Αναφορές στην τουρκική ιστορία κάνει συνεχώς ο Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, στην προσπάθειά του να νομιμοποιήσει την «στροφή» προς ένα αυταρχικό ισλαμιστικό καθεστώς.
Ο σουλτάνος με αφορμή τον εορτασμό της Μάχης του Μαντζικέρτ (26 Αυγούστου του 1071) μίλησε για μια ακόμη φορά για ένα «νέο αγώνα Ανεξαρτησίας».
Να σημειωθεί ότι πάνω στην εξέδρα που μιλούσε ο Ερντογάν είχαν παραταχθεί άνδρες που φορούσαν μεσαιωνικές τουρκικές στολές, οπλισμένοι με δόρατα και ασπίδες.
Ο Τούρκος πρόεδρος έκανε παραπομπές στην Μάχη του Μαντζικέρτ και την τελική επίθεση του τουρκικού Στρατού το 1922 που οδήγησε στην Μικρασιατική Καταστροφή και σφράγισε την Ανεξαρτησία της Τουρκίας με την Συνθήκη της Λωζάνης.
Ο Ρετζέπ Ταγιπ Ερντογάν εξήρε την σημασία της Μάχης του Μαντζικέρτ, όπου οι Σελτζούκοι πέτυχαν την πρώτη μεγάλη νίκη επί των Βυζαντινών (Ρωμαίων της Ανατολής) ανοίγοντας τον δρόμο για την τουρκική εγκατάσταση στη Μικρά Ασία, αλλά και στην έναρξη της «Μεγάλης Επίθεσης» στις 26 Αυγούστου 1922, που οδήγησε «στην ήττα του εισβολέα ελληνικού Στρατού».
Κατά τη διάρκεια της ομιλίας του, ο Ερντογάν επαίνεσε τους Τούρκους για το ότι «αντέδρασαν» ενάντια στους εχθρούς σε πολλές επιθέσεις, συμπεριλαμβανομένης της αποτυχημένης προσπάθειας πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου το 2016, για το οποίο το ισλαμιστικό καθεστώς κατηγορεί τους οπαδούς του αυτοεξόριστου ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν.
«Οι Τούρκοι δεν εγκατέλειψαν ποτέ την αξιοπρέπεια και την ανεξαρτησία τους, ακόμη και εν όψει του κινδύνου μαρτυρίας.
»Γι ‘αυτό δεν πρέπει ποτέ να ξεχνάμε Μαντζικέρτ, το σημείο εκκίνησης της ιστορίας μας στην Ανατολία.
»Όσοι δεν μαθαίνουν από την ιστορία είναι υποχρεωμένοι να την ξανά ζήσουν.
»Δυστυχώς, η μάχη του Μαντζικέρτ παραμελήθηκε εδώ και πολύ καιρό στη χώρα μας. Αν και οι κυβερνήτες του κράτους ξέχασαν για το Μαντζικέρτ, οι άνθρωποι δεν το έκαναν», είπε.
Μιλώντας στην μεγάλη και διανθισμένη με πολλά οθωμανικά στοιχεία εκδήλωση με τον τίτλο «Ανατολία Κατάκτηση 1071 Μαντζικέρτ» στο Μους, δεν άφησε περιθώρια παρερμηνειών για τις προθέσεις του και το πως επιχειρεί να εκμεταλλευθεί προς όφελος ακόμη και ιστορικά γεγονότα:
«Το παιχνίδι είναι το ίδιο, ο στόχος είναι ο ίδιος, μόνο το σενάριο αλλάζει και οι ηθοποιοί δεύτερων ρόλων.
»Σε αυτό το παιχνίδι η FETÖ (όπως το τουρκικό καθεστώς έχει ονομάσει την υποτιθέμενη οργάνωση του Φ. Γκιουλέν) είναι ένα πιόνι, το PKK, το YPG, το PYD, το Νταές, οι άλλες τρομοκρατικές οργανώσεις είναι πιόνια.
»Όλες τους είναι από ένα μέσο που χρησιμοποιούν οι δυνάμεις που έχουν βάλει στο μάτι την πατρίδα μας.
»Ο αγώνας μας είναι εναντίον όχι μόνο των μέσων αλλά ουσιαστικά εκείνων που τα χρησιμοποιούν.
»Η Ανατολία σε όλη τη διάρκεια της ιστορίας ανέκαθεν υπήρξε μια δύναμη που άξιζε όλο τον κόσμο.
»Το σάβανο που φόρεσε ο σουλτάνος Αλπ Αρσλάν στο Μαντζικέρτ, το φόρεσαν όλοι όσοι έγιναν ηγέτες αυτού του έθνους» δήλωσε ο Ρετζέπ Ταγιπ Ερντογάν μπροστά σε ένα μεγάλο πλήθος.
Η μάχη του Μαντζικέρτ μεταξύ της Ρωμαϊκής (Βυζαντινής) Αυτοκρατορίας και των Σελτζούκων έλαβε χώρα στις 26 Αυγούστου του 1071, κοντά στο Μαντζικέρτ (σημερινό Μαλαζγκίρτ στην Τουρκία).
Ο αυτοκράτορας Ρωμανός Δ’ Διογένης ηττήθηκε, αιχμαλωτίστηκε και απελευθερώθηκε μετά την καταβολή λύτρων, ενώ η χριστιανική αυτοκρατορία υποχρεώθηκε στην καταβολή ετήσιου φόρου και την παραχώρηση μερικών φρουρίων στους Σελτζούκους.
Αυτή η πανωλεθρία των ανατολικορωμαϊκών στρατευμάτων και, κυρίως, η εσωτερική πολιτική παράλυση που ακολούθησε, επέτρεψε τη μόνιμη εγκατάσταση των Σελτζούκων στη Μικρά Ασία.
Σύμφωνα με μερικούς ιστορικούς, την ευθύνη για την ήττα φέρει η κρατούσα τάξη της βυζαντινής αυτοκρατορίας για λόγους καθαρά οικονομικούς, ως αντίδραση προς την προσπάθεια του Ρωμανού Δ’ να συγκεντρώσει φόρους που θα επέτρεπαν την αποκατάσταση της ισχύος των βυζαντινών στρατευμάτων.
Σύμφωνα με την Παγκόσμια Ιστορία της Ακαδημίας Επιστημών της Σοβιετικής Ένωσης αναφέρεται ότι:
«Στα μέσα του 11ου αιώνα γίνονταν στο Βυζάντιο άγριοι φεουδαρχικοί εμφύλιοι πόλεμοι που χαρακτηρίζονται από την ένταση του φεουδαρχικού κομματιάσματος.
»Η πάλη για το θρόνο ανάμεσα στις διάφορες μερίδες της κυρίαρχης τάξης έφτασε σε οξύτατο σημείο. Από το 1057 ως το 1081 άλλαξαν πέντε αυτοκράτορες.
»Οι φεουδαρχικοί εμφύλιοι πόλεμοι έγιναν αιτία να εξασθενίσει το βυζαντινό κράτος και να χειροτερεύσει η εξωτερική πολιτική θέση του.
»Στην κατάρρευση της στρατιωτικής δύναμης του Βυζαντίου βοήθησε και η μετατροπή των ελεύθερων αγροτών σε δουλοπάροικους, καθώς και η καταστροφή των στρατιωτών».
Ακόμα ένα στοιχείο που φέρεται ότι οδήγησε στην ήττα του ανατολικορωμαϊκού στρατεύματος ήταν η ετερογένειά του, καθώς βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό σε ξένους μισθοφόρους.
Το στράτευμα του Ρωμανού αποτελούνταν από Νορμανδούς, Βούλγαρους, Πετσενέγκους, Φράγκους, Αλανούς, Γότθους, Σλάβους, Χαζάρους, Τουρκομάνους Ούζους και Κουμάνους, καθώς και Ίβηρες από την Αρμενία.
Ο θεματικός στρατός, ένας εμπειροπόλεμος και πιστός στην αυτοκρατορία στρατός, είχε παραμεληθεί δραματικά από τους προηγούμενους αυτοκράτορες, αναγκάζοντας τον αυτοκράτορα Ρωμανό να καταφύγει σε μισθοφόρους.
Σε αυτά τα δυο προβλήματα προστέθηκε ένα τρίτο. Ο αυτοκράτορας δεν μπορούσε να εμπιστευθεί ανώτατους αξιωματούχους του στρατού και της πολιτικής σκηνής, καθώς πολλοί συνωμοτούσαν εναντίον του.
Από το στρατό του δεν μπορούσε να εμπιστευθεί τον διοικητή των Νορμανδών, τον στρατηγό Ουρσέλ ντε Μπαγιέλ, καθώς και τον διοικητή των Φράγκων Μάγιστρο Ιωσήφ Ταρχανειώτη και τον Ανδρόνικο Δούκα, γιο του Ιωάννη Δούκα, πολιτικού αντιπάλου του Ρωμανού.
Στην πολιτική σκηνή εκτός από τον Ιωάννη Δούκα, είχε να αντιμετωπίσει τον συγκλητικό Νικηφόρο Παλαιολόγο και τον Μιχαήλ Ψελλό που υποστήριζαν την οικογένεια των Δουκών στη διαδοχή του θρόνου.
Παρόλα αυτά υπήρχαν τρία άτομα, παλαιοί συμπολεμιστές του αυτοκράτορα όταν ήταν στρατηγός, τα οποία μπορούσε να εμπιστευτεί. Ήταν ο Μάγιστρος Κατεπάνω Νικηφόρος Βασιλάκιος, ο στρατηγός Θεόδωρος Αλυάτης που καταγόταν από την Καππαδοκία και ο Δομέστικος των Σχολών της Δύσης Νικηφόρος Βρυέννιος.
Την ήττα του Μαντζικέρτ ακολούθησε σειρά γεγονότων που υπονόμευσαν τη δύναμη της ήδη εξασθενημένης κατά τον 11ο αι. αυτοκρατορίας.
Στον Ρωμανό Δ’ επιβλήθηκε οικτρή τιμωρία, χάνοντας και το θρόνο του και τη ζωή του, ενώ παράλληλα δημιουργήθηκε ένα γεωγραφικό κενό στον βυζαντινό χάρτη, το οποίο γέμισαν σταδιακά οι Σελτζούκοι, εγκαθιδρύοντας την πρωτεύουσά τους στη Νίκαια (İznik) το 1077.
Μετά τη μάχη, η αυτοκρατορία περιήλθε, για ακόμα μια φορά στη δίνη του εμφυλίου πολέμου, που έληξε όταν ο Αλέξιος Α’ Κομνηνός ανέβηκε στο θρόνο.
Οι Βυζαντινοί με την ήττα στο Μαντζικέρτ έχασαν και τις οδούς που οδηγούσαν στις ανατολικές τους επαρχίες και ειδικά στην Αρμενία, με αποτέλεσμα να χάσουν και τον έλεγχο των κατοίκων τις περιοχής.
Αυτοί οι ορεσίβιοι κάτοικοι επάνδρωναν σε μεγάλο βαθμό το στρατό του Βυζαντίου και τον έκαναν πιο αξιόμαχο.
Ακόμα, ο δρόμος για τον εκτουρκισμό των πληθυσμών της περιοχής είχε ανοίξει δυσχεραίνοντας ακόμα πιο πολύ την ανακατάληψη αυτών των περιοχών από τους μετέπειτα αυτοκράτορες.
Χάθηκαν πολλές γαίες τις οποίες έδιναν για επιβράβευση στα στρατεύματα οι αυτοκράτορες, με αποτέλεσμα να αναγκαστούν να τους παρέχουν άλλα ανταλλάγματα, μετατρέποντας το στρατό από εθνικό σε μισθοφορικό.