«Στους ισχυρούς της Ευρώπης συγκαταλέγεται πλέον η Ελλάδα, […] στην ίδια συνεδρίαση θα οριστεί η κεντρική ισοτιμία της δραχμής με το ενιαίο ευρωπαϊκό νόμισμα, η οποία θα είναι στις 340,75 δραχμές/ευρώ. Στη συνέντευξη τύπου που ακολούθησε, ο πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης […] δεν παρέλειψε να ευχαριστήσει […] αλλά και τον ελληνικό λαό ο οποίος επέδειξε προθυμία και δεν δίστασε να κάνει θυσίες. Η Ελλάδα είναι πλέον πιο δυνατή να καθορίζει πιο δυναμικά τη δική της ιστορία κατέληξε ο πρωθυπουργός…».
(in.gr).
Πανηγύριζε η κυβέρνηση και ο φιλοκυβερνητικός τύπος τον Ιούνιο του 2000 όταν η χώρα, ασθμαίνοντας και με πλαστά στοιχεία, κατάφερε να «τρυπώσει» τελευταία στους «ισχυρούς» της Ευρώπης. Τα ερωτήματα είναι αν οι θυσίες του λαού στις οποίες αναφέρεται ο Πρωθυπουργός ήταν παρελθούσες ή μελλοντικές και το πιο σημαντικό αν ήταν σε γνώση των πολιτών. Επίσης ένα σημαντικό ερώτημα είναι αν η εξέλιξη τον δικαίωσε στην εκτίμησή του ότι η χώρα «είναι πλέον πιο δυνατή να καθορίζει πιο δυναμικά τη δική της ιστορία» ή αντίθετα κατάντησε έρμαιο των κυμάτων της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι από τη στιγμή που η χώρα έγινε μέλος της Ο.Ν.Ε. η έξοδος από αυτήν θα ήταν ιδιαίτερα επώδυνη. Σε κάθε περίπτωση αν επρόκειτο να γίνει κάτι τέτοιο αυτό όφειλε να πραγματοποιηθεί στην αφετηρία της κρίσης δηλαδή πριν από το πρώτο μνημόνιο το 2010. Το κόστος εξόδου εκ των υστέρων θα ήταν καταστροφικό. Το ερώτημα λοιπόν δεν είναι αν πρέπει η χώρα να βγει από την Ευρωζώνη αλλά αν έπρεπε να μπει.
Παραβλέποντας το γεγονός της «δημιουργικής λογιστικής» (Swaps Goldman Sacs, κρυφά χρέη, ελλείμματα κ.λπ.) είναι σημαντικό να κάνουμε δύο παρατηρήσεις. Κατ’ αρχήν ότι από τα 15 (τότε) μέλη της Ένωσης τρία (Βρετανία, Δανία, Σουηδία) επέλεξαν να μη συμμετέχουν παρά το γεγονός ότι ήταν σε ασύγκριτα καλύτερη κατάσταση από την Ελλάδα.
Επιπλέον ότι σήμερα 19 από τα 27 μέλη μετέχουν στην Ο.Ν.Ε. γεγονός που αποδεικνύει ότι τελικά δεν είναι τόσο δύσκολο να μπεις στο κλαμπ. Να σημειωθεί μάλιστα ότι από τις υπόλοιπες 8 χώρες οι μισές (Σουηδία, Πολωνία, Ουγγαρία και Τσεχία) θα μπορούσαν να μετέχουν απλώς αποδεικνύονται «πιο σοφές» από τη χώρα μας και το αποφεύγουν.
Το κεντρικό και ουσιώδες ερώτημα είναι αν συμφέρει μια χώρα με ασθενική παραγωγική ικανότητα να ενταχθεί σε ένα σύστημα σταθερής νομισματικής ισοτιμίας εγκαταλείποντας την «αμυντική» δυνατότητα της διολίσθησης ή της υποτίμησης του εθνικού της νομίσματος.
Είναι γεγονός ότι η αξία ενός νομίσματος οφείλει να ανταποκρίνεται στης παραγωγικές δυνατότητες της χώρας. Υπερτιμημένο νόμισμα διευρύνει το εμπορικό έλλειμμα ενώ το αντίθετο συμβαίνει με το υποτιμημένο. Είναι γνωστή η διαμάχη των Η.Π.Α. με την Κίνα επειδή η τελευταία επιμένει να κρατά τεχνηέντως υποτιμημένο το νόμισμά της διευκολύνοντας έτσι τις εξαγωγές της σε βάρος άλλων.
Μετά την κατάργηση το 1971 του συστήματος σταθερών ισοτιμιών (Μπρετόν Γουντς) που είχε δημιουργηθεί το 1944, η διολίσθηση και οι υποτιμήσεις της δραχμής αντιστάθμιζαν την παραγωγική της υστέρηση προφυλάσσοντας το ισοζύγιο πληρωμών. Χαρακτηριστικά μέχρι το 1980 η ισοτιμία είχε διαμορφωθεί στο 1$=43δρχ., ενώ μετά τις υποτιμήσεις (1983 15,5%, 1985 15%, 1998 12,6%) αλλά και τη συνεχή διολίσθηση το 1990 είχε διαμορφωθεί στο 1$=158δρχ. ενώ το 2000 έφτασε στο 1$=367δρχ.!!!
ΕΤΗ $
1970 30,10
1980 43,062
1990 158,515
2000 367,412
Αυτή η κατρακύλα, της ισοτιμίας της δραχμής, απεικόνιζε με τον δραματικότερο τρόπο την αποψίλωση του παραγωγικού δυναμικού της οικονομίας και την εγκαθίδρυση μιας «εικονικής οικονομικής» ευμάρειας η οποία στηριζόταν στα δάνεια (Δημόσιου και Ιδιωτικού τομέα) και στις καθαρές εισροές από την Ε.Ε. τα οποία κάλυπταν τα ελλείμματα του ισοζυγίου πληρωμών.
Η ένταξη στην Ο.Ν.Ε. στο βαθμό που διευκόλυνε τον δανεισμό ήταν αναμενόμενο να διευρύνει το πρόβλημα ναρκοθετώντας περαιτέρω τα θεμέλια της οικονομίας αφού πλέον οι καθαρές εισροές δεν επαρκούσαν για να καλύψουν το πρόβλημα. Επιπλέον η διευρυμένη ρευστότητα διευκόλυνε την μεταπρατική οικονομία διογκώνοντας τη «φούσκα» της εικονικής οικονομικής ανάπτυξης. Την ίδια στιγμή ο κυρίως παραγωγικός τομέας όχι μόνο δεν ενισχυόταν αλλά αντίθετα υποβαθμιζόταν σε σύγκριση με τον διεθνή ανταγωνισμό.
Για να αντιληφθούμε την αιτία του προβλήματος αρκεί να δούμε την ισοτιμία της δραχμής σε σχέση με το δολάριο μετά την εισαγωγή του ευρώ. Η αρχική ισοτιμία το 2001 ήταν 1€=0,93$ και 1$=365δρχ.. Το 2009 η ισοτιμία είχε γίνει 1€=1,43$ δηλαδή το ευρώ είχε ανατιμηθεί περισσότερο από 50% έναντι του δολαρίου. Αυτό τελικά σήμαινε ότι η δραχμή (το 1/340,75 του €) είχε ανατιμηθεί έναντι του δολαρίου (1$=228δρχ.).
Είναι προφανές ότι τα προϊόντα και οι υπηρεσίες της χώρας έγιναν ακριβότερα για τους ξένους ενώ τα εισαγόμενα έγιναν φθηνότερα για τους Έλληνες. Δηλαδή διογκώθηκαν οι εισαγωγές ενώ αποδυναμώθηκαν οι εξαγωγές διευρύνοντας το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου.
Η παραγωγική οικονομία έμμεινε ανοχύρωτη απέναντι όχι μόνο στις χώρες εκτός Ο.Ν.Ε. αλλά και στο εσωτερικό της Ευρωζώνης αφού η παραγωγικότητα της χώρας υπολειπόταν των πλέον παραγωγικών χωρών και κυρίως της Γερμανίας.
Η τεράστια διαφορά της νομισματικής μονάδας (1€=340,75δρχ.) εκτίναξε τα περιθώρια κέρδους και τα εισοδήματα στο εμπόριο, στους ελεύθερους επαγγελματίες, και σε επιχειρήσεις υπηρεσιών (καφετέριες, εστιατόρια, κομμωτήρια, κ.λπ.), στις οποίες πέραν των άλλων ενδημεί η παραοικονομία.
Έτσι όπως είναι φυσικό τα Δημόσια έσοδα δεν ακολούθησαν την πορεία διόγκωσης της οικονομίας με αποτέλεσμα να μην υπάρξει βελτίωση στον τομέα του Δημόσιου Χρέους ακόμα και πριν από το ξέσπασμα της παγκόσμιας κρίσης.
Παρά την αύξηση του κόστους εργασίας (σχετικά μικρή σε σχέση με τους άλλους δείκτες) αυτός ο παράγοντας δεν υπήρξε καθοριστικός για την περαιτέρω αποσύνθεση του πραγματικά παραγωγικού τομέα της οικονομίας.
Η μοιραία και ολοένα εντεινόμενη στροφή της κατανάλωσης σε εισαγόμενα αγαθά και το εύκολο και γρήγορο κέρδος που προσέφεραν οι άλλοι τομείς της οικονομίας ήταν αποτρεπτικές για μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες επενδύσεις κεφαλαίου.
Είναι φανερό λοιπόν ότι η διευκόλυνση του δανεισμού και τα χαμηλά επιτόκια που προσέφερε η Ο.Ν.Ε. όχι μόνο δεν ήταν «δώρα» για την πραγματική οικονομία αντίθετα ήταν η «παγίδα θανάτου» στην οποία την οδήγησε η κυβέρνηση των «εκσυγχρονιστών».
Σε τελική ανάλυση η ένταξη στην Ευρωζώνη όχι μόνο δεν μπορεί να πιστωθεί ως «μεγάλο επίτευγμα» στον κύριο Σημίτη αλλά αντίθετα πρέπει να του χρεωθεί ως το μοιραίο λάθος το οποίο φέρει την μεγαλύτερη ευθύνη για τη χρεωκοπία της χώρας.