“Στο όνομα του Ελληνικού λαού”
Κάθε δικαστική απόφαση που δημοσιεύεται στην πρώτη σειρά της περιέχει αυτή την φράση, η οποία υποδηλώνει ότι ο δικαστής με την έκδοση της απόφασης εφαρμόζει τους νόμους στην συγκεκριμένη περίπτωση υπηρετώντας το γενικότερο συμφέρον της κοινωνίας.
Ο δικαστής πάλι σύμφωνα με ρητή επιταγή του Συντάγματος δεν δεσμεύεται στην κρίση του από κανέναν παρά μόνο από τους νόμους και την συνείδησή του.
Ο δικαστής δεν νομοθετεί ούτε καθορίζει το περιεχόμενο των νόμων αλλά φροντίζει για την εφαρμογή τους.
Στο δημοκρατικό μας πολίτευμα οι τρεις εξουσίες είναι διακριτές και θεσμικά ανεξάρτητες η μία από την άλλη.
Ο δικαστής επιπλέον δεν έχει εκλεγεί από κανέναν ούτε λογοδοτεί στους οποιουσδήποτε ψηφοφόρους ή στο οποιοδήποτε πολιτικό ακροατήριο.
Οι αυτονόητες αυτές παραδοχές δοκιμάζονται κάθε φορά στην πράξη όταν οι δικαστές καλούνται να πάρουν αποφάσεις με έντονο πολιτικό περιεχόμενο γιατί τα συμφέροντα που διακυβεύονται είτε γενικότερα είτε ατομικά είναι αντικείμενα πολιτικής αντιπαράθεσης, σύγκρουσης μεγάλων ιδιωτικών συμφερόντων και επομένως κρίσιμα και καθοριστικά, ιδιαίτερα δε όταν οι εφαρμοζόμενες νομικές διατάξεις επιδέχονται ερμηνεία.
Ερμηνεία λοιπόν συνταγματικότητας επιδέχονται σχεδόν όλοι οι ψηφισμένοι νόμοι όπως ο επίκαιρος νόμος για τις ραδιοτηλεοπτικές άδειες.
Νομική ερμηνεία μίας διάταξης νόμου εμπεριέχει το στοιχείο της υποκειμενικής άποψης του δικαστή, η οποία εκφράζεται με νομικούς όρους αλλά ταυτόχρονα εμπεριέχει όλο το ιδεολογικό και πολιτικό υπόβαθρο αυτού, ο οποίος ως μετέχων στην κοινωνική και πολιτική ζωή αλλά και ως άτομο με προσωπικότητα έχει ήδη διαμορφωμένες ή διαμορφώνει πολιτικές απόψεις.
Δεν υπάρχει λοιπόν στην ερμηνεία ενός νόμου «καθαρή» και «ουδέτερη» νομική άποψη, αλλά σύνθετη, η οποία αφενός δέχεται επιρροές από το περιβάλλον (πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό) και αφετέρου έχει ήδη διαμορφωμένο ιδεολογικό υπόβαθρο.
Όλα αυτά μέχρι ενός ορίου είναι θεμιτά και ανεκτά και δεν προκαλούν γενικότερο πρόβλημα.
Σε ποιο σημείο όμως παραβιάζεται το όριο και η επιχειρούμενη ερμηνεία δίνει άλλο χαρακτήρα στην δικαστική απόφαση;
Είναι το σημείο εκείνο όπου η νομική ερμηνεία είναι το πρόσχημα, ο απαραίτητος μανδύας για να αποκτήσει ο δικαστής ρόλο που ανήκει στην εκτελεστική και νομοθετική εξουσία, με αποτέλεσμα να ασκεί πολιτική, είναι το σημείο όπου η πολιτική υποκειμενικότητα της ερμηνείας του νόμου καταλύει την επιβαλλόμενη αντικειμενική κρίση, τέλος είναι το σημείο όπου ο δικαστής δεν ερμηνεύει την συνταγματικότητα της κρινόμενης διάταξης νόμου υπό το πρίσμα του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του νόμου, αλλά τον αγνοεί παντελώς.
Το ΣτΕ με την εκδοθείσα, με ψήφους 14 προς 11, απόφαση για την συνταγματικότητα του νόμου για τις τηλεοπτικές άδειες, ερμήνευσε ως αντισυνταγματική την διάταξη του νόμου που έδινε την εξουσία στον αρμόδιο Υπουργό να προκηρύξει τους όρους και να διεξάγει τον διαγωνισμό για τις άδειες, ενώ αυτή την εξουσία θα έπρεπε να είχε το ΕΣΡ, το Δ.Σ, του οποίου όμως δεν έχει συσταθεί νόμιμα.
Εδώ όμως αρχίζουν τα προβλήματα για την πλειοψηφία των δικαστών του ΣτΕ. Βεβαίως δεν γνωρίζουμε ακόμη το νομικό σκεπτικό της απόφασης ώστε αυτό να αποτελέσει αντικείμενο κριτικής, αλλά τα προβλήματα παραμένουν και χωρίς αυτό.
Πρόβλημα 1ο:
Ως γνωστόν δεν μπορεί να συγκροτηθεί σε σώμα το ΕΣΡ, γιατί λείπει η απαραίτητη συναίνεση του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης για να σχηματιστεί η πλειοψηφία που ορίζει ο νόμος.
Η ΝΔ αρνείται συστηματικά και επίμονα να συμμετάσχει στην επιλογή των μελών του Δ.Σ. του ΕΣΡ, παρά τις τρεις συναινετικές προσπάθειες που έγιναν από τον Πρόεδρο της Βουλής και τούτο γιατί θέλει να μπλοκάρει σε βάθος αορίστου χρόνου την εφαρμογή του νόμου για τις άδειες.
Το ίδιο το κόμμα της ΝΔ έχει ταυτιστεί πλήρως με τα συμφέροντα των διαπλεκόμενων καναλαρχών, οι οποίοι παράνομα κατέχουν τις ραδιοσυχνότητες επί 27 χρόνια και δεν θέλουν κανένα διαγωνισμό παρά να συνεχίζουν να λειτουργούν τα κανάλια χωρίς άδεια, παράνομα και δωρεάν.
Το κόμμα της ΝΔ είναι συνεργός στην συνέχιση αυτής της κραυγαλέας παρανομίας, γιατί αν ήθελε την νομιμότητα θα συναινούσε στην επιλογή των μελών του Δ.Σ. του ΕΣΡ.
Τι μας λέει λοιπόν η πλειοψηφία του ΣτΕ ερμηνεύοντας τον νόμο, ότι δεν έχει καμία αρμοδιότητα για τον διαγωνισμό ο Υπουργός παρά μόνον το ανύπαρκτο ΕΣΡ.
Τι σημαίνει αυτό στην πράξη επιστροφή στο καθεστώς της παρανομίας αφού ο αρμόδιος Υπουργός δεν έχει δικαίωμα να προκηρύξει τον διαγωνισμό και το ΕΣΡ δεν υπάρχει.
Πρόβλημα 2ο:
Ποιος είναι ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του νόμου για τις άδειες;
Η προάσπιση του δημοσίου συμφέροντος και η επιβολή της νομιμότητας στην λειτουργία των μέσων.
Ποιο συμφέρον προασπίζει εκ του αποτελέσματος η απόφαση του ΣτΕ το δημόσιο και γενικό ή το ιδιωτικό και παράνομο;
Αποτελεί λοιπόν σημαντικό πρόβλημα η ταύτιση της πλειοψηφίας των δικαστών του ΣτΕ με τα παράνομα ιδιωτικά συμφέροντα των καναλαρχών και η αγνόηση του δημοσίου συμφέροντος.
Πρόβλημα 3ο:
Για να υπάρχει πλειοψηφία 14 προς 11 στην απόφαση του ΣτΕ σημαίνει ότι μία πολύ ισχυρή μειοψηφία δικαστών (11) έκρινε ότι η διάταξη του νόμου είναι συνταγματική, συνεπώς στη νομική ερμηνεία της συνταγματικότητας του νόμου οι απόψεις διίστανται και δεν προκύπτει αδιαμφισβήτητα από τις διατάξεις του άρθρου 15 του Συντάγματος η αντισυνταγματικότητα του νόμου.
Πρόβλημα 4ο:
Με την εκδοθείσα απόφαση φτάνουμε στο νομικό παράδοξο το ίδιο το ΣτΕ με διαφορετικές αποφάσεις του να αυτοαναιρείται και να αντιφάσκει.
Σε παλαιότερη απόφασή του το ΣτΕ έχει καταδικάσει το καθεστώς ανομίας που επικρατούσε στα ραδιοτηλεοπτικά μέσα.
Με την τελευταία απόφασή του επαναφέρει τα πράγματα στην προηγούμενη άνομη κατάσταση που αυτό είχε καταδικάσει.
Ασκεί λοιπόν παρέμβαση πολιτική το ΣτΕ με την απόφαση αυτή και μάλιστα με μία αμφισβητούμενη νομικά απόφαση και αγνοεί πλήρως το δημόσιο συμφέρον και τον λαό στο όνομα του οποίου βγάζουν την απόφασή τους οι δικαστές.
Και οι κρίνοντες κρίνονται και μάλιστα αυστηρά.