Η επιφανειακή –αν δεν είναι εκ του πονηρού– προσέγγιση της Μεταπολίτευσης με τους γνωστούς αφορισμούς, «όλοι ίδιοι είναι», ή «τα ίδια λάθη κάνανε όλοι», δεν αδικεί μόνο την ιστορία, υπονομεύει και το μέλλον, αφού αν δεν αναγνωρίσουμε τα λάθη του παρελθόντος με στοιχεία και όχι με βολικούς αφορισμούς δεν θα αποφύγουμε την επανάληψη τους.
Γιατί μπορεί μετά τη δεκαετία του 80 να γίναμε –σε κάποιο βαθμό φυσικά– «όλοι ΠΑ.ΣΟ.Κ.» αλλά η αφετηρία της Μεταπολίτευσης ήταν τελείως διαφορετική.
Συγκεκριμένα από την πτώση της χούντας μέχρι το «βρώμικο 89» υπήρξαν δύο εντελώς διαφορετικά πρότυπα διακυβέρνησης των οποίων τα αποτελέσματα ήταν καθοριστικά – δυστυχώς σε διαφορετική κατεύθυνση – για την Ελλάδα.
Στον πρώτο πίνακα απεικονίζεται, με ανάγλυφο τρόπο, η εξαιρετικά θετική πορεία της οικονομίας μέχρι και το 1980.
Η ανάπτυξη (όπως απεικονίζεται από την αύξηση του Α.Ε.Π.) ήταν αλματώδης με μέσους ετήσιους ρυθμούς της τάξης του 4,5-4,6%, το Α.Ε.Π. σε σταθερές τιμές 2005 αυξήθηκε κατά 21,6 δισ. € ενώ το Δημόσιο χρέος είχε οριακή αύξηση από το 18,2% στο 22,5% του Α.Ε.Π..
Παρ’ όλα αυτά αδικούμε τον Κ. Καραμανλή αν δεν τονίσουμε και τις συνθήκες υπό τις οποίες πραγματοποιήθηκε αυτή η εκρηκτική πρόοδος χάρις στην οποία τελικά η χώρα έγινε το 10ο μέλος της Ε.Ο.Κ..
Ο εκδημοκρατισμός μετά την πτώση της χούντας, (η επίλυση του πολιτειακού, η νομιμοποίηση του Κ.Κ.Ε. η ψήφιση ενός σύγχρονου συντάγματος κ.λπ.), κάθε άλλο παρά εύκολος, ασφαλής και δεδομένος ήταν.
Η Τουρκική απειλή, που είχε ξεκινήσει με την εισβολή στην Κύπρο, απαιτούσε υψηλές αμυντικές δαπάνες οι οποίες χαρακτηρίστηκαν «αγορά του αιώνα» (αεροπλάνα miraze2000, c130, a70 σύγχρονα τεθωρακισμένα κ.λπ.) και επενδύσεις (εργοστάσια Ε.Β.Ο., Ε.Α.Β. κ.λπ.).
Οι δύο πετρελαϊκές κρίσεις (ιδιαίτερα εκείνη του 1978) εκτίναξαν την τιμή του πετρελαίου σε αδιανόητα επίπεδα, ενώ παράλληλα η απελευθέρωση (1971) της ισοτιμίας της δραχμής προς το δολάριο και η διολίσθηση της (40% μέχρι το 1980) το έκανε ακόμα ακριβότερο.
Επιπλέον δεν υπήρχε ακόμα η εισροή κοινοτικών πόρων και ο δανεισμός ήταν δύσκολος και ακριβός λόγω της αστάθειας.
Τέλος η ανεύθυνη, ανερμάτιστη και τυχοδιωκτική –σε βαθμό πολιτικής ανηθικότητας– αντιπολίτευση του ΠΑ.ΣΟ.Κ. δημιουργούσε εκρηκτικές κοινωνικές συνθήκες.
Η αντιπολίτευση του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. στα «μνημόνια», την οποία σήμερα καταγγέλλει το ΠΑ.ΣΟ.Κ., ωχριά εμπρός στον απόλυτο αμοραλισμό που επέδειξε ως αξιωματική αντιπολίτευση εκείνο την κρίσιμη δεκαετία του 80.
Και ήταν ανήθικη γιατί δεν έγινε σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και ακραίας λιτότητας, αλλά αντίθετα, σε συνθήκες πλήρους απασχόλησης οικονομικής ανάπτυξης και διαρκώς αυξανόμενης ευημερίας και άνθησης των δημοκρατικώς ελευθεριών και της κοινωνικής προστασίας.
Επιπλέον ενώ ο Α. Τσίπρας ήταν πρόεδρος του ΣΥ.ΡΙΖ.Α. ο οποίος μέχρι την εκδήλωση της οικονομικής κρίσης ήταν ένα πολύ μικρό κόμμα της Αριστεράς, το οποίο παρέχοντας «στέγη» σε κάθε «περιθωριακό κίνημα διαμαρτυρίας», προσπαθούσε να επιβιώσει κοινοβουλευτικά, ο Α. Παπανδρέου μετά το 1977 ήταν αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Η ιδιαίτερα θετική πορεία της οικονομίας δυστυχώς αντιστράφηκε την δεκαετία του 80.
Αποκλειστικά υπεύθυνος γι’ αυτήν την αντιστροφή ήταν ο Α. Παπανδρέου και το «κίνημα».
Όχι μόνο είχαν ξεπεραστεί οι αρνητικές συγκυρίες της προηγούμενης περιόδου, αλλά ή ένταξη της χώρας ως 10ου μέλλους στην Ευρωπαϊκή οικογένεια, δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις απογείωσης της οικονομικής ανάπτυξης.
Το δημοκρατικό πολίτευμα είχε σταθεροποιηθεί, ή επείγουσα ανάγκη εξοπλισμού των ενόπλων δυνάμεων είχε ικανοποιηθεί, οι τιμές του πετρελαίου είχαν πάρει πάλι την κατιούσα και τέλος η αξιωματική αντιπολίτευση, ακόμα και αν το επιθυμούσε, δεν είχε τη δυνατότητα –για ιδεολογικούς και οργανωτικούς λόγους- να πυροδοτήσει κοινωνικές εντάσεις.
Τέλος τα πρώτα ευρωπαϊκά κονδύλια (Μ.Ο.Π.) και ο φθηνός δανεισμός δημιουργούσαν επιπλέον θετικές προοπτικές.
Όπως φανερώνουν τα στοιχεία του δεύτερου πίνακα η ανάπτυξη τινάχθηκε στον αέρα και το μέλλον της χώρας υποθηκεύθηκε με την διόγκωση του Δημοσίου Χρέους και των ανελαστικών δαπανών (400.000 διορισμοί, επιδοτήσεις, χαριστικές συντάξεις κ.λπ.).
Με μέσο ρυθμό ανάπτυξης μόνο 0,7% (έναντι 4,5-4,6% της προηγούμενης περιόδου) ετησίως το Α.Ε.Π. αυξήθηκε 5,5 δισ. έναντι 21,6 δισ. €.
Ταυτόχρονα το Δημόσιο Χρέος υπερδιπλασιάστηκε εκτινασσόμενο στα 74,5 δισ., αυξήθηκε δηλαδή κατά 39,6 δισ. € έναντι μόλις 9 δισ. € της περιόδου 1975-1980.
Την κατάσταση που διαμορφώθηκε από αύτη τη «φιλολαϊκή, αριστερή-σοσιαλιστική» πολιτική του Α. Παπανδρέου και του «κινήματος» την περιγράφει με απόλυτη ενάργεια ο Α. Λάζαρης (πρώτος Υπουργός Οικονομικών της «Αλλαγής») στο υπόμνημά του (10/6/1988):
«Το κύριο χαρακτηριστικό της οικονομικής πολιτικής ήταν η ραγδαία αύξηση των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού και του ευρύτερου δημόσιου τομέα. Μέσα σε οκτώ χρόνια ο συνολικός κρατικός προϋπολογισμός πενταπλασιάστηκε (από 625 δισ. δρχ. το 1981 σε 3,2 τρισεκατομμύρια το 1988).
»Και θα πρέπει να σημειωθεί ότι η επέκταση αυτή έγινε σε συνθήκες οικονομικής στασιμότητας, αφού κατά την επταετία η αύξηση του πραγματικού εθνικού εισοδήματος δεν ξεπερνά το 7% (δηλαδή 1% ετησίως)».
Στο ίδιο υπόμνημα ο κύριος Λάζαρης σημείωνε: «Σ’ αυτή τη δύσκολη κατάσταση φτάσαμε λόγω των ανεξέλεγκτων αυξήσεων των δημοσίων δαπανών κατά τα προηγούμενα χρόνια.
»Και το πρόβλημα τώρα είναι ότι δεν μπορούμε πια εύκολα να ελέγξουμε την κατάσταση, γιατί μπήκε ήδη σε λειτουργία ο αυτόματος πιλότος του δημοσίου χρέους και άλλων ανελαστικών κονδυλίων, που επηρεάζουν αυτόνομα τη διαμόρφωση του προϋπολογισμού, ανεξάρτητα, δηλαδή, από την κυβερνητική βούληση».
Αυτός ο «αυτόματος πιλότος του χρέους και των ανελαστικών δαπανών» που «μπήκε σε λειτουργία» από τον Α. Παπανδρέου και την πολιτική του καθόρισε την πορεία της οικονομίας όλα τα επόμενα χρόνια όπως με ενάργεια φανερώνει ο τρίτος πίνακας.
Η πολιτική που εγκαινίασε το 1988 με το ιστορικό σύνθημα «Τσοβόλα δώστα όλα» οδήγησε σε περαιτέρω διόγκωση των κρατικών δαπανών με αποτέλεσμα το Χρέος να περάσει στο «κόκκινο».
Οι περιοριστικές πολιτικές και οι μεταρρυθμίσεις της περιόδου 90-93 δυναμιτίστηκαν από τις «προοδευτικές» αντιδράσεις (Κολλάς, Σταμούλος, κ.λπ.) και την ανατροπή της κυβέρνησης από τον Α. Σαμαρά.
Ακολούθησε μια απρόσκοπτη 11ετής διακυβέρνηση από το ΠΑ.ΣΟ.Κ.. Στην αφετηρία της ο Α. Παπανδρέου διατύπωνε το απόφθεγμα: «ή το Έθνος θα δαμάσει την υπερχρέωση ή η υπερχρέωση θα καταστρέψει το Έθνος».
Όμως είναι άλλο να διατυπώνεις αποφθέγματα («σπορ» στο οποίο ο Ανδρέας είχε κληρονομήσει το ταλέντο του Πατέρα του) και άλλο να κυβερνάς με υπευθυνότητα μια χώρα.
Στο τέλος της νέας «εκσυγχρονιστικής» διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑ.ΣΟ.Κ. το χρέος παρέμενε «ακμαίο» στο ύψος του 1993 (ως ποσοστό του Α.Ε.Π.).
Αυτό που είχε ανακοπεί ήταν η ανεξέλεγκτη δυναμική της αύξησής του.
Αυτό σε ένα μόνο βαθμό οφείλεται σε αλλαγές οι οποίες όμως πολύ απέχουν από του να χαρακτηριστούν διαρθρωτικές.
Η οικονομία συνέχισε να στηρίζεται στα «γυάλινα» πόδια του «μεταπρατισμού» και των υπηρεσιών δίχως εξαγωγικό και παραγωγικό προσανατολισμό.
Η διόγκωση του Α.Ε.Π. (ανάπτυξη) στηριζόταν κυρίως στα Ευρωπαϊκά Προγράμματα (πολλών δεκάδων δισ. €) τα οποία μετά το 92 δημιούργησαν τις προϋποθέσεις ραγδαίας οικονομικής ανασύνταξης.
Όμως η ευκαιρία σπαταλήθηκε γιατί όπως ξεκάθαρα φαίνεται στον 4ο πίνακα ενώ τα άλλα υπερχρεωμένα Ευρωπαϊκά κράτη άδραξαν την ευκαιρία για να μειώσουν σημαντικά τα χρέη τους, στη χώρα μας το χρέος την ίδια περίοδο αυξήθηκε κατά 1,2% του Α.Ε.Π. (4η στήλη).
Η κατάσταση επιδεινώθηκε από τη «ληστεία» του χρηματιστηρίου, την ατολμία του Σημίτη να προωθήσει την ασφαλιστική μεταρρύθμιση (Γιαννίτση), τις σπατάλες στο πλαίσιο των Ολυμπιακών Αγώνων και τις «αστοχίες» (λόγω ιδιοτελών κινήτρων) των εξοπλιστικών προγραμμάτων με αποτέλεσμα η χώρα να φτάσει αθωράκιστη στην παγκόσμια οικονομική κρίση που ξέσπασε το 2007 καταλήγοντας τελικά στα βράχια.
Αλλά αγαπητοί «πρώην σύντροφοι» όσο και να θέλετε να πείσετε την κοινωνία ότι «είναι όλοι το ίδιο υπεύθυνοι», ότι εν τέλει «ήταν όλοι ίδιοι», επιδιώκοντας να «ξεπλυθείτε» στην «κολυμβήθρα» της συνενοχής ματαιοπονείτε.
Γιατί τα ακλόνητα στοιχεία σας διαψεύδουν αποδεικνύοντας ότι οι πολιτικές της οικονομικής καταστροφής και της χρεωκοπίας έχουν ονοματεπώνυμο και ταυτότητα.