«Η Ελλάδα θα παραμείνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση οριστικά και αμετάκλητα διότι η ίδια δεν διανοείται τον εαυτό της εκτός αυτής, με τον ίδιο τρόπο που δεν νοείται Ευρώπη χωρίς την Ελλάδα ως σταθερό και αναπόσπαστο μέλος της» υπογράμμισε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας Προκόπης Παυλόπουλος, ανοίγοντας τις εργασίες του “CONCORDIA EUROPE SUMMIT”.
Στη συνέχεια, ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας υπογράμμισε, «αναμένει όμως η χώρα μου, ιδίως τώρα που είναι έτοιμη να υπερβεί την κρίση, έχοντας εκπληρώσει στο ακέραιο τις υποχρεώσεις της, την αλληλεγγύη των εταίρων της και την εκπλήρωση των δικών τους υποχρεώσεων, αφού η αρχή pacta sunt servanda είναι θεμελιώδης ευρωπαϊκή αρχή, της οποίας η συνεπής εφαρμογή είναι προϋπόθεση της διατήρησης της αξιοπιστίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Άλλωστε, για να παραφράσω τον Τζωρτζ Όργουελ, δεν υπάρχουν κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είναι ‘λιγότερο ίσα’ σε σύγκριση με άλλα, όσον αφορά την συμπεριφορά που οφείλει να τους επιφυλαχθεί με βάση τις καταστατικές αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Αυτή την αυτονόητη μεταξύ Εταίρων συμπεριφορά αλληλεγγύης, που δεν ενέχει κανένα στοιχείο υπερβολικής αξίωσης εκ μέρους μας, δικαιούμεθα λοιπόν σήμερα από τους Εταίρους μας».
Αναλυτικά η ομιλία του Πρ. Παυλόπουλου:
Με ιδιαίτερη ικανοποίηση χαιρετίζω αυτήν την Ευρωπαϊκή Σύνοδο της εμβληματικής «CONCORDIA», που συνέρχεται στην Αθήνα. Πολλώ μάλλον όταν η θεματική της Συνόδου είναι εξαιρετικά επίκαιρη, κυρίως όσον αφορά: Πρώτον, το μέλλον και την προοπτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης, για τους Λαούς της αλλά και για όλο τον Κόσμο, δεύτερον, την αναγκαιότητα της δημιουργικής συμπόρευσης, σε όλους τους κρίσιμους τομείς, μεταξύ Ευρωπαϊκής Ένωσης και ΗΠΑ και, τρίτον, την σημασία της συνεργασίας δημόσιου και ιδιωτικού τομέα ως θεμελιώδους μοχλού κάθε μορφής βιώσιμης ανάπτυξης ιδίως στο πεδίο κάθε πραγματικά φιλελεύθερης οικονομίας.
Ι. Η Ελλάδα, αναπόσπαστο μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του σκληρού πυρήνα της, της Ευρωζώνης, αγωνίζεται όχι μόνο για να ξεπεράσει οριστικά την δική της βαθιά κρίση, αλλά και για την υπόθεση ενός ισχυρού, θεσμικώς και οικονομικώς, Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος. Διότι μόνον έτσι η Ευρωπαϊκή Ένωση μπορεί να διαδραματίσει τον ρόλο της, ο οποίος υπερβαίνει τους Λαούς της και είναι πλανητικός. Άλλωστε, πρέπει να υπογραμμισθεί ότι ζούμε σε μιαν εποχή κατά την οποία τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της παγκόσμιας πολιτικής έχουν μεταβληθεί σημαντικά αφού, για παράδειγμα, οι συνέπειες των εκρηκτικών οικολογικών και πληθυσμιακών προβλημάτων εκδηλώνονται πλέον σε πλανητικό επίπεδο. Είναι λοιπόν προφανείς οι λόγοι ευθύνης για τους οποίους η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να έχει «πλανητικό ρόλο» στο πλαίσιο της εκ των εξελίξεων διαμορφούμενης «πλανητικής πολιτικής».
ΙΙ. Από την άλλη πλευρά, οι ΗΠΑ πρέπει να κατανοήσουν πως είναι πλέον κοινός τόπος το ότι, για να φέρουν σε πέρας και τον δικό τους πλανητικό ρόλο, έχουν ανάγκη την συμπόρευση με μιάν ισχυρή, θεσμικώς και οικονομικώς, Ευρωπαϊκή Ένωση, με την δική της πολύτιμη συνεισφορά στην κοινή υπόθεση της Ειρήνης, της Δημοκρατίας, της Κοινωνικής Δικαιοσύνης και του Πολιτισμού εν γένει. Οι ΗΠΑ, μάλιστα, παρά την αναμφισβήτητη ισχύ τους στον οικονομικό, πολιτικό και στρατιωτικό τομέα σε πλανητική κλίμακα, έχουν αποδείξει στην μακρά και λαμπρή ιστορία τους ότι ορθώς προτιμούν την πολυμερή -αντί για την μονομερή- δράση ως μέθοδο επίλυσης των εκάστοτε κρίσιμων διεθνών προβλημάτων. Άλλωστε, η ίδια η δική τους εμπειρία τους έχει διδάξει ότι οσάκις δεν έδρασαν μονομερώς, αλλά συνεργάσθηκαν με τους Διεθνείς Οργανισμούς, την Ευρωπαϊκή Ένωση αλλά και άλλα κράτη πέραν της Ευρωπαϊκής Ηπείρου, προκειμένου ν’ αντιμετωπίσουν διαφόρους κινδύνους και πολυποίκιλες προκλήσεις που είχαν εκδηλωθεί στο διεθνές πεδίο, τα αποτελέσματα υπήρξαν πιο θετικά. Και μάλιστα όχι μόνον για την Ανθρωπότητα εν γένει, αλλά και για την υπεράσπιση και προαγωγή των εθνικών στόχων και συμφερόντων των ίδιων των ΗΠΑ.
ΙΙΙ. Η άποψη που έχει διατυπωθεί από κάποιους μελετητές της διεθνούς πολιτικής ότι μεταπολεμικά η Ευρώπη ζει στον «καντιανό κόσμο της Ειρήνης» και της «ατομικής» της ευημερίας και αποφεύγει την ανάμειξή της στην επίλυση ακανθωδών προβλημάτων πέραν των συνόρων της, σε αντίθεση με τις ΗΠΑ, που έχουν αναλάβει το αποκλειστικό βάρος της υπεράσπισης της διεθνούς ασφάλειας μέσα σ’ ένα «χομπσιανό» διεθνές περιβάλλον -οπότε εκπληρώνουν μόνες τους τον ρόλο του «πυροσβέστη» των «επικίνδυνων πυρκαγιών» που εκδηλώνονται σε κάθε γωνιά της Γης- δεν ευσταθεί. Ιδίως σήμερα, όταν η πολυπλοκότητα των προβλημάτων και η εμφάνιση των συνεπειών τους σε πλανητική κλίμακα δεν επιτρέπει τέτοιον καταμερισμό ρόλων και ευθυνών αλλά, αντιθέτως, επιτάσσει την στενή συνεργασία μεταξύ ΗΠΑ και Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κι αυτό ισχύει, ασφαλώς, όχι μόνον όσον αφορά την κατάσβεση των εστιών πολέμου σε διάφορες γωνιές της Γης και την πάταξη της διεθνούς τρομοκρατίας, αλλά περιλαμβάνει –όπως αποδεικνύεται από τους σκοπούς της παρούσας Συνόδου- την αναζήτηση τρόπων και μέσων για την επίτευξη των στόχων της βιώσιμης ανάπτυξης που έχουν τεθεί από τα Ηνωμένα Έθνη, την επίλυση του προβλήματος της Κλιματικής Αλλαγής, καθώς και την αντιμετώπιση του μεταναστευτικού και πρωτίστως του τεράστιου προσφυγικού προβλήματος, υπό όρους Ανθρωπισμού και Κοινωνικής Δικαιοσύνης.
ΙV. Ανεξαρτήτως όμως από το ποιά συμπαράσταση θα έχει εντέλει, η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να φέρει σε πέρας την αποστολή, που προκύπτει από τον πλανητικό της ρόλο, έστω και μόνη. Για παράδειγμα, είναι παρήγορος οιωνός το ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση, στο ανώτατο δυνατό επίπεδο, εξέφρασε απεριφράστως -και ανεξαρτήτως συμμαχιών- την προσήλωσή της στον αγώνα για την καταπολέμηση της Κλιματικής Αλλαγής και την Προστασία του Περιβάλλοντος.
Α. Και τούτο διότι η Προστασία του Περιβάλλοντος, ιδίως μετά τα βαρύτατα πλήγματα που έχει υποστεί εξαιτίας της προκλητικής ανθρώπινης αδιαφορίας και της άναρχης παγκόσμιας ανάπτυξης, καθίσταται πλέον υπαρξιακό διακύβευμα για την Ανθρωπότητα. Πολλώ μάλλον όταν βιώσιμη ανάπτυξη δεν είναι νοητή παρά μόνο μέσα σε Περιβάλλον, του οποίου η ισορροπία οφείλει είναι διασφαλισμένη και θωρακισμένη στο διηνεκές. Με την απόφασή της να αντιδράσει αποφασιστικά στην επικίνδυνα κλιμακούμενη Κλιματική Αλλαγή και, συνακόλουθα, να προστατεύσει το Περιβάλλον, η Ευρωπαϊκή Ένωση αποδεικνύει ότι τιμά την παγκόσμια αποστολή της.
Β. Αυτή η στάση της είναι συνεπής προς το γεγονός ότι στα θεμέλια της ίδρυσής της και στο επίκεντρο του Πολιτισμού της βρίσκεται ο Άνθρωπος. Είναι η θεμελιώδης αυτή αρχή η οποία προσδιορίζει λοιπόν και την όλη πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την Οικονομία, την Κλιματική Αλλαγή και το Περιβάλλον.
V. Για να γίνει ακόμη πιο ισχυρή η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να προχωρήσει, πέρα από την νομισματική και οικονομική, και στην θεσμική της δημοκρατική ενοποίηση. Να αποκτήσει ομοσπονδιακή δομή που βασίζεται στην Αντιπροσωπευτική Δημοκρατία. Διότι το Ευρωπαϊκό Οικοδόμημα δημιουργήθηκε από τους ιδρυτές του, μετά τις εφιαλτικές εμπειρίες του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου, με σκοπό να φθάσει ως την τελική του ολοκλήρωση, δηλαδή την πλήρη ενοποίησή του με την μορφή ομοσπονδιακής διακυβέρνησης υπό θεσμικούς όρους Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.
Α. Η ως άνω διαπίστωση οδηγεί στο, νομοτελειακό, συμπέρασμα ότι αν η ευρωπαϊκή ενοποίηση δεν ολοκληρωθεί, η παρεπόμενη στασιμότητα οδηγεί, επίσης νομοτελειακώς, στον κίνδυνο διάλυσης της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αρχής γενομένης από τον σκληρό πυρήνα της, την Ευρωζώνη. Και τούτο διότι η επιβίωση και η εν γένει προοπτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρωζώνης εξαρτώνται όχι μόνον από την οικονομική και τη νομισματική πρόοδο, αλλά πρωτίστως από την αντοχή των θεσμών του Ευρωπαϊκού Οικοδομήματος οι οποίοι, από την φύση τους, είναι οι μόνοι που μπορούν να εγγυηθούν πέρα από την σταθερότητα και την ίδια την ευρωπαϊκή ενοποίηση, τόσον ως στόχο όσο και ως διαδικασία.
Β. Εξ αυτού συνάγεται ότι προκειμένου να καταστεί εφικτή η ευρωπαϊκή ενοποίηση –άρα και η συνακόλουθη, εκ φύσεως, νομισματική και οικονομική ενοποίηση- πρέπει να παραμείνουν όρθιες οι θεμελιώδεις θεσμικές αντηρίδες, πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο η προοπτική δημιουργίας μιας ενωμένης Ευρώπης υπό όρους –όπως ήδη τονίσθηκε- Ομοσπονδίας και Αντιπροσωπευτικής Δημοκρατίας.
VΙ. Προς την κατεύθυνση διασφάλισης αυτής της πορείας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Ελλάδα θα κάνει αυτό που της αναλογεί, καθόσον ανέκαθεν υπήρξε πιστή στις ιδρυτικές αρχές και αξίες που βρίσκονται στα θεμέλια του Ευρωπαϊκού Θεσμικού Οικοδομήματος, τις οποίες μάλιστα υπηρετεί με απαρέγκλιτη συνέπεια και αδιατάρακτη συνέχεια.
Α. Είναι, μάλιστα, χαρακτηριστική η προσήλωση και αφοσίωση στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Ελλάδας τόσο της μεγάλης πλειοψηφίας των δημοκρατικών Πολιτικών Δυνάμεων του Τόπου μας, όσο και της μεγάλης πλειοψηφίας του Λαού μας, παρά τα βάρη τα οποία αυτός επωμίσθηκε για την υπέρβαση της οικονομικής κρίσης, βάρη που δεν αντιστοιχούν μόνο σε δικά του λάθη. Και τούτο συμβαίνει διότι οι Έλληνες, στην συντριπτική τους πλειονότητα, αισθάνονται ότι είναι Ευρωπαίοι, όχι κατά τύχη ή από επιλογή μεμονωμένων πολιτικών που έτσι αποφάσισαν για το μέλλον της Χώρας, αλλά για λόγους βαθύτατα πολιτισμικούς, σχεδόν υπαρξιακούς. Η Ελλάδα θα παραμείνει στην Ευρωπαϊκή Ένωση οριστικά και αμετάκλητα διότι η ίδια δεν διανοείται τον εαυτό της εκτός αυτής, με τον ίδιο τρόπο που δεν νοείται Ευρώπη χωρίς την Ελλάδα ως σταθερό και αναπόσπαστο μέλος της.
Β. Αναμένει όμως η Χώρα μου, ιδίως τώρα που είναι έτοιμη να υπερβεί την κρίση, έχοντας εκπληρώσει στο ακέραιο τις υποχρεώσεις της, την Αλληλεγγύη των Εταίρων της και την εκπλήρωση των δικών τους υποχρεώσεων, αφού η αρχή pacta sunt servanda είναι θεμελιώδης ευρωπαϊκή αρχή, της οποίας η συνεπής εφαρμογή είναι προϋπόθεση της διατήρησης της αξιοπιστίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Άλλωστε, για να παραφράσω τον Τζωρτζ Όργουελ, δεν υπάρχουν κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είναι «λιγότερο ίσα» σε σύγκριση με άλλα όσον αφορά την συμπεριφορά που οφείλει να τους επιφυλαχθεί με βάση τις καταστατικές αρχές της Ευρωπαϊκής Ένωσης και το Ευρωπαϊκό Δίκαιο. Αυτή την αυτονόητη μεταξύ Εταίρων συμπεριφορά αλληλεγγύης, που δεν ενέχει κανένα στοιχείο υπερβολικής αξίωσης εκ μέρους μας, δικαιούμεθα λοιπόν σήμερα από τους Εταίρους μας.
Με αυτές τις σκέψεις, εύχομαι καλή επιτυχία στις εργασίες της Πρώτης Ευρωπαϊκής Συνόδου της «CONCORDIA» και αναμένω, όπως και οι περισσότεροι Έλληνες, με ξεχωριστό ενδιαφέρον τα αποτελέσματά τους.
Καλή επιτυχία.