Με χαμένες τις αιτιάσεις για πιστοληπτική γραμμή και προληπτικό μνημόνιο και στον απόηχο της κόντρας του με το Μέγαρο Μαξίμου ο επικεφαλής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας με την έκθεση της ΤτΕ χαρακτηρίζει πλέον βιώσιμο μεσοπρόθεσμα το ελληνικό χρέος, μετά και την απόφαση ελάφρυνσής του στο τελευταίο Eurogroup.
Ο κ. Στουρνάρας άφησε ανοιχτό το ενδεχόμενο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να εντάξει τα ελληνικά ομόλογα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης και να συνεχίσει να δέχεται τα ελληνικά ομόλογα ως εγγύηση για την χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών μετά τη λήξη του προγράμματος τον Αύγουστο, ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας.
Στην έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική που κατέθεσε στον πρόεδρο της Βουλής ο Γ. Στουρνάρας εκτιμά ότι δεδομένου ότι οι αποφάσεις του Eurogroup συνδέονται με ενισχυμένη εποπτεία και αιρεσιμότητα (που αποτελούν ουσιαστικά τις προϋποθέσεις για τη θέσπιση προληπτικής γραμμής στήριξης), ενώ παράλληλα διασφαλίζουν τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, παρέχουν στην ΕΚΤ τη διακριτική ευχέρεια να εξετάσει τη διατήρηση της «παρέκκλισης» (waiver) για την αποδοχή των ελληνικών ομολόγων ως εξασφαλίσεων στις πράξεις νομισματικής πολιτικής του Ευρωσυστήματος. Παράλληλα, παρέχουν στην ΕΚΤ τη διακριτική ευχέρεια να εξετάσει την αποδοχή των ελληνικών κρατικών ομολόγων στο πρόγραμμα αγοράς τίτλων (στην κανονική χρονική περίοδο και στην περίοδο επανεπένδυσης).
Όπως αναφέρει συγκεκριμένα η έκθεση, «η απόφαση του Eurogroup της 21ης Ιουνίου 2018 αναμένεται ότι θα έχει σημαντική συμβολή και στους δύο τομείς: στην ομαλή έξοδο στις αγορές και στη συνέχιση της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας, και τούτο διότι:
Πρώτον, προβλέπει ενισχυμένη εποπτεία με όρους αιρεσιμότητας, που θα αποτρέψει τον εκτροχιασμό της δημοσιονομικής πολιτικής και την εγκατάλειψη των μεταρρυθμίσεων. Οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, μαζί με το ΔΝΤ, θα αξιολογούν ανά τρίμηνο τις εξελίξεις στον δημοσιονομικό τομέα και στις μεταρρυθμίσεις και θα υποβάλλουν σχετική έκθεση στο Eurogroup και στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Η έκθεση θα δημοσιοποιείται και θα αξιολογείται στην πράξη από την αντίδραση των αγορών, η οποία θα είναι αδρός δείκτης της καθυστέρησης ή της προόδου που θα επισημαίνουν οι εκθέσεις των θεσμών. Εξάλλου, με βάση αυτές τις περιοδικές αξιολογήσεις θα εφαρμόζονται και μέτρα τα οποία τελούν υπό αιρεσιμότητα, όπως οι επιστροφές των κερδών των κεντρικών τραπεζών του Ευρωσυστήματος από τα ελληνικά ομόλογα.
Δεύτερον, εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους, τουλάχιστον μεσοπρόθεσμα, γεγονός που θα επηρεάσει θετικά τις αγορές και θα ενδυναμώσει την εμπιστοσύνη στο μέλλον της ελληνικής οικονομίας. Για τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα, αποτελεί «κλειδί» η συνέχιση της δημοσιονομικής και μεταρρυθμιστικής προσπάθειας για μια μακρά χρονική περίοδο, καθώς και η δέσμευση του Eurogroup να εξετάσει περαιτέρω μέτρα ελάφρυνσης του χρέους στη μακροπρόθεσμη περίοδο, εάν υπάρξουν απρόβλεπτες δυσμενείς οικονομικές εξελίξεις».
Ταχύτερη ανάπτυξη υπό προϋποθέσεις
Η οικονομία θα αναπτυχθεί ταχύτερα στο άμεσο μέλλον υπό προϋποθέσεις, εκτιμά ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας στην Έκθεση Νομισματικής Πολιτικής . Παράλληλα ο ίδιος ζήτησε από τις τράπεζες να εντείνουν τις προσπάθειες τους για τη μείωση των κόκκινων δανείων.
Στο πλαίσιο αυτό αναγκαία κρίνεται η επιστροφή του Ελληνικού Δημοσίου στις αγορές με βιώσιμους όρους. Σε αυτό θα συμβάλουν αποφασιστικά οι αποφάσεις τoυ Eurogroup της 21ης Ιουνίου για την αναδιάρθρωση του χρέους και την ενίσχυση του αποθέματος ρευστότητας, αλλά και η δέσμευσή του ότι θα λάβει περαιτέρω μέτρα ελάφρυνσης του χρέους εάν υπάρξουν απρόβλεπτες, δυσμενείς οικονομικές εξελίξεις.
Παράλληλα η ΤτΕ εκτιμά ότι απαιτείται η υιοθέτηση ενός μίγματος δημοσιονομικής πολιτικής που θα είναι φιλικότερο προς την ανάπτυξη. Η υπερβολική εξάρτηση της δημοσιονομικής προσαρμογής από τους υψηλούς φορολογικούς συντελεστές συνιστά αντικίνητρο τόσο για την εργασία όσο και για τις επενδύσεις, ενώ παράλληλα ενθαρρύνει τη στροφή των δραστηριοτήτων προς την παραοικονομία και παρέχει κίνητρα για φοροδιαφυγή.
Για τις Τράπεζες ο Γ. Στουρνάρας υποστηρίζει ότι θα πρέπει να επιταχύνουν τις διαδικασίες μείωσης των κόκκινων δανείων προκειμένου να ξεπεράσουν τους στόχους που είχαν τεθεί.
Υπενθυμίζεται ότι οι τράπεζες υπέβαλαν στο τέλος Σεπτεμβρίου του 2017 αναθεωρημένους στόχους για τη μείωση των κόκκινων δανείων. Ο στόχος για το ύψος των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων στο τέλος του 2019 τίθεται σε 64,6 δισ. ευρώ (από 66,4 δισ. ευρώ που ήταν αρχικά).
Ωστόσο. παρά την αναμενομένη μείωση του υπολοίπου των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ο δείκτης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων εκτιμάται ότι θα διαμορφωθεί σε 35,2% στο τέλος του 2019 (από 33,9% που ήταν ο αρχικός στόχος), εξαιτίας της αναθεώρησης προς τα κάτω των εκτιμήσεων για το ρυθμό πιστωτικής επέκτασης από το ελληνικό τραπεζικό σύστημα και της διενέργειας αυξημένων διαγραφών και πωλήσεων δανείων.
Τέλος, η ΤτΕ υπογραμμίζει στην έκθεση την ανάγκη να διασφαλιστεί ότι και μετά το τέλος του προγράμματος η οικονομική πολιτική θα παραμείνει προσηλωμένη στις μεταρρυθμίσεις και θα αποφύγει διολίσθηση σε πρακτικές του παρελθόντος που έφεραν την κρίση. Αυτό σύμφωνα με την Κεντρική Τράπεζα απαιτεί πρώτον, σταθερή πολιτική βούληση και δεύτερον, δραστική βελτίωση της λειτουργίας των μηχανισμών που καλούνται να εφαρμόσουν τις μεταρρυθμίσεις, δηλαδή του δημόσιου τομέα.