Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της απογραφής διαμένουν στην Ελλάδα περίπου 11 εκατομμύρια άνθρωποι από τους οποίους οι 800.000 είναι αλλοδαποί.
Ο ξένος πληθυσμός εντάσσεται στην συντριπτική του πλειοψηφία (περίπου 80%) στο ηλικιακό φάσμα των 15-64 ετών.
Πιο συγκεκριμένα, το 90% των αλλοδαπών εργάζονται με σχέση εξαρτημένης εργασίας στις οικοδομές, σε οικιακές εργασίες, στον αγροτικό τομέα, καθώς και σε τουριστικές και εμπορικές υπηρεσίες.
Αυτό βέβαια που παρουσιάζει μέγιστο ενδιαφέρον είναι, ότι ουδέποτε καταγράφηκαν ή υπολογίστηκαν οι διεθνείς μεταναστεύσεις σε αντιδιαστολή με το συνολικό αλλοδαπό πληθυσμό.
Βέβαια, το σημαντικότερο είναι ότι παράλληλα με αυτήν την αδυναμία καταγραφής του συνολικού πληθυσμού των μεταναστών, το ελληνικό κράτος μοιάζει ανίκανο να διαχειριστεί τον ολοένα και αυξανόμενο όγκο του μεταναστευτικού κύματος, μολονότι έχει δαπανηθεί ένα σημαντικό ποσό από πλευράς Ευρωπαϊκής Ένωσης για τον περιορισμό της ανεξέλεγκτης εισροής τους, την ενσωμάτωση ενός αριθμού στην τοπική κοινωνία και σε κάποιες περιπτώσεις τον επαναπατρισμό τους.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση βέβαια, έχει προτείνει έναν Κανονισμό για όλα τα κράτη-μέλη επιχειρώντας να συστήσει μια κοινή Ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική.
Ωστόσο, πολλές από τις προτάσεις που περιέχονται σε αυτόν τον κανονισμό, δύσκολα μπορούν να εφαρμοστούν στην Ελληνική πραγματικότητα, εξαιτίας του μεγάλου ποσοστού και της αδυναμίας υπολογισμού του ακριβούς πληθυσμού των μεταναστών των επί μακρόν διαμενόντων.
Δυστυχώς, οι πραγματικές εργασιακές σχέσεις μεταξύ εργοδοτών και μεταναστών-εργαζόμενων αποτυπώνονται πλασματικά στις ετήσιες έκθεσεις του ΟΑΕΔ, καθώς η απασχόληση των τελευταίων είναι στο μεγαλύτερο ποσοστό της άτυπη.
Πάντως το Ελληνικό κράτος από το 1990 έχει ως βασικό του όπλο για τη διαχείριση των εισερχόμενων μεταναστευτικών ροών τον εξωτερικό και εσωτερικό έλεγχο, μολονότι ειδικά την προηγούμενη δεκαετία εφαρμοζόταν αποσπασματικά και κατά περίπτωση.
Τυπικά, η φύλαξη των Ελληνικών συνόρων, με την συμμετοχή της χώρας μας στο πληροφοριακό σύστημα Σένγκεν, στο πληροφοριακό σύστημα για τις θεωρήσεις εισόδου Βίζα, καθώς και σε μια πληθώρα άλλων ευρωπαϊκών προγραμμάτων συνεργασίας, θεωρείται άκρως λειτουργική.
Τότε για ποιό λόγο κυκλοφορούν ολοένα και περισσότεροι παράνομοι μετανάστες ανάμεσά μας;
Το φαινόμενο αυτό αποτελεί συνάρτηση τριών παραγόντων:
α) της επιθυμίας και της ανάγκης των ατόμων να μεταναστεύσουν,
β) της παράτυπης εισόδου μεγάλου αριθμού αλλοδαπών στην χώρα μας λόγω της έλλειψης σαφούς μεταναστευτικής πολιτικής και
γ) της Συνθήκης του Δουβλίνου ΙΙ, σύμφωνα με την οποία προβλέπεται η επιστροφή όλων των παράνομων μεταναστών της Ευρωπαϊκής Ένωσης στη χώρα εισόδου τους, που σε συντριπτικό ποσοστό είναι η Ελλάδα.
Έτσι, η χώρα μας ουσιαστικά αντιμετωπίζει μόνη της την αθρόα παράτυπη μετανάστευση πληθυσμών από χώρες της Ασίας της Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, χωρίς να προβλέπει η Ε.Ε. ένα μηχανισμό κοινοτικής αλληλεγγύης.
Επιπλέον, το 2010 υπερψηφίζεται το νομοσχέδιο 3838/2010, που επιφέρει θεσμικές αλλαγές στον Κώδικα Ελληνικής Ιθαγένειας του Ν. 3284/2004, δηλαδή στην απόκτηση της ιδιότητας του Έλληνα πολίτη και στο δικαίωμα του εκλέγειν και εκλέγεσθαι τόσο για τα παιδιά των αλλοδαπών γονέων όσο και για τους μετανάστες πρώτης γενιάς, δηλαδή τους νόμιμους επί μακρόν διαμένοντες.
Είναι φανερό, ότι η σημερινή κυβερνητική πολιτική στο θέμα της μετανάστευσης δεν είναι σε σωστή τροχιά, αφού θέτει ανεδαφικές προτεραιότητες και στόχους, προκαλώντας κατά αυτόν τον τρόπο σοβαρές ανησυχίες για την ορθότητα των αποφάσεων και τα πραγματικά της κίνητρα.
Η κυβέρνηση, αντί βεβιασμένα και επιπόλαια να διευκολύνει τη διαδικασία απόκτησης Ιθαγένειας από τους μετανάστες, καλό είναι πρώτα να προσπαθήσει να θέσει υπό έλεγχο τις ανεξέλεγκτες ροές των μεταναστών σύμφωνα με τους κάτωθι βασικούς άξονες:
1. Επιτηρώντας πιο υπεύθυνα και αυστηρά τα σύνορα, πάντοτε βέβαια στο πλαίσιο μιας δημοκρατικής χώρας
2. Αναθεωρώντας ή καταργώντας τη διαβόητη Συνθήκη του Δουβλίνου ΙΙ.
3. Ρυθμίζοντας αυστηρότερα τον αριθμό των εισερχόμενων μεταναστών με διμερείς συμφωνίες με τις χώρες προέλευσής τους και ανάλογα πάντοτε με τις κατά έτος ανάγκες της αγοράς εργασίας και τις υφιστάμενες υποδομές της χώρας μας.
4. Αυξάνοντας τους ρυθμούς επαναπροωθήσεων και επαναπατρισμού των παράτυπων, μη παραγωγικών και ταραχοποιών μεταναστών.
5. Η εγκατάσταση των μεταναστών καλό είναι να γίνεται σε συνεργασία με τις κατά τόπους δημοτικές και περιφερειακές αρχές προκειμένου να ελέγχεται η διαδικασία ένταξης στον τόπο διαμονής τους.
Αν δεν εισακουστούν οι πραγματικές ανησυχίες των Ελλήνων γηγενών πολιτών, καθώς και η πρόσφατη απόφαση του Δ΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας κατά του ισχύοντος νομοθετικού πλαισίου, τότε πολύ φοβόμαστε ότι αναπόφευκτα η Ελληνική κοινωνία θα έχει καταστήσει ως «συνιδιοκτήτες» και «συναποφασίζοντες» ένα πλήθος μεταναστών, κατ’ επίφασην Ελλήνων, με το μέλλον της χώρας να διαγράφεται εύθραυστο και αβέβαιο.