τζόνσον. Ο δήμαρχος είπε το αμίμητο: «Αυτός ο Κλούνεϊ δεν υποστηρίζει τίποτα άλλο από την ατζέντα του Χίτλερ για τους πολιτιστικούς θησαυρούς του Λονδίνου», εξηγώντας ότι ο Χέρμαν Γκέρινγκ σχεδίαζε λεηλασία του Βρετανικού Μουσείο και επιστροφή των Γλυπτών στην Αθήνα. Oh, Boris… Πες κι άλλα…
Το Μουσείο φαινομενικά ατάραχο, επαναλαμβάνει τη μόνιμη καραμέλα ότι είναι θέμα του τραστ που το διοικεί και ότι δεν υπάρχει πρόθεση επιστροφής των Γλυπτών. Τα επιχειρήματα έχουν προ πολλού στερέψει. Το ένα βασικό αυτή τη στιγμή είναι ότι τα Γλυπτά παρουσιάζονται στο Λονδίνο ως ζωτικό κομμάτι της εξιστόρησης του ανθρώπινου πολιτισμού. Και εκεί καταλαβαίνει κανείς ότι το Λονδίνο έχει χάσει το παιχνίδι.
Ο άνθρωπος που μετά από την εποχή της Μελίνας έχει κάνει περισσότερα από πολλούς άλλους (εκτός από την ήρεμη δύναμη και ψυχή της διεκδίκησης Ελένη Κιούμπιτ) για να περάσει στους Βρετανούς και στον υπόλοιπο κόσμο την ουσία του ζητήματος, ήταν εκείνος ο υπέροχος «διάβολος», μία από τις πιο αμφιλεγόμενες προσωπικότητες του σύγχρονου βρετανικού δημόσιου βίου, ο πολυπράγμων Κρίστοφερ Χίτσενς.
Ένα απόγευμα του Μάη του 2008, πριν ο καρκίνος τον χτυπήσει τόσο σφοδρά και τόσο απόλυτα, όπως όλα τα πράγματα που τον χτυπούσαν και χτυπούσε κατά καιρούς, πίνοντας το ένα πίσω από τ’ άλλο το ουίσκι του κάθισε υπομονετικά να μου δώσει όσο πιο σύντομα μπορούσε την ουσία του ανανεωμένου τότε επιχειρήματος, με αφορμή την τρίτη έκδοση του βιβλίου του για τα Γλυπτά:
«Η υπόθεση των Γλυπτών του Παρθενώνα είναι ξεχωριστή επειδή το συγκεκριμένο έργο τέχνης δεν μπορεί να ιδωθεί ολοκληρωμένο. Φανταστείτε αν είχαμε τα χέρια της Αφροδίτης της Μήλου. Εάν δεν ήταν στο Παρίσι και ήταν στο Ρέικιαβικ. Νομίζω ότι τα χέρια της θα μεταφέρονταν εκεί όπου βρίσκεται το σώμα. Δε νομίζεις; Ή φαντάσου η Μόνα Λίζα να είχε σκιστεί στα δύο από κάποιον άρπαγα κατά τη διάρκεια των Ναπολεόντειων πολέμων – το ένα μισό να ήταν στη Φιλανδία και το άλλο μισό στη Λισσαβόνα. Πιστεύω ότι θα γινόταν κάποια ενέργεια ώστε να δούμε πώς θα έμοιαζαν αυτά τα δύο μισά ενωμένα. Είναι ένα πολύ απλό ερώτημα».
Μια απλή απάντηση σε ένα απλό ερώτημα ήταν και αυτή του Κλούνεϊ. Μια εξίσου αποστομωτική απάντηση που θα μπορούσε να δοθεί σχεδόν έξι χρόνια μετά στον λάτρη των κλασικών δήμαρχο του Λονδίνου ήταν και το μήνυμα του Χίτσενς στους συμπατριώτες του: «Μαθαίνουμε από το Σοφοκλή στην Αντιγόνη ότι είναι στη φύση του ανθρώπου να απεχθάνεται τη σύληση, το ανοσιούργημα. Ότι ακόμα και σε αυτούς από εμάς που δεν είναι προληπτικοί δεν αρέσει να βλέπουν ένα πτώμα να κείτεται άταφο στο δρόμο. Πάντοτε πολλοί Βρετανοί και πολλοί άλλοι θα αισθάνονται ότι είναι αφύσικο, λάθος και εξωφρενικό το γλυπτό του Φειδία να κόβεται στα δύο και να διαμοιράζεται, την ώρα που είναι στις δυνάμεις μας να ενώσουμε τα κομμάτια».
Beat that, Boris.