921 εκατ. ευρώ άρπαξαν τα κόμματα από δάνεια και επιχορηγήσεις την περίοδο 2000-2011 ενώ μόνο ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία έλαβαν την επίμαχη 11ετία 511 εκατ. ευρώ.
Αυτό αναφέρει σε ρεπορτάζ του ο Μανώλης Καλουδάς στο www.altsantiri.gr.
Η κλήτευση από τους Οικονομικούς Εισαγγελείς σε 50 τραπεζικά στελέχη που κατά την περίοδο 2000-2011 υπέγραφαν τα δάνεια σε Νέα Δημοκρατία, ΠΑΣΟΚ και ΚΚΕ ανοίγει ξανά – μετά από περίπου έξι χρόνια – το ζήτημα της χρηματοδότησης των κομμάτων, δεδομένης και της υψηλής για τα ευρωπαϊκά δεδομένα κρατικής επιχορήγησης.
Την επίμαχη 11ετία τα κόμματα εισέπραξαν συνολικά μέσω των «θαλασσοδανείων» 272,44 εκατ. ευρώ (όπως είχε ενημερώσει η Τράπεζα της Ελλάδας την Οικονομική Εισαγγελία), βάζοντας ως «ενέχυρο» (και μάλιστα όχι σε μία, αλλά σε όλες τις τράπεζες, προκειμένου να πάρουν όσο το δυνατόν περισσότερα χρήματα) τις μελλοντικές τους επιχορηγήσεις, τις οποίες υπολόγιζαν όπως ήθελαν.
Κι επειδή η κυβέρνηση Σαμαρά – Βενιζέλου ίσως γνώριζε ότι κάποια στιγμή το θέμα θα πάει στη Δικαιοσύνη φρόντισαν οι ίδιοι και οι αρμόδιοι υπουργοί τους να περάσουν «φωτογραφική» τροπολογία (άρθρο 78) τον Απρίλη του 2013 σε άσχετο νομοσχέδιο (4146/2013) με την οποία απαλλάσσονταν ευθυνών οι πρόεδροι, τα μέλη των διοικητικών συμβουλίων και τα τραπεζικά στελέχη που υπέγραψαν τις χρηματοδοτήσεις αυτές.
Την ίδια ακριβώς περίοδο τα κόμματα έλαβαν αθροιστικά ενισχύσεις, από την τσέπη του έλληνα φορολογούμενου, ύψους 649 εκατ. ευρώ. Έτσι, το ποσό που μπήκε στα ταμεία των κομμάτων την επίμαχη 11ετία φτάνει τα 921 εκατ. ευρώ.
Τα παραπάνω νούμερα αποτελούν στοιχεία του υπουργείου Εσωτερικών και τα οποία είχε αποστείλει τότε, με μορφή υπομνήματος στην Επιτροπή Θεσμών και Διαφάνειας της Βουλής, ο Τάσος Γιαννίτσης, ο οποίος διετέλεσε υπουργός Εσωτερικών της κυβέρνησης Λουκά Παπαδήμου.
Για να καταλάβετε το μέγεθος του «πάρτι» που είχε στηθεί εκείνη ακριβώς την περίοδο, «ο κάθε έλληνας ψηφοφόρος έδινε περίπου 10 ευρώ για την κρατική χρηματοδότηση των κομμάτων, όταν ο αντίστοιχος Γερμανός έδινε μόλις 0,7 έως 0,8 ευρώ», όπως χαρακτηριστικά είχε πει ο κ. Γιαννίτσης στη Βουλή, ζητώντας παράλληλα τη μείωση της κρατικής επιχορήγησης κατά 20%.
Σε όλη τη διάρκεια της 11ετίας αυτής τα ποσά που χορηγούνταν στα κόμματα έβαιναν αυξανόμενα με αποκορύφωση το 2009, που ήταν χρονιά με δύο εκλογικές αναμετρήσεις και άρα αυξημένη χρηματοδότηση, οπότε και έφθασαν συνολικά σε περίπου 85 εκατ. ευρώ.
Όπως προκύπτει από το υπόμνημα του κ. Γιαννίτση, το ΠΑΣΟΚ και η Νέα Δημοκρατία έλαβαν όλα αυτά τα χρόνια από 255 εκατ. ευρώ, ενώ το ΚΚΕ έλαβε 58 εκατ. ευρώ και ο ΣΥΡΙΖΑ μόλις 44 εκατ. ευρώ.
Αναλυτικά οι κρατικές επιχορηγήσεις ανά έτος:
Οι νομοθετικές ρυθμίσεις για την επιχορήγηση των κομμάτων
Σε μια υγιή Δημοκρατία θα έπρεπε τα μικρά κόμματα να παίρνουν μεγαλύτερη επιχορήγηση, προκειμένου με αυτόν τον τρόπο να διασφαλίζεται η ισότητα των ευκαιριών και του ισότιµου πολιτικού ανταγωνισµού. Στην Ελλάδα και σε πολλές άλλες χώρες συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο.
Οι πρώτες ρυθµίσεις για τη χρηµατοδότηση των πολιτικών κοµµάτων εισήχθησαν το 1984 µε τον νόµο 1443. Με το νόµο αυτό προβλέφθηκε το επιτρεπτό της ιδιωτικής χρηµατοδότησης των κοµµάτων, η οποία, εφόσον δεν ξεπερνούσε τις 200.000 δραχµές της εποχής, µπορούσε να είναι ανώνυµη, υποχρεώνονταν τα κόµµατα να τηρούν βιβλία και να δηµοσιεύουν ισολογισµούς σε δύο αθηναϊκές εφηµερίδες, ενώ προβλεπόταν επίσης µηχανισµός ελέγχου του ισολογισµού από διακοµµατική επιτροπή βουλευτών και κυρώσεις από τον Πρόεδρο της Βουλής (διακοπή της κρατικής ενίσχυσης για ένα χρόνο) σε περίπτωση παράβασης των προβλεπόµενων υποχρεώσεων των κοµµάτων.
Όµως, η σηµαντικότερη εξέλιξη µε το ν.1443/1984 υπήρξε η για πρώτη φορά θεσµοθέτηση της ετήσιας οικονοµικής ενίσχυσης των κοµµάτων από το κράτος προκειµένου να αντιµετωπίζουν τις λειτουργικές και εκλογικές τους δαπάνες, η οποία ορίστηκε σε ποσοστό ένα τοις χιλίοις (1‰) των τακτικών εσόδων του κρατικού προϋπολογισµού του αντίστοιχου έτους.
Ο νόµος του 1984 αντικαταστάθηκε από το ν.2429/1996 µε τον οποίο η κρατική ετήσια χρηµατοδότηση των κοµµάτων διακρίθηκε πλέον σε τακτική και εκλογική. Η τακτική χρηµατοδότηση ανήλθε σε ποσοστό ένα κόµµα δύο τοις χιλίοις (1,2‰) των τακτικών εσόδων του κρατικού προϋπολογισµού του αντίστοιχου οικονοµικού έτους.
Αντίστοιχα, η εκλογική χρηµατοδότηση ορίστηκε σε ποσοστό έως µηδέν κόµµα πέντε τοις χιλίοις (0,5‰) των τακτικών εσόδων του κρατικού προϋπολογισµού του έτους διεξαγωγής των εκλογών και προβλέφθηκε η χορήγησή της κάθε φορά που διεξάγονται εθνικές εκλογές ή ευρωεκλογές.
Παράλληλα, µε τον ίδιο νόµο θεσµοθετήθηκε επίσης για πρώτη φορά η ετήσια οικονοµική ενίσχυση των κοµµάτων για ερευνητικούς και επιµορφωτικούς σκοπούς σε ποσό ίσο µε το µηδέν κόµµα ένα τοις χιλίοις (0,1‰) των τακτικών εσόδων του κρατικού προϋπολογισµού.
Εποµένως, το ποσό της κρατικής χρηµατοδότησης µπορούσε να ανέλθει σε περίπτωση διεξαγωγής εκλογών συνολικά σε ποσοστό ένα κόµµα οκτώ τοις χιλίοις (1,8‰) των τακτικών εσόδων του κρατικού προϋπολογισµού.
Τα ανωτέρω ποσοστά κρατικής χρηµατοδότησης µειώθηκαν µε τις διατάξεις του άρθρου 15 παρ. 1 του ν. 2469/1997 κατά 7,5% από 01.01.1997 και κατά περαιτέρω 7,5% από 01.01.1998, ήτοι σε ποσοστό ένα κόµµα πενήντα τέσσερα τις χιλίοις (1,54‰) των τακτικών εσόδων του κρατικού προϋπολογισµού.
Ο νόµος του 1996 αντικαταστάθηκε µε τη σειρά του από τον ν.3023/2002, ο οποίος εξακολουθεί να ισχύει και σήµερα µε τις όποιες επιµέρους τροποποιήσεις έγιναν σε αυτόν το 2003, το 2004 και το 2017. Ο νόµος αυτός αποτέλεσε προϊόν πολύµηνων συζητήσεων στο πλαίσιο διακοµµατικής επιτροπής που είχε τότε συγκροτηθεί επί τούτου.
Γι` αυτό άλλωστε και τόσο επί της αρχής όσο και στα περισσότερα άρθρα του ψηφίστηκε µε ευρύτατη κοινοβουλευτική πλειοψηφία. Ο συγκεκριµένος νόµος, όπως ισχύει σήµερα, προβλέπει:
1) η τακτική ετήσια κρατική χρηµατοδότηση ορίστηκε σε ένα κόµµα µηδέν δύο τις χιλίοις (1,02‰) των τακτικών εσόδων του προϋπολογισµού.
2) η εκλογική χρηµατοδότηση ορίστηκε αρχικώς σε ποσό έως µηδέν κόµµα είκοσι δύο τις χιλίοις (0,22‰) των τακτικών εσόδων του κρατικού προϋπολογισµού του έτους διεξαγωγής των εκλογών και µετά το ν.3242/2004 σε ποσό έως µηδέν κόµµα τριάντα πέντε τις χιλίοις (0,35‰) εάν κατά το ίδιο έτος διεξαχθούν περισσότερες της µίας εθνικές ή ευρωπαϊκές εκλογικές αναµετρήσεις.
3) η οικονοµική ενίσχυση των κοµµάτων για ερευνητικούς και επιµορφωτικούς σκοπούς διατηρήθηκε στο επίπεδο του ν.2429/1996, ήτοι σε ποσό που ισούται µε το µηδέν κόµµα ένα τις χιλίοις (0,1‰) των εσόδων του τακτικού προϋπολογισµού.
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι µε τον υφιστάµενο νόµο το ποσό κρατικής χρηµατοδότησης µπορεί να ανέλθει, σε περίπτωση διεξαγωγής περισσότερων της µίας εκλογικής αναµέτρησης, σε συνολικό ύψος ίσο µε το ένα κόµµα σαράντα επτά τις χιλίοις (1,47‰) των τακτικών εσόδων του κρατικού προϋπολογισµού.
Πηγή: www.altsantiri.gr