Οι Δυτικοί «έχουν εγκαταλείψει την Τουρκία», η οποία είναι πλέον μια «τεράστια φυλακή», μια χώρα στην οποία οι καταδότες των αντιφρονούντων ανταμείβονται από την κυβέρνηση, δηλώνει σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Γαλλικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο Τούρκος δημοσιογράφος Τζαν Ντουντάρ.
Ο γνωστός δημοσιογράφος, ο οποίος έχει γίνει το βασικό σύμβολο του αγώνα για ελευθεροτυπία υπό την προεδρία του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν στην Τουρκία, ζει εδώ και δύο χρόνια μια «δύσκολη εξορία» στη Γερμανία, μακριά «από την οικογένειά του, τον Βόσπορο και τη θάλασσα που τον γαληνεύει».
Ο πρώην διευθυντής της τουρκικής εφημερίδας Cumhuriyet, η οποία πρόσκειται στην αντιπολίτευση και πολλαπλασίασε τις έρευνες που φέρνουν σε δύσκολη θέση την εξουσία, θεωρείται «προδότης» από την Άγκυρα επειδή αποκάλυψε το 2015 ότι οι τουρκικές μυστικές υπηρεσίες είχαν προμηθεύσει με όπλα τζιχαντιστές στη Συρία.
Ο Ερντογάν, σύμφωνα με τον ίδιο, «πάντα υποστήριζε τους ισλαμιστές».
Μιλώντας με πικρία, ο Ντουντάρ δηλώνει ότι «η Τουρκία είναι η χειρότερη φυλακή στον κόσμο για τους δημοσιογράφους, 155 βρίσκονται στην φυλακή, ενώ οι άλλοι βρίσκονται σε αόρατες φυλακές καθώς οτιδήποτε γράψουν μπορεί να στραφεί σαν όπλο εναντίον τους.
»Δεν υπάρχει πλέον χώρος για ελεύθερα μέσα ενημέρωσης στην Τουρκία».
Η Τουρκία κατέχει την 157η θέση μεταξύ 180 χωρών στην παγκόσμια κατάταξη για την ελευθερία του Τύπου των Δημοσιογράφων Χωρίς Σύνορα (RSF) για το 2018.
Ένα «απλό tweet» μπορεί να οδηγήσει κάποιον στη φυλακή επειδή «η ακραία κατάδοση ανταμείβεται από την αστυνομία».
«Πρόκειται για μαύρη κωμωδία και η αυτολογοκρισία έχει εγκατασταθεί έως και στα σπίτια», σημειώνει.
Σύμφωνα με τον Ντουντάρ, ο οποίος συνάντησε την Τρίτη τον Γάλλο πρόεδρο Εμανουέλ Μακρόν μαζί με αντιπροσωπεία των RSF, οι «Δυτικοί κλείνουν τα μάτια στην Τουρκία».
«Δέχονται τον εκβιασμό του Ερντογάν, ο οποίος απειλεί να τους στείλει 3 εκατομμύρια Σύρους πρόσφυγες».
«Οι Δυτικοί», λέει, «οφείλουν να είναι με το μέρος μας επειδή μια δημοκρατική Τουρκία είναι απαραίτητη (…) αλλά την σπρώχνουν στην αγκαλιά της Τεχεράνης».
«Οι Ευρωπαίοι θυσιάζουν τις αξίες τους, αυτό είναι μια τεράστια απογοήτευση γιατί εμείς υπερασπιζόμαστε την ελευθερία του Τύπου και τον κοσμικό χαρακτήρα του κράτους».
Ο Τούρκος δημοσιογράφος, στον οποίο έχουν απαγγελθεί κατηγορίες όπως και στον επικεφαλής του γραφείου της εφημερίδας του στην Άγκυρα για «αποκάλυψη κρατικών απορρήτων», φυλακίστηκε το 2015 και μετά αφέθηκε ελεύθερος από το ανώτατο δικαστήριο της Τουρκίας, κάτι το οποίο προκάλεσε την οργή του Ερντογάν.
Ο 57χρονος Ντουντάρ είχε καταδικαστεί από πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε ποινή φυλάκισης άνω των πέντε ετών.
Λίγο πριν από την ανακοίνωση της καταδίκης του, είχε δεχθεί πυρά μπροστά από το δικαστήριο και σώθηκε χάρη στην επέμβαση της συζύγου του Ντιλέκ, η οποία κατάφερε να θέσει υπό έλεγχο αυτόν που τον πυροβόλησε.
«Η γυναίκα μου δεν μπόρεσε να φύγει από την Τουρκία, κατέσχεσαν το διαβατήριό της στο αεροδρόμιο».
«Ο Ερντογάν», σημειώνει, «προσπαθεί να βάλει φρένο στις δραστηριότητές μου χρησιμοποιώντας την γυναίκα μου, αυτές είναι μαφιόζικες μέθοδοι».
Σήμερα, ο Ντουντάρ μπορεί να μιλήσει με την σύζυγό του μόνον μέσω Skype. «Στην φυλακή ήταν πίσω από ένα τζάμι».
Ο Ερντογάν «πρέπει να δικαστεί», λέει, «για διαφθορά, παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του διεθνούς δικαίου».
Ο Τούρκος πρόεδρος «έχει δηλητηριαστεί από την ίδια του την εξουσία (…) όταν ξεφορτώθηκε τον στρατό κατά την άνοδό του στην εξουσία, έγινε ο ίδιος ο στρατός», εξηγεί.
Ο Ντουντάρ σημειώνει εξάλλου ότι θα βρει πραγματικά την ηρεμία του «όταν αποκατασταθεί η δημοκρατία στην Τουρκία» και προσθέτει ότι «φοβόταν περισσότερο στην Τουρκία απ’ ό,τι στη Γερμανία, καθώς έχει ήδη αντιμετωπίσει έναν δολοφόνο» εκεί.
«Δεν φοβάμαι, αλλά αν αυτό συνέβη μία φορά, μπορεί να ξανασυμβεί μια δεύτερη, να φυλακιστώ ή να δολοφονηθώ».
«Επώδυνη εξορία στη Γερμανία»
Τώρα ζει υπό προστασία στο Βερολίνο, στο οποίο διαμένει σημαντική τουρκική κοινότητα, και συνεργάζεται με τη γερμανική εφημερίδα Die Zeit, προσπαθώντας «να συνδυάσει τη δημοσιογραφία και την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων».
Η Τουρκία «δεν ήταν παράδεισος πριν από τον Ερντογάν, αλλά υπήρχε μεγάλη ευκαιρία για τα παιδιά εκεί να γνωρίσουν τη δημοκρατία.
»Θα μπορούσε να γίνει παράδειγμα για τον μουσουλμανικό κόσμο» αντί να αρχίσει να μοιάζει «στο Κατάρ», προσθέτει με νόημα.
«Ακόμη και στη φυλακή, μπορούσα να δω την οικογένειά μου, τους συναδέλφους μου (…) αυτό συντρόφευε τις μέρες μου».
Τώρα για να απαλύνει τη νοσταλγία του, διοργανώνει βραδιές Skype με τη γυναίκα του και τον γιο του κατά τις οποίες παρακολουθούν μαζί τις ίδιες σειρές από τρεις διαφορετικές πόλεις.