«Οι πληγείσες από τη χρηματοπιστωτική κρίση χώρες της ΕΕ έπρεπε να μειώσουν δραστικά τις δαπάνες για να λάβουν βοήθεια από την ΕΕ, την ΕΚΤ και το ΔΝΤ – προφανώς ήταν ένας ολέθρια λανθασμένος υπολογισμός», γράφει η Handelsblatt σε σχετικό της άρθρο.
Αναλυτικά το άρθρο
«Επιδείνωσαν και επιμήκυναν την κρίση που ξεκίνησε το 2008 στην Ευρωπαϊκή Ενωση (Ε.Ε.), η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ);
Απαίτησαν ως τρόικα από τις κυβερνήσεις, οι οποίες χρειάζονταν τα προγράμματα βοήθειας, υπερβολικές περικοπές δαπανών και αυξήσεις φόρων; Πίεσε γενικά πάρα πολύ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή να γίνουν;
Για τον Ολιβιέ Μπλανσάρ (Olivier Blanchard), o oποίος διετέλεσε επικεφαλής οικονομολόγος του ΔΝΤ από το 2008 έως το 2015, η απάντηση ήταν ξεκάθαρη εδώ και πολύ καιρό.
Το 2010 τασσόταν ακόμα υπέρ των περικοπών δαπανών ως το κύριο μέσο για την αντιμετώπιση κρίσεων, όπως αυτής στην Ελλάδα, αλλά ήδη από το 2013 δημοσίευσε με τον αντιπρόσωπό του Ντάνιελ Λι (Daniel Leigh) μια έκθεση, η οποία ισοδυναμούσε με παραδοχή ενοχής.
Η οικονομία στις χώρες του προγράμματος είχε καταρρεύσει πολύ ισχυρότερα από τις προβλέψεις. Από αυτό οι δύο συντάκτες της έκθεσης συμπέραναν ότι οι κρατικές προσπάθειες λιτότητας επιβράδυναν περισσότερο από το αναμενόμενο τις οικονομικές επιδόσεις.
Τεχνικά διατυπωμένο αυτό σημαίνει ότι ο πολλαπλασιαστής των κυβερνητικών δαπανών δεν βρισκόταν στο σύνηθες 0,5, αλλά σαφώς πάνω από το 1.
Επομένως, η μείωση του προϋπολογισμού κατά ένα ευρώ συμπιέζει την οικονομική επίδοση όχι μόνο κατά μισό ευρώ, αλλά περισσότερο από ένα ευρώ. Έτσι όμως η αυστηρή πολιτική λιτότητας ερχόταν σε αντίθεση με τον στόχο της μείωσης του δείκτη χρέους.
Η συζήτηση για τις συνέπειες από της πολιτικής περικοπών διεξήχθη σαν ένα είδος θρησκευτικού πολέμου, ιδίως μεταξύ Γερμανών και Αγγλοσαξόνων οικονομολόγων και πολιτικών.
Οι πρώτοι τάσσονταν κατά κανόνα υπέρ της αυστηρής δημοσιονομικής πειθαρχίας, ενώ οι άλλοι υπέρ μιας δημοσιονομικής πολιτικής που ενισχύει την ανάπτυξη.
«Η εγκατάλειψη των προσπαθειών εξυγίανσης των δημόσιων προϋπολογισμών θέτει σε κίνδυνο τη σταθερότητα της ζώνης του ευρώ,» προειδοποιούσε, για παράδειγμα, ο επικεφαλής του Ινστιτούτου Οικονομικών Ερευνών του Μονάχου (Ifo) Κλέμενς Φιστ το 2016, ενώ ο υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Τζακ Λιου ανακοίνωνε το ίδιο έτος πριν από τη συνεδρίαση της ομάδας των G20»:
»Η G20 δεν συζητούν πλέον για το θέμα ανάπτυξη εναντίον λιτότητας, αλλά για το πως μπορούν να εφαρμόσουν καλύτερα τη δημοσιονομική τους πολιτική για να στηρίξουν την ανάπτυξη».
Τέσσερις οικονομολόγοι της ΕΚΤ υπολόγισαν τα στοιχεία της ανάλυσης Μπλανσάρ βασιζόμενοι σε βελτιωμένα στοιχεία, και το συμπέρασμα δημοσιεύτηκε στο Ερευνητικό Δελτίο της ΕΚΤ (ECB Research Bulletin) με τίτλο «Learning about fiscal multipliers during the European sovereign debt crisis» («Μαθαίνοντας για τους δημοσιονομικούς πολλαπλασιαστές κατά τη διάρκεια της κρίσης του ευρωπαϊκού χρέους»).
Ιδίως έχει βελτιωθεί η κατάσταση πληροφόρησης σχετικά με το ύψος του τεκμαρόμενου από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή πολλαπλασιαστή.
Οι Μπλανσάρ και Λι έπρεπε τότε να υποθέσουν ότι η Επιτροπή είχε εκκινήσει από την εν πολλοίς αποδεκτή παραδοχή ενός πολλαπλασιαστή 0,5.
Οι Βρυξέλλες κρατούν παραδοσιακά ιδιαίτερα χαμηλούς τόνους σε ό,τι αφορά στις υποθέσεις των προβλέψεων και κρίσεων τους.
Ο Μπλανσάρ συνέκρινε την πραγματική οικονομική ανάπτυξη στις χώρες που βρίσκονταν σε πρόγραμμα σε σχέση με τις προβλέψεις και απέδωσε το λάθος στο ότι ο πολλαπλασιαστής έπρεπε να είναι υψηλότερος από τον υπολογιζόμενο 0.5 – πολύ υψηλότερος μάλιστα.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξακολουθεί να μην ανακοινώνει βέβαια ακόμα την εκτίμησή της για τον πολλαπλασιαστή, έχει γίνει όμως από άλλης απόψεως περισσότερο διαφανής, με αποτέλεσμα η εκτίμηση να μπορεί να προσδιοριστεί έμμεσα.
Η ερευνητική ομάδα της ΕΚΤ χρησιμοποίησε από τη μια πλευρά τις κανονικές προβλέψεις της Επιτροπής και από την άλλη προγνώσεις σύμφωνα με τη διαδικασία σε περίπτωση υπερβολικού ελλείμματος.
Οι πρώτες καταρτίζονται με βάση την υπόθεση μιας δημοσιονομικής πολιτικής όπως αυτή καθορίζεται στους προϋπολογισμούς.
Στη δεύτερη περίπτωση, αντιθέτως, η Επιτροπή υποθέτει ότι θα ακολουθήσουν πρόσθετα μέτρα εξυγίανσης, τα οποία ήταν αναγκαία, ώστε να μειωθεί το έλλειμμα μέχρι ένα συγκεκριμένο έτος κάτω από το 3% του ΑΕΠ. Από τη σύγκριση αυτών των προβλέψεων μπορεί να υπολογιστεί ένας τεκμαρτός δημοσιονομικός πολλαπλασιαστής.
Το συμπέρασμα της ομάδας της ΕΚΤ είναι εντυπωσιακό. Βέβαια, διαπιστώνουν ότι ο πολλαπλασιαστής ήταν σύμφωνα με αυτή τη μέθοδο υπολογισμού κάτω του 1, δηλαδή χαμηλότερος απ’ ό, τι υπολογίζεται από τους Μπλανσάρ και Λι, και ότι η Επιτροπή έμαθε με τα χρόνια κάποια πράγματα και δέχεται ένα συνεχώς υψηλότερο πολλαπλασιαστή.
Λιγότερο κολακευτικό είναι όμως το πού οφείλεται το χαμηλότερο αποτέλεσμα για τον πολλαπλασιαστή.
Οφείλεται στο γεγονός ότι η Κομισιόν δεν έλαβε υπόψη στα πρώτα χρόνια τον συνήθη πολλαπλασιαστή 0,5, αλλά προφανώς εκκινούσε από το ότι βρίσκεται κοντά στο μηδέν.
Με άλλα λόγια, εκκινούσε από το γεγονός ότι οι περικοπές των κρατικών δαπανών δεν θα είχαν σχεδόν καθόλου αρνητικές επιπτώσεις στην οικονομία.
Στην πραγματικότητα, οι Βρυξέλλες, η Φρανκφούρτη και το Βερολίνο παρέπεμπαν με ιδιαίτερη ευχαρίστηση στην άποψη του οικονομολόγου του Χάρβαρντ Αλμπέρτο Αλεσίνα (Alberto Alesina) σχετικά με την επεκτατική επίδραση των περικοπών των κρατικών δαπανών.
Η ομάδα της ΕΚΤ καταδεικνύει ότι, με την πάροδο των ετών, η Επιτροπή έμαθε ότι οι οικονομίες των χωρών που βρίσκονταν σε πρόγραμμα υπέφεραν πολύ περισσότερο απ’ ό, τι είχε υποτεθεί.
Από σχεδόν μηδέν το 2010 και το 2011, αύξησε -σύμφωνα με τους υπολογισμούς- μέχρι την τελευταία διαδικασία υπερβολικού ελλείμματος, τον τεκμαρτό πολλαπλασιαστή σε βάρος της Γαλλίας σε 0,9 το 2015. Αυτό είναι πολύ κοντά στο ένα και θα σήμαινε ότι δύσκολα θα μπορούσε να υπολογίσει κανείς ότι η μείωση του ελλείμματος θα μειώσει το χρέος σε σχέση με το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν.
Με τον συνεχώς υψηλότερα υπολογιζόμενο πολλαπλασιαστή συμβάδιζε το γεγονός οτι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ζητούσε μικρότερες περικοπές από τις κυβερνήσεις που είχαν υπερβολικά μεγάλο έλλειμμα.
Πολλοί οικονομολόγοι θεωρούν τη μετριοπαθέστερη πολιτική λιτότητας ως τον λόγο που χώρες οι οποίες αντιμετώπιζαν κρίση, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία, παρουσιάζουν και πάλι μια ισχυρή οικονομική ανάπτυξη από το 2015.
Αν και οι κυβερνήσεις αντιτάχθηκαν στις απαιτήσεις λιτότητας από τις Βρυξέλλες, ο Επίτροπος Νομισματικών Υποθέσεων Πιερ Μοσκοβισί παραιτήθηκε από την επιβολή κυρώσεων το 2016 με το επειχείρημα ότι δεν ήταν «πολιτικά και οικονομικά η σωστή στιγμή».
Η στιγμή δεν ήρθε όμως ούτε αργότερα, κυρίως επειδή οι οικονομίες των δύο εξεγερθεισών χωρών αναπτύχθηκαν πολύ καλύτερα απ’ ό, τι είχε προβλέψει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Oι διαπιστώσεις που δημοσίευσε τώρα η ομάδα της ΕΚΤ φαίνεται πως έχουν διαρρεύσει στα διοικητικά όργανα της ΕΚΤ ήδη από το 2014.
Στις «Εισαγωγικές παρατηρήσεις» των μηνιαίων συνεντεύξεων Τύπου του Μάριο Ντράγκι ακόμα τον Ιανουάριο του 2014 αναφέρεται ότι είναι «ουσιαστικής σημασίας» να μην μειωθούν οι μέχρι τώρα προσπάθειες για δημοσιονομική εξυγίανση.
Από τον Φεβρουάριο δεν γινόταν πλέον λόγος για την «ουσιαστική σημασία» τους.
Από τον Απρίλιο, οι κυβερνήσεις έπρεπε πλέον μόνο να αποφεύγουν την οπισθορδόμηση στην προτέρα κατάσταση, ενώ τον Δεκέμβριο ολοκληρώθηκε η αλλαγή του και αναφερόταν:
«Η δημοσιονομική πολιτική πρέπει να στηρίξει την οικονομική ανάκαμψη».
Αυτό ίσχυε μέχρι τις αρχές του 2017, οπότε ο Ντράγκι ξαναστράφηκε προς την ουδέτερη σύστασή του για την οικονομική πολιτική και από το Δεκέμβριο του 2017 καλεί και πάλι να «δημιουργηθούν οικονομικά μαξιλάρια».
Εάν η ανάλυση της ομάδας της ΕΚΤ είναι ορθή, τότε οι Αγγλοσάξονες είχαν δίκιο στην κριτική τους και η κρίση στις ιδιαίτερα πληγείσες χώρες του Νότου θα ήταν συντομότερη και λιγότερο βαθιά, αν οι Βρυξέλλες και η Φρανκφούρτη είχαν ακούσει νωρίτερα τα επιχειρήματά τους.