Το κείμενο που ακολουθεί το είχα γράψει το 2009-10 και συμπεριλαμβανόταν σε ένα κεφάλαιο που τελικά δεν «χώρεσε» εκδοτικά στο πρώτο μου βιβλίο «Η Ελλάδα στο ντιβάνι – Διεργασίες ανατροπής στην ιστορία, τη γλώσσα και τα κοινωνικά στερότυπα» (εκδ. Αλεξάνδρεια, 2011).
Δηλαδή, γράφτηκε πριν από την αποκάλυψη των νέων ενεργειακών αποθεμάτων στην ανατολική Μεσόγειο. Το άρθρο εκκινούσε από τέσσερα κυρίως γεγονότα της εποχής:
1. Το τότε νέο αναθεωρητικό δόγμα της Τουρκίας, του νέο-οθωμανισμού που αποβλέπει στην ανασυγκρότηση της αυτοκρατορίας και την ηγεμόνευση των Τούρκων στους αραβικούς πληθυσμούς της Μέσης Ανατολής και στον έλεγχο των πετρελαίων,
2. Την βαθιά κρίση στις σχέσεις Τουρκίας – Ισραήλ,
3. Την κόπωση και την οριακή κατάσταση που άρχισε να διαμορφώνεται στα Δυτικά Βαλκάνια και
4. Την έναρξη της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα που θα την καθιστούσε ευάλωτη.
Στην ουσία με το κείμενο αυτό εισηγούμουν ένα άξονα αμυντικο-εμπορικό-οικονομικό μεταξύ Αθήνας-Βελιγραδίου-Βιέννης και ταυτόχρονα, μια συνέχειά του από Αθήνα σε Λευκωσία-Τελ Αβίβ, με δυνατότητα προσεταιρισμού του Καΐρου, και ίσως της Βυρηττού και του Αμάν.
Ένας τέτοιος άξονας θα μπορούσε όχι μόνο να διασφαλίσει την ειρήνη, αλλά και να εγγυηθεί νέες ασφαλείς διελεύσεις των ενεργειακών αγωγών, καθώς και πρόσβαση στις ιρανικές πηγές, κάτι που θα βοηθούσε αισθητά την ευρωπαϊκή απεξάρτηση από τα υπαρκτά ενεργειακά συστήματα μέσω της διαφοροποίησης των πηγών και των αγωγών.
Βέβαια, έκτοτε πολλά έχουν αλλάξει, η πλήρης ενεργειακή αυτάρκεια των ΗΠΑ, η δυναμική της δημιουργίας Ανεξάρτητου Κουρδιστάν και οι νέοι ενεργειακοί πόροι της Ανατολικής Μεσογείου έχουν διαμορφώσει ευνοϊκό περιβάλλον για την ανάπτυξη του νότιου τμήματος του άξονα που πρότεινα και ο οποίος στηριζόταν στο ιστορικό γεγονός της ενότητας του γεωπολιτικού χώρου της ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου.
Η σύμπραξη Αθήνας- Καΐρου και Αθήνας-Λευκωσίας-Τελ Αβίβ είναι ένα γεγονός που αλλάζει τα δεδομένα στην περιοχή και που μπορεί να αποτελέσει θεμέλιο για την ολοκλήρωση του άξονα.
Το αδημοσίευτο κείμενο του 2010 έχει ως εξής:
Τα βαλκανικά ζητήματα θέλουν λύση, άμεση ευρωπαϊκή λύση, χωρίς τους μεγάλους παίκτες που απειλούν την βαλκανική ευρωπαϊκή ολοκλήρωση.
Η λύση αυτή μπορεί να προέλθει από μια στρατηγική συνεργασία Αθηνών και Βιέννης, που θα μπορούσε να ξεκινήσει με ορισμένες επιχειρηματικές συγχωνεύσεις στην ενέργεια, στις τηλεπικοινωνίες και στις τράπεζες με στόχο τη συγκρότηση ευρύτερων οικονομικών μονάδων στη βαλκανική και τη μόχλευση της ανάπτυξης στην περιοχή.
Στη συνεργασία αυτή θα μπορούσαν σταδιακά να συμμετάσχουν το Βελιγράδι, το Ζάγκρεμπ και η Λουμπλιάνα και σε επόμενο στάδιο οι υπόλοιπες χώρες των δυτικών Βαλκανίων αναπτυξιακά, επιχειρηματικά, πολιτικά.
Έτσι, ο άξονας Αθηνών-Βιέννης θα μπορούσε να αναλάβει μια μεγάλη πρωτοβουλία συστηματικής συνεννόησης των χωρών της Βαλκανικής (ακόμη και σε μηναία βάση) με στόχο τον σχεδιασμό και την υλοποίηση μιας ενιαίας αγοράς στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, ο οποίος θα περιλαμβάνει ένα ολοκληρωμένο σχέδιο υποδομών (μεταφορές, ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, παιδεία και υγεία) που θα ενοποιεί την εσωτερική βαλκανική αγορά και το οποίο όμως θα είναι συμβατό με τα διευρωπαϊκά δίκτυα.
Τα σχέδια αυτά εφόσον συμφωνηθούν πολιτικά θα μπορούσαν να βγουν για χρηματοδότηση στη διεθνή αγορά.
Το ελληνικό χρηματιστήριο μπορεί να παίξει κεντρικό ρόλο στη διάθεση τίτλων σε διεθνείς θεσμικούς επενδυτές για τα έργα αυτά (ομόλογα σε ευρώ μετατρέψιμα σε μετοχές κλπ).
Η προσήλωση της Ελλάδας σε ένα σχέδιο τέτοιας εμβέλειας θα έφερνε τη χώρα στο επίκεντρο των ευρωπαϊκών εξελίξεων, θα έδινε διέξοδο στο παραγωγικό της δυναμικό και θα την καθιστούσε κέντρο διεθνών επενδύσεων στην περιοχή με πολλαπλασιαστικά οφέλη για την οικονομία μας και το κύρος της χώρας.
Είναι αυτονόητο ότι μια τέτοιας διάστασης πρωτοβουλία θα πρέπει να αναληφθεί από πολιτικά πρόσωπα που θα αφιερωθούν κυριολεκτικά στο σκοπό.
Για τα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή, το νέο-οθωμανικό σενάριο του Νταβούτογλου όχι μόνο δεν αποτελεί πραγματική προοπτική, αλλά είναι πολλαπλά επικίνδυνο, τόσο για την εύθραυστη ειρήνη στην περιοχή, όσο και για τα δυτικά συμφέροντα.
Τα Βαλκάνια είναι στρατηγικό προπύργιο ακόμη και σε όρους 21ου αιώνα.
Είναι σαφές ότι μετά τις αλλεπάλληλες αποκαλύψεις συνωμοσιών από κεμαλιστές στρατιωτικούς και τη σύλληψή τους και παρά την «αντίσταση» του Συνταγματικού Δικαστηρίου στην κυβέρνηση των Ισλαμιστών του Ερντογάν, το στρατιωτικο-οικονομικό σύμπλεγμα που κυβέρνησε επί ένα αιώνα σχεδόν την Τουρκία στο όνομα του κεμαλισμού βρίσκεται σε φάση αποδρομής.
Η γοητεία του μεταμοντέρνου λαϊκού Ισλάμ, όπως το εκφράζει ο Ερντογάν, μπορεί να καθησυχάζει την απελπισμένη Αμερική και τη Δύση, όμως στο βάθος γνωρίζουν ότι πίσω από αυτή κρύβεται ένας ισχυρός συντηρητισμός και ένας ανομολόγητος εθνικισμός, με υπονοούμενα αυτοκρατορικά ή χαλιφάτου.
Βέβαια, το εγχείρημα Νταβούτογλου, αν και παράγει δυναμική και είναι γοητευτικό για τα μονίμως εκτός πραγματικότητας think tank της Ουάσιγκτον, δεν μπορεί να αποτελέσει ενοποιητικό παράγοντα για τους Αλεβίτες της Συρίας ή τους Σιίτες του Ιράκ ή του Ιράν.
Και φυσικά δεν μπορεί να αποτελέσει ενοποιητικό παράγοντα τον 21ο αιώνα, εξήντα χρόνια μετά την αποικιοκρατία και την εκκόλαψη των επιμέρους αραβικών εθνικισμών.
Η διανοητική κατασκευή του Νταβούτογλου, που τόσο γοητεύει ορισμένες ελίτ της Αθήνας, δεν είναι παρά ένα καθησυχαστικό πρόσχημα για τους κεμαλιστές.
Το ελληνικό καθήκον είναι απλό: να θυμίζει, πρώτον, στους φίλους Άραβες το κακό παρελθόν της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και τις ιμπεριαλιστικές βλέψεις της Τουρκίας και δεύτερον, ότι η ανεξαρτησία των χωρών τους και η προοπτική τους διασφαλίζεται με μια συνεχώς διευρυνόμενη συνεργασία με την ΕΕ, η οποία σταδιακά θα αποκτά όλο και μεγαλύτερο βάθος.
Η προοπτική ενός ενιαίου μεσογειακού οικονομικού χώρου αποκτά τώρα νέα και ισχυρά επιχειρήματα.
Ο ελληνικός ρόλος μπορεί να είναι σημαντικός. Ως μικρή χώρα που εκ του μεγέθους της δεν μπορεί να αποτελεί απειλή, μπορεί να αποτελεί τον εισηγητή μιας δικαιακής αντίληψης των σχέσεων, που θα απεγκλωβίζει τους ενεργειακούς δρόμους από τη γεωπολιτική απόκλιση της Άγκυρας, θα παρέχει πλάτη στην ασφάλεια του Ισραήλ και θα ευνοεί την ανασυγκρότηση της ανεξάρτητης Παλαιστίνης.
Ένας άξονας Βιέννης-Ζάγκρεμπ-Βελιγραδίου-Αθήνας-Λευκωσίας-Βηρυτού-Αμάν-Παλαιστίνης-Τελ Αβιβ-Καΐρου θα μπορούσε όχι μόνο να διασφαλίσει την ειρήνη, αλλά και να εγγυηθεί νέες ασφαλείς διελεύσεις των ενεργειακών αγωγών, καθώς και πρόσβαση στις ιρανικές πηγές, κάτι που θα βοηθούσε αισθητά την ευρωπαϊκή απεξάρτηση από τα υπαρκτά ενεργειακά συστήματα μέσω της διαφοροποίησης των πηγών και των αγωγών.
Η διαμεσολάβηση του Γ. Παπανδρέου στην διαμάχη Ισραήλ-Παλαιστίνης είναι προς τη σωστή κατεύθυνση και κρίσιμη.
Η προσπάθεια δημιουργίας σχέσεων μεταξύ Κροατίας-Ισραήλ με την επίσκεψη του Ισραηλινού προέδρου Σιμόν Πέρες στο Ζάγκρεμπ και οι συνομιλίες με την πρωθυπουργό Γιαντράνκα Κόσορ δείχνουν ότι το σχήμα δουλεύεται.