Τις προτάσεις του επιχειρηματικού κόσμου για την καταπολέμηση της ανεργίας ανέλυσε ο πρόεδρος του ΕΒΕΑ κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος, μιλώντας στη γενική συνέλευση του Επιμελητηρίου στην οποία παρέστη η αναπληρωτής υπουργός Εργασίας κ. Ράνια Αντωνοπούλου.
Στην τοποθέτηση του ο κ. Μίχαλος ανέφερε:
Η ανεργία είναι ίσως η σκληρότερη έκφραση της κρίσης που βιώνει η χώρα τα τελευταία χρόνια. Είναι αυτή που συνιστά τη μεγαλύτερη απειλή για την ελληνική κοινωνία. Όχι μόνο γιατί οδηγεί στην ανέχεια και την περιθωριοποίηση ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού. Αλλά και γιατί τροφοδοτεί το φαινόμενο της διαρροής πολύτιμου ανθρώπινου κεφαλαίου από τη χώρα.
Είναι αλήθεια ότι το τελευταίο διάστημα, υπάρχουν σαφείς ενδείξεις αποκλιμάκωσης της ανεργίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία του συστήματος ΕΡΓΑΝΗ το πεντάμηνο Ιανουαρίου – Μαΐου 2017 το ισοζύγιο προσλήψεων αποχωρήσεων ήταν θετικό κατά 215.000 θέσεις εργασίας.
Ωστόσο, η κατάσταση σε καμία περίπτωση δεν δικαιολογεί εφησυχασμό. Για δύο λόγους:
Πρώτον, γιατί το ποσοστό των νέων προσλήψεων που αφορούν ευέλικτες μορφές εργασίας παραμένει ανησυχητικά υψηλό. Σαφώς κανείς δεν παραγνωρίζει τη χρησιμότητα των ευέλικτων μορφών εργασίας, ως συμπληρωματικό εργαλείο απασχόλησης. Ωστόσο η ανατροπή της ισορροπίας σε σχέση με τις θέσεις πλήρους απασχόλησης, λειτουργεί σε βάρος του εισοδήματος των εργαζομένων, αλλά και του ασφαλιστικού συστήματος, αφού τα έσοδα για τα ασφαλιστικά ταμεία μειώνονται.
Ο δεύτερος λόγος προβληματισμού αφορά τον ρυθμό και τα δομικά στοιχεία αύξησης της απασχόλησης. Για να μπορέσει να αποκατασταθεί το βιοτικό επίπεδο των Ελλήνων, δεν αρκεί μια οριακή ή συγκυριακή αύξηση. Χρειάζεται δομική αποκλιμάκωση της ανεργίας και παγίωση ενός υψηλού ρυθμού δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας.
Και τα δύο αυτά προβλήματα, τα ποιοτικά στοιχεία και ο ρυθμός αύξησης της απασχόλησης, έχουν έναν βασικό κοινό παρονομαστή: το δυσβάσταχτο μη μισθολογικό κόστος της εργασίας.
Το ύψος των φόρων και των εισφορών που καλούνται σήμερα να πληρώσουν στο κράτος εργοδότες και εργαζόμενοι, είναι τέτοιο που καθιστά την πλήρη μισθωτή εργασία ασύμφορη. Και λειτουργεί παράλληλα ως αντικίνητρο για τη νόμιμη απασχόληση, με αποτέλεσμα να αυξάνεται η αδήλωτη εργασία και να χάνονται εισφορές από τα ταμεία παρά την αύξηση των συντελεστών.
Στις υψηλά αμειβόμενες θέσεις, αυτές δηλαδή που αφορούν εξειδικευμένο στελεχιακό δυναμικό, το ποσοστό των κρατήσεων εκτοξεύεται σε πρωτοφανή επίπεδα.
Μια εταιρεία που λειτουργεί ή σχεδιάζει να επενδύσει στην Ελλάδα, γνωρίζει ότι για να προσλάβει εργαζόμενους – και κυρίως εξειδικευμένα στελέχη – θα πρέπει να δαπανήσει πολλά περισσότερα χρήματα, σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης. Όσο για τους Έλληνες εργαζόμενους με υψηλά προσόντα, είναι λογικό να επιχειρήσουν να βρουν εργασία σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, όπου υπάρχουν περισσότερες και καλύτερες ευκαιρίες απασχόλησης, αλλά και χαμηλότερες κρατήσεις.
Όσο για τους ελεύθερους επαγγελματίες, καλούνται πλέον να πληρώσουν εξοντωτικές εισφορές, ενώ την ίδια ώρα το επίπεδο των υπηρεσιών που τους παρέχονται από τον ΟΑΕΕ δεν είναι διόλου ικανοποιητικό. Είναι αδιανόητο για μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα, να μην εκδίδεται π.χ. πιστοποιητικό ασφαλιστικής ενημερότητας ηλεκτρονικά και να πρέπει ο επαγγελματίας να πηγαίνει προσωπικά στην υπηρεσία και να περιμένει σε ατελείωτες ουρές και να ταλαιπωρείται από την εμφανή έλλειψη πόρων και προσωπικού. Έχουν αναφερθεί δε περιστατικά όπου δεν υπήρχε καν μελάνι στους εκτυπωτές, με αποτέλεσμα να συμπληρώνονται τα έγγραφα χειρόγραφα και σε καρμπόν.
Δεν μπορούμε να μιλάμε για αύξηση της απασχόλησης, αλλά και για ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, με αυτό το ύψος των εισφορών.
Είμαστε από τους πρώτους που είχαμε αντιταχθεί στη μνημονιακή απαίτηση για μείωση των κατώτατων μισθών, υποστηρίζοντας ότι το εμπόδιο στην ανταγωνιστικότητα είναι το μη μισθολογικό κόστος της εργασίας. Η πραγματικότητα δυστυχώς μας επιβεβαίωσε. Οι κατώτατοι μισθοί μειώθηκαν, αλλά η Ελλάδα παραμένει καθηλωμένη στις τελευταίες θέσεις των διεθνών κατατάξεων ως προς την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της.
Για τους λόγους αυτούς, η Επιμελητηριακή Κοινότητα προτείνει, ως πρώτο και απαραίτητο βήμα για την τόνωση της απασχόλησης και της ανάπτυξης στη χώρα, τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών.
Πρόκειται για μια κίνηση που θα δημιουργήσει αλυσιδωτά οφέλη για την οικονομία και για την κοινωνία, ευνοώντας την άνοδο της καταγεγραμμένης απασχόλησης και τη μείωση της ανεργίας.
Η αναμενόμενη πτώση των εσόδων για τα ταμεία ανά υπόχρεο θα αντισταθμιστεί από την αντίστοιχη αύξηση του αριθμού των υπόχρεων εισφοράς και τη μείωση των επιδομάτων ανεργίας. Με αποτέλεσμα η δημοσιονομική επίπτωση να είναι μικρή, σε σχέση με το αναπτυξιακό όφελος που θα προκύψει
Επιπλέον, έχουμε προτείνει και διεκδικούμε μια σειρά από δομικές αλλαγές, που μπορούν να δημιουργήσουν θετικό αντίκτυπο για την ανάπτυξη και την απασχόληση. Ενδεικτικά:
o Την απλοποίηση και κωδικοποίηση της Εργατικής Νομοθεσίας, ώστε να μειωθεί το κόστος συμμόρφωσης για τις επιχειρήσεις.
o Μείωση γραφειοκρατικών επιβαρύνσεων
o Αναδιοργάνωση και αναβάθμιση του ΟΑΕΔ
o Αναβάθμιση του θεσμού της Μαθητείας
o Τη λειτουργία ενός αξιόπιστου μόνιμου συστήματος διάγνωσης αναγκών εργασίας, που θα αποτυπώνει τις πραγματικές ανάγκες των επιχειρήσεων σε ειδικότητες και δεξιότητες, ώστε ο σχεδιασμός των παρεμβάσεων να μη γίνεται πλέον «στα τυφλά» όπως στο παρελθόν, αλλά να ανταποκρίνεται στις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας.
o Τη δημιουργία ενός μόνιμου συστήματος σχεδιασμού και αξιολόγησης ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης που θα πλαισιώνεται από τους αρμόδιους φορείς της κεντρικής κυβέρνησης και της τοπικής αυτοδιοίκησης, τα επιμελητήρια, τους κοινωνικούς εταίρους, αλλά και τους επιστημονικούς φορείς.
o Τη δημιουργία ενός νέου θεσμικού πλαισίου για την πρακτική άσκηση και τα ποιοτικά κριτήρια που πρέπει να διέπουν τις περιόδους πρακτικής άσκησης, με σκοπό την αντιμετώπιση του κατακερματισμένου νομικού πλαισίου, τον εκσυγχρονισμό του θεσμού και εν τέλει την αποτελεσματική σύνδεση της πρακτικής άσκησης με τις ανάγκες της αγοράς εργασίας.
Ιδιαίτερη μνεία θα ήθελα να κάνω στο θεσμό της μαθητείας, ο οποίος συνδυάζει την επαγγελματική εκπαίδευση και την πρακτική άσκηση σε εργασιακό χώρο και είναι μεταξύ των πολιτικών που μπορούν να προσφέρουν ουσιαστικές λύσεις τόσο στην επιχειρηματικότητα, όσο και στην απασχόληση.
Οφείλω να εξάρω την προσπάθεια της πολιτικής ηγεσίας του υπουργείου Εργασίας για την ανάπτυξη του θεσμού που στην Ελλάδα βρίσκεται σε αρχικό στάδιο.
Υπάρχουν μεγάλα περιθώρια, αλλά και ανάγκη για περαιτέρω ενίσχυση του θεσμού. Σε αυτήν την κατεύθυνση μπορεί να συμβάλει σημαντικά και η ενεργοποίηση των φορέων της επιχειρηματικής κοινότητας, με επίκεντρο τα Επιμελητήρια.
Τα Επιμελητήρια μπορούν να λειτουργήσουν ως συνδετικός κρίκος μεταξύ της επιχειρηματικής κοινότητας και του εκπαιδευτικού συστήματος και να προτείνει ειδικότητες που ανταποκρίνονται στις ανάγκες της αγοράς εργασίας.
Τις δυνατότητες αυτές θεωρώ ότι τις έχει ήδη συνεκτιμήσει η πολιτική ηγεσία του υπουργείου Εργασίας και θα συνεχιστεί μεταξύ μας η εποικοδομητική συνεργασία για μια νέα κουλτούρα όσον αφορά τον επαγγελματικό προσανατολισμό της χώρας μας.
Τα Επιμελητήρια, αξιοποιώντας τη συσσωρευμένη εμπειρία τους, τις δομές και τη γνώση των αναγκών σε επίπεδο τοπικών κοινωνιών, μπορούν να συμβάλουν ουσιαστικά στην υλοποίηση αυτών των παρεμβάσεων.
Με την προώθηση των κατάλληλων μέτρων και διαρθρωτικών αλλαγών, το κράτος μπορεί να διασφαλίσει ότι αυτή η ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας θα επιτευχθεί ταχύτερα και – κυρίως – θα έχει αντίκρισμα στην καθημερινότητα των πολιτών, με τη μορφή νέων θέσεων εργασίας και ευκαιριών για τις επιχειρήσεις και τα νοικοκυριά της χώρας.