Ο Αλέξης Τσίπρας δανείζεται φθηνότερα από τον Ντόναλντ Τραμπ. Με αυτό τον τίτλο κυκλοφορεί η εφημερίδα Der Standaard όπου ο Nico Tanghe αναλύει πως καταφέρνει η χώρα μας αυτή την περίοδο να αντλεί «φτηνό χρήμα» από τις αγορές.
Ο αρθρογράφος συνομιλεί για το θέμα αυτό με τον επικεφαλής οικονομολόγο της ING Peter Van Houte και παραθέτει τις «συγκρατημένα αισιόδοξες» εκτιμήσεις του για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας.
Ο αρθρογράφος ξεκινά την ανάλυσή του ως εξής: «Ναι, δεν διαβάσατε λάθος, η Ελλάδα δανείζεται σήμερα βραχυπρόθεσμα από τις χρηματαγορές φτηνότερα από ό,τι οι ΗΠΑ», για να διερωτηθεί στη συνέχεια πώς μπορεί να εξηγηθεί αυτό το φαινόμενο και πόσο μπορεί να διαρκέσει.
Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει, «όποιος τρία χρόνια νωρίτερα έλεγε ότι ο Αλέξης Τσίπρας θα μπορούσε ποτέ να δανειστεί φτηνότερα απ’ ό,τι ο Tραμπ θα τον περνούσαν πιθανότατα για τρελό». «Να όμως που ακριβώς αυτό είναι που συμβαίνει αυτή τη στιγμή διότι τα επιτόκια των διετών ελληνικών ομολόγων μειώθηκαν από το 8% στο 1,44% μέσα σε ένα χρόνο», προσθέτει.
Ο αρθρογράφος θεωρεί πάντως ότι δεν πρέπει να γίνεται σύγκριση μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ που είναι δύο διαφορετικές αγορές με διαφορετικά επιτόκια και διαφορετική μακροοικονομική πολιτική. Παρολ’ αυτά, συνεχίζει, η κατακόρυφη μείωση που σημειώνουν τα επιτόκια ελληνικού δανεισμού «δεν παύουν να καταπλήσσουν».
Κατά το δημοσίευμα, αυτό οφείλεται κυρίως στην μονεταριστική πολιτική, καθώς η ΕΚΤ αγοράζει ομόλογα σε μεγάλη έκταση προκειμένου να στηρίξει την αγορά και να μειώσει τις αποκλίσεις που υπάρχουν μεταξύ των διαφορετικών επιτοκίων στις χώρες της ευρωζώνης.
Και όπως επισημαίνει, παρά το γεγονός ότι από 1ης Ιανουαρίου 2018 η ΕΚΤ έχει μειώσει την έκταση συμμετοχής της (στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων) στα 30 δις ευρώ από 60 δις ευρώ, εξακολουθεί να δίνει μεγάλες ενέσεις στις αγορές, με αποτέλεσμα να επωφελούνται τελικά ακόμα και τα ελληνικά ομόλογα. Σίγουρα σε ό,τι αφορά το βραχυπρόθεσμο δανεισμό, διευκρινίζει.
Όπως εξάλλου σημειώνεται, τη στιγμή αυτή τα ελληνικά ομόλογα αγοράζονται σχεδόν αποκλειστικά από χρηματοπιστωτικά ιδρύματα των οποίων η ζήτηση παραμένει σταθερή και ο κίνδυνος χρεωκοπίας είναι ουσιαστικά ανύπαρκτος. Παρά την ευνοϊκή αυτή συγκυρία, οι αγοραστές ελληνικών ομολόγων εξακολουθούν να καλύπτονται από ένα ασφάλιστρο κινδύνου.
Η διαφορά όμως στις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων με τα αντίστοιχα γερμανικά μικραίνει συνεχώς, παρατηρεί ο αρθρογράφος, κυρίως επειδή οι επενδυτές θέλουν να αποφύγουν τα αρνητικά πλέον γερμανικά επιτόκια δανεισμού αναζητώντας εναλλακτικές μορφές επενδύσεων τις οποίες βρίσκουν με τον καλύτερο τρόπο στην περίπτωση της Ελλάδας.
Ιδίως τώρα που η ελληνική οικονομία, αργά αλλά σταθερά, βγαίνει από το τέλμα και ο πρωθυπουργός Α. Τσίπρας για πρώτη φορά μετά από καιρό κατάφερε τελικά να πετύχει πρωτογενές πλεόνασμα, γεγονός που παρέχει εμπιστοσύνη στους επενδυτές ότι θα πάρουν κάποτε πίσω τα χρήματά τους.
Επισημαίνεται πάντως ότι η εξέλιξη αυτή κάθε άλλο παρά σημαίνει ότι η ελληνική οικονομία έχει επιστρέψει οριστικά και αμετάκλητα στην οδό της ανάκαμψης.
Τον Νοέμβριο ο ΟΟΣΑ προειδοποίησε για τους κινδύνους από το υπέρογκο δημόσιο χρέος και από τα προβλήματα ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές τράπεζες, ενώ το ΔΝΤ, στο ίδιο μήκος κύματος, κάλεσε τους δανειστές να προχωρήσουν σε περαιτέρω ελάφρυνση του ελληνικού χρέους, υπενθυμίζει ο αρθρογράφος.
«Ως εκ τούτου η τάση αυτή μπορεί ανά πάσα στιγμή να αναστραφεί», συμπληρώνει, διακινδυνεύοντας την πρόβλεψη ότι θα υπάρξει ένα κλίμα έντονης νευρικότητας στους επενδυτές όταν το πρόγραμμα διάσωσης φτάσει στο τέλος του στα μέσα του 2018 και η Ελλάδα θα χρειαστεί να στηριχθεί αποκλειστικά και μόνο στις δικές της δυνάμεις αντλώντας κεφάλαια από τις αγορές.
«Υπάρχουν πολλά ερωτηματικά για το εάν θα τα καταφέρει», καταλήγει ο αρθρογράφος επικαλούμενος αντίστοιχες εκτιμήσεις του ειδικού της ING.