Την άποψη ότι τον Ιούνιο θα πρέπει να υπάρξει μια συμφωνία προκειμένου να αποκατασταθεί μέρος της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία και να υπάρξει καλύτερη ανάπτυξη, εξέφρασε ο Λαρς Φελντ, διευθυντής του Walter Eucken Institute στο πρακτορείο IBNA στο περιθώριο του συνεδρίου του Economist που έγινε στη Φρανκφούρτη.
Ερωτηθείς για το εάν πιστεύει ότι μια περαιτέρω καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της αξιολόγησης και της ελάφρυνσης χρέους θα αυξήσει την αβεβαιότητα και θα πλήξει την ελληνική οικονομία, ο Φελντ δήλωσε ότι αυτό έχει ήδη συμβεί σε κάποιο βαθμό, σημειώνοντας: «Έχει γίνει ήδη ζημιά και νομίζω ότι θα πρέπει να υπάρξει μια λύση τον Ιούνιο με κάποιο τρόπο προκειμένου να αποκατασταθεί μέρος της εμπιστοσύνης στην ελληνική οικονομία και να επιτευχθεί ανάπτυξη. Είναι πολύ σημαντικό».
Σύμφωνα με το Φελντ, τρία είναι τα σενάρια για τις συζητήσεις αναφορικά με την ελάφρυνση χρέους μεταξύ, από τη μια πλευρά, της Γερμανίας και της Ολλανδίας και από την άλλη του ΔΝΤ. «Μία πιθανότητα είναι οι δύο χώρες να υποχωρήσουν στη συνεδρίαση του Eurogroup τον Ιούνιο», εξηγεί ο Φελντ, σημειώνοντας ότι αυτό δεν είναι πολύ πιθανό. Η δεύτερη επιλογή, σύμφωνα με τον Φελντ, δεν αποτελεί μια ξεκάθαρη λύση, ωστόσο παραμένει με κάποιο τρόπο στο γράμμα της συμφωνίας, προβλέποντας ότι το ΔΝΤ συμμετέχει στο πρόγραμμα μόνο με τον τρόπο που έκανε ως τώρα και δεν δίνει δικά του δάνεια μέχρι το 2018. «Νομίζω ότι αυτή είναι η λύση που είναι αρκετά πιθανή. Δεν είναι μια καθαρή λύση, αλλά είναι ένας σαφής πολιτικός συμβιβασμός για όλους όσοι εμπλέκονται», σημείωσε.
Η τρίτη λύση, εξήγησε ο Φελντ, θα ήταν να σκεφθεί κανείς την παράταση του τρίτου προγράμματος. «Να υπάρχουν επιπροσθέτως 2-3 χρόνια κατά τα οποία ο ESM συνεχίζει να εποπτεύει τις προοπτικές μεταρρυθμίσεων, τα επιτεύγματα της Ελλάδας στις μεταρρυθμίσεις από τη μια πλευρά, αλλά παράλληλα αναχρηματοδοτεί την Ελλάδα και κατά συνέπεια αναβάλλει τον χρόνο κατά τον οποίο η Ελλάδα θα μπει στις κεφαλαιαγορές κατά μερικά χρόνια ακόμα», σημείωσε ο Φελντ, λέγοντας ότι μια τέτοια επιλογή θα βοηθήσει σε ό,τι αφορά την επιβάρυνση της Ελλάδας με τόκους και στις μεταρρυθμίσεις. «Επειδή αυτό είναι το βασικό. Θα χρειαστεί να πραγματοποιήσετε πρόσθετες μεταρρυθμίσεις, για παράδειγμα περαιτέρω ιδιωτικοποιήσεις… παρέχοντας στους ξένους επενδυτές περισσότερη εμπιστοσύνη για επενδύσεις στην Ελλάδα και στη συνέχεια να έχετε υψηλότερη οικονομική ανάπτυξη. Η ανάπτυξη είναι ουσιαστικής σημασίας για τη βιωσιμότητα του δημόσιου χρέους στην Ελλάδα».