Στις διεθνείς ανησυχίες για την εξυπηρέτηση του εταιρικού χρέους της Τουρκίας, το οποίο χαρακτηρίζει ως «βόμβα» για την οικονομία της χώρας, καθώς ανέρχεται στο 70% του ΑΕΠ της, αναφέρεται δημοσίευμα της βρετανικής οικονομικής εφημερίδας Financial Times.
Η εφημερίδα επισημαίνει, ότι «καμπανάκι κινδύνου» αποτελεί η περίπτωση του μεγαλύτερου επενδυτικού ομίλου της Τουρκίας, της Dogus Holding, η οποία επεκτάθηκε τα προηγούμενα χρόνια σε πάρα πολλούς τομείς.
Ανάμεσά τους και τα διάσημα εστιατόρια Nusr-et, τα οποία εκτός από την Τουρκία διαθέτουν υποκαταστήματα στη Νέα Υόρκη, το Μαϊάμι και την Ντόχα.
Η Dogus όμως, όπως τονίζει η εφημερίδα, έχει αρχίσει να πουλάει περιουσιακά της στοιχεία, ανάμεσά τους και μετοχές της θυγατρικής της d.ream, στην οποία ανήκουν τα εστιατόρια Nusr-et και άλλες αλυσίδες εστιατορίων.
Η επενδυτική εταιρεία αποφεύγει προς το παρόν να επιβεβαιώσει ή να διαψεύσει, ότι προχωρά σε αναδιάρθρωση του χρέους της, ωστόσο σύμφωνα με την Financial Times, οικονομολόγοι και αναλυτές φοβούνται, ότι η Dogus θα μπορούσε να είναι «το καναρίνι σε ανθρακωρυχείο», για τα προβλήματα του εταιρικού χρέους της Τουρκίας.
Όπως σημειώνει το δημοσίευμα, η οικονομική ανάπτυξη της Τουρκίας τροφοδοτήθηκε για χρόνια από χαμηλού κόστους διεθνείς πιστώσεις, με τις εταιρείες της χώρας όπως η Dogus να δανείζονται σε δολάριο ή ευρώ.
Η διολίσθηση όμως της τουρκικής λίρας, όπως επισημαίνει, έχει εκτοξεύσει το κόστος της εξυπηρέτησης του χρέους.
Όπως επισημαίνει ο Ουργκάς Ουλκού του Ινστιτούτου Διεθνούς Οικονομίας της Ουάσινγκτον, το εταιρικό χρέος της Τουρκίας ανέρχεται σήμερα στο περίπου 70% του ΑΕΠ της χώρας και περισσότερο από το 50% αυτού του χρέους είναι σε ξένο νόμισμα.
Έτσι, κάθε φορά που υποτιμάται η τουρκική λίρα, το χρέος αυξάνεται και είναι θέμα χρόνου σύμφωνα με τον εν λόγω αναλυτή να καταγραφούν οι πρώτες αθετήσεις πληρωμών.
Όπως σημειώνει η Financial Times, η τουρκική οικονομία ήταν η ταχύτερα αναπτυσσόμενη στην G20 το 2017, παίρνοντας ώθηση από την αποτροπή του πραξικοπήματος τον Ιούλιο του 2016, με το ΑΕΠ να αυξάνεται κατά 7,4%.
Ωστόσο, όπως τονίζεται, η Άγκυρα υποτίμησε τις προειδοποιήσεις επενδυτών και οικονομολόγων, ότι η οικονομική ανάπτυξη της χώρας δεν ήταν ισορροπημένη.
Η ισχυρή εγχώρια ζήτηση χωρίς παράλληλη αύξηση των εξαγωγών, δημιούργησε ένα μεγάλο έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών, το οποίο ανερχόταν στο 5,6% του ΑΕΠ στο τέλος του 2017 έναντι 3,8% το 2016.
Για να χρηματοδοτήσει το έλλειμμα αυτό, η Τουρκία πρέπει να αναζητήσει ξένη χρηματοδότηση.
Όμως η νευρικότητα για το πολιτικό κλίμα στη χώρα, αποθάρρυνε τις μακροπρόθεσμες ξένες επενδύσεις, επισημαίνει το δημοσίευμα.
Έτσι, η τουρκική οικονομία βασίζεται σε βραχυπρόθεσμες ροές «ζεστού χρήματος», οι οποίες μπορεί να σταματήσουν ανά πάσα στιγμή, εάν οι παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές αλλάξουν στάση ξαφνικά, σημειώνει η εφημερίδα.
Τονίζει δε, ότι τα διαθέσιμα συναλλαγματικά αποθέματα της Κεντρικής Τράπεζας της Τουρκίας δεν ξεπερνούν τα 90 δισ. δολάρια, καλύπτοντας μόνο το ήμισυ του χρέους που ωριμάζει ή χρειάζεται αναδιάρθρωση.
Οι Financial Times σημειώνει ακόμη, ότι η αξία της τουρκικής λίρας έχει υποτιμηθεί κατά 7% από τις αρχές του 2018 και κατά 50% τα τελευταία 5 χρόνια.
Μάλιστα, η πρόσφατη βουτιά του τουρκικού νομίσματος οδήγησε τον οίκο Moody’s να εκδόσει προειδοποίηση για «αρνητικές προοπτικές» της Τουρκικής οικονομίας, την οποία μόλις τον περασμένο Μάρτιο υποβάθμισε από Ba1 σε Ba2.
Η εφημερίδα επισημαίνει ακόμη, ότι τα προβλήματα της λίρας επιδεινώνονται από το πολιτικό σκηνικό, με τον Ερντογάν να αντιτάσσεται τα τελευταία χρόνια στην αύξηση των επιτοκίων, περιορίζοντας την δυνατότητα της Κεντρικής Τράπεζας να προχωρήσει στην ενίσχυση του νομίσματος.