Τον δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων έθεσε η κυβερνητική εκπρόσωπος, Όλγα Γεροβασίλη, μιλώντας σε εκδήλωση με θέμα «Διαπλοκή, Διαφθορά και ΜΜΕ» στη Νάξο.
Η ίδια παρουσίασε τις μεταρρυθμίσεις που προωθεί η κυβέρνηση για την εξυγίανση των ΜΜΕ.
«Δημιουργούμε ένα σύγχρονο, υγιές και διάφανο πλαίσιο λειτουργίας των ΜΜΕ. Προστατεύουμε, τόσο το δημόσιο χαρακτήρα των συχνοτήτων, όσο και τις συνθήκες εργασίας. Αποκόπτουμε τον ομφάλιο λώρο του κράτους με χρεοκοπημένους ιδιοκτήτες καναλιών και εφημερίδων», τόνισε η κυβερνητική εκπρόσωπος.
Ταυτόχρονα, επισήμανε πως για πρώτη φορά μπαίνει τέλος στις «εργασιακές γαλέρες» με τον ορισμό ενός αυστηρού πλαισίου εργασιακής προστασίας και ασφάλειας, ενώ ανέφερε πως θα ανακοινωθεί από τον υπουργό Επικρατείας Νίκος Παππά το ρυθμιστικό πλαίσιο των διαδικτυακών ΜΜΕ.
Διαβάστε ολόκληρη η ομιλία της Όλγας Γεροβασίλη:
«Κυρίες και κύριοι,
Φίλες και φίλοι,
Ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση να έρθουμε, εδώ, στο όμορφο νησί σας.
Για να συζητήσουμε, μάλιστα, ένα ιδιαίτερα σημαντικό θέμα όπως η λειτουργία των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης και οι σχέσεις διαπλοκής που έχουν αναπτυχθεί με οικονομικά, επιχειρηματικά και πολιτικά συμφέροντα. Ένα ζήτημα ιδιαίτερα σημαντικό που απασχολεί την κοινή γνώμη κα βρίσκεται στο επίκεντρο συζητήσεων, όπως αυτή που κάνουμε σήμερα εδώ.
Όπως γνωρίζεται ενδεχομένως δεν προέρχομαι από τον κλάδο της δημοσιογραφίας. Είμαι γιατρός – ακτινολόγος στο επάγγελμα.
Ωστόσο, η ανάληψη των καθηκόντων της κυβερνητικής εκπροσώπου με έφεραν σε μία θέση καθημερινής τριβής με τα ΜΜΕ.
Μου δόθηκε η δυνατότητα και η ευκαιρία να διαμορφώσω – εκ του σύνεγγυς πια – μια πιο σαφή εικόνα γα τον τρόπο λειτουργίας των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης.
Αυτήν την εμπειρία θα ήθελα να μοιραστώ σήμερα μαζί σας. Θα επιχειρήσω, λοιπόν, να κάνω μια «ακτινογραφία» του τρόπου που λειτουργεί μέρους των ΜΜΕ καθώς και του τρόπου που αντιμετωπίζεται η κυβερνητική πολιτική.
Φίλες και φίλοι,
Νομίζω ότι η ετήσια έκθεση των Δημοσιογράφων χωρίς Σύνορα είναι η πλέον ενδεικτική για την κατάσταση που επικρατεί στα ελληνικά ΜΜΕ τα τελευταία χρόνια.
Σύμφωνα με αυτήν, η δημοσιογραφική ελευθερία στη χώρα μας κατρακύλησε 64 ολόκληρες θέσεις από το 2009 έως το 2014.
Πρόκειται για την πιο ραγδαία υποχώρηση παγκοσμίως. Η Ελλάδα βρέθηκε στην «περίοπτη» 99η θέση. Τη χαμηλότερη ως σήμερα.
Και αυτό, σε μία δημοκρατική χώρα στην οποία δεν διώκονται τα πολιτικά φρονήματα, δεν φυλακίζονται οι λειτουργοί των ΜΜΕ και δεν ασκείται βία στους δημοσιογράφους.
Καθόλου, βέβαια, τυχαίο ότι αυτό συνέβη στα χρόνια της εφαρμογής του πλέον ασφυκτικού προγράμματος λιτότητας και πάλι παγκοσμίως.
Ταυτόχρονα, η εφαρμογή του μνημονίου αποκάλυψε κάτι που ήδη, βέβαια, γνωρίζαμε. Τη σχέση εξάρτησης των ΜΜΕ με το κράτος, το δημόσιο χρήμα και τις τράπεζες.
Μόλις οι κρατικοί πόροι στέρεψαν, η κρίση που προϋπήρχε, πήρε εκρηκτικές διαστάσεις. Τα επόμενα χρόνια, μεγάλες εκδοτικές επιχειρήσεις συνέχισαν να υπάρχουν αποκλειστικά και μόνο χάρη στον τραπεζικό δανεισμό.
Τραπεζικός δανεισμός, ο οποίος σκανδαλωδώς σε κάποιες περιπτώσεις δεν μειώθηκε, όταν οι ροές για άλλες παραγωγικές επιχειρήσεις είχαν ήδη κοπεί με το μαχαίρι.
Ο δανεισμός, οι όροι με τους οποίους έγινε είναι, όπως γνωρίζετε και αντικείμενο της εξεταστικής που έχει συσταθεί στη Βουλή.
Διόλου τυχαίο, ότι τους πρώτους, πιο δύσκολους, μήνες της εφαρμογής των καταστροφικών προγραμμάτων λιτότητας η πληροφόρηση υπήρξε αυστηρά κατευθυνόμενη. Άνωθεν κατευθυνόμενη.
Για την κατάσταση αυτή μίλησαν άλλωστε οι ίδιοι οι φορείς της. Έχουμε τις μαρτυρίες τους.
Αποκαλύφθηκαν οι τριγωνικές σχέσεις τρόικας – ελληνικών κυβερνήσεων – ΜΜΕ. Θάφτηκαν όμως. Όπως κρύφτηκαν σε μαξιλάρια κρισιμότατες δημοσιογραφικές πληροφορίες που αφορούσαν το μέλλον του ελληνικού λαού.
Διόλου τυχαία, επίσης, ότι συγκροτήματα Τύπου την περασμένη πενταετία επένδυσαν σε πρακτικές κοινωνικού αυτοματισμού.
Ενοχοποίησαν τμήματα των Ελλήνων εργαζομένων, καταδεικνύοντάς τους ως υπευθύνους για τα δεινά των υπόλοιπων εργαζομένων.
Οποιαδήποτε άποψη απέναντι στο μονόδρομο της λιτότητας αποδοκιμαζόταν.
Σε ορισμένες περιπτώσεις χαρακτηριζόταν ακόμη και επικίνδυνη.
Οι μαζικές αντιδράσεις ή αποσιωπούνταν ή υπερτονίζονταν ως βίαιες και καταστροφικές για την οικονομία, τον τουρισμό, την ασφάλεια των πολιτών.
Συνέπεια αυτής της διαμορφωμένης κατάστασης ήταν να συμβεί την περασμένη χρονιά το εξής τραγελαφικό: Ενώ για όλα τα χρόνια η κριτική των ΜΜΕ στόχευε σχεδόν αποκλειστικά την αντιπολίτευση, όταν εμείς αναλάβαμε την εξουσία στράφηκε -και πάλι αποκλειστικά- στην κυβέρνηση.
Προφανώς η δημοσιογραφία οφείλει να ασκεί έλεγχο στην εξουσία. Όχι όμως με όρους υπεράσπισης του καθεστώτος διαπλοκής και ανομίας δεκαετιών.
Αλλά για την υπεράσπιση του δημοσίου συμφέροντος.
Αντί αυτού, μετά και τη δεύτερη νίκη στις εθνικές εκλογές και εν όψει της εφαρμογής του νόμου για τις συχνότητες, μεγάλοι όμιλοι των ΜΜΕ ξεπέρασαν κάθε εσκαμμένο. Επαναλαμβάνω, όχι στον έλεγχο και την κριτική της κυβέρνησης.
Αλλά με την παραγωγή εντυπωσιακών «αποκαλύψεων», οι οποίες όταν δεν είναι εντελώς ψευδείς, ήταν τραγικά παραποιημένες.
Είναι πραγματικά θλιβερό, άλλοτε κραταιά έντυπα, να πέφτουν στο επίπεδο της διαβόητης «μονταζιέρας».
Κάθε μέρα γινόμαστε μάρτυρες κραυγαλέα κατευθυνόμενων δημοσιευμάτων. Είναι τόσο αγωνιώδης η προσπάθεια δημιουργίας εντυπώσεων, που κάνουν – επιτρέψτε μου – προχειροδουλειά.
Πώς στήνεται αυτού του είδους η αρθρογραφία; Ως εξής:
Ο τίτλος συνήθως δεν συμφωνεί καν με το περιεχόμενο.
Επιλέγεται μόνο για να τραβήξει το μάτι και να δημιουργήσει εντυπώσεις, ακόμη -και κυρίως- σε όσους δεν διαβάσουν το άρθρο.
Ερμηνεύουν το ρεπορτάζ, ακόμη κι αν το σχόλιο δεν έχει καμία σχέση με το περιεχόμενό του και βέβαια την πραγματικότητα.
Δεκάδες τέτοια άρθρα, αν όχι εκατοντάδες, παράγονται και αναπαράγονται κάθε ημέρα στο διαδίκτυο.
Τα άρθρα αναρτώνται το πρωί – την ώρα δηλαδή της υψηλής επισκεψιμότητας. Στόχος είναι να διαμορφώσουν -εκτός των άλλων- και την πολιτική ατζέντα της ημέρας.
Αφού ανέβει το άρθρο, ακολουθούν, λίγη ώρα αργότερα, καταγγελτικά δελτία Τύπου από τη ΝΔ και ακολούθως του Ποταμιού και του ΠΑΣΟΚ.
Ακριβώς στην ίδια γραμμή.
Το μεσημέρι και το απόγευμα, οι τηλεοράσεις, αναπαράγουν και διογκώνουν τον τίτλο..
Η εντύπωση μένει, γιατί ελάχιστοι θα ασχοληθούν με το περιεχόμενο. Η διάψευση ή απάντηση είτε θα περάσει απαρατήρητη, είτε θα δημοσιευτεί συνοδευόμενη από απαξιωτικό σχόλιο του -ανώνυμου κατά κύριο λόγο- συντάκτη. Θα μπορούσε κάποιος να πει ότι τα επικοινωνιακού τύπου πυροτεχνήματα είναι αναμενόμενα από μέρος του Τύπου. Όχι όμως και από τον πολιτικό κόσμο ή από μερίδα του.
Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι το θέμα που προέκυψε με τις off shore εταιρίες.
Ένα δημοσίευμα, έγινε παντιέρα επί τρεις μέρες αλλά όταν το θέμα έφτασε στην πολιτική του ουσία, η Νέα Δημοκρατία υποχώρησε άτακτα από τη Βουλή. Όταν αντιπολιτεύεσαι με βάση τα δημοσιεύματα και με όρους επικοινωνίας, θα πληρώσεις κάποια στιγμή το κόστος.
Αν παίζεις με τη φωτιά, κάποια στιγμή θα καείς.
Θα ήθελα να αναφερθώ και σε μια ακόμα πρακτική για την οποία δεν υπάρχει καμία δικαιολογία. Είναι η πρακτική εξόντωσης προσώπων.
Η στοχευμένη, συντονισμένη και διαρκής εκτόξευση λάσπης σε επιλεγμένους ανθρώπους.
Πρόκειται για επιθέσεις, οι οποίες αγγίζουν τα όρια της διαπόμπευσης.
Σε πρόσωπα πολλές φορές που δεν προέρχονται καν από τον κύκλο της πολιτικής εξουσίας.
Πρόκειται για την παραδοσιακή πρακτική του «πες, πες, κάτι θα μείνει».
Σε αυτές τις περιπτώσεις, όπως καταλαβαίνετε, δεν θίγεται απλά η δημοσιογραφική δεοντολογία, αλλά τα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.
Και είναι αδιανόητη η σιωπή απέναντι σε τέτοια φαινόμενα.
Κυρίες και κύριοι,
Θεωρώ ότι το πρόβλημα έχει πολύ μεγαλύτερες προεκτάσεις. Γιατί, αυτού του είδους η δημοσιογραφία απαξιώνει την πολιτική ουσία και ταυτόχρονα τη μαζική ενημέρωση.
Τα μεγάλα ζητήματα για τα οποία απαιτείται δημόσιος πολιτικός διάλογος, έλεγχος και λογοδοσία μπαίνουν στο περιθώριο.
Και η πολιτική ζωή κινείται με όρους επικοινωνίας και εντυπώσεων. Διαμορφώνεται μία πραγματικότητα όπου οι πολιτικοί δεν εκφράζουν πολιτικό λόγο και οι πολίτες αρνούνται να ακούσουν, να διαβάσουν και τελικά να ενημερωθούν. Ο συνδυασμός αυτός είναι καταστρεπτικός.
Γιατί οδηγεί νομοτελειακά στην έκπτωση της θεσμικής λειτουργίας της Δημοκρατίας.
Εμείς, η Αριστερά, έχοντας πια το τιμόνι της εξουσίας, είμαστε εξουσιοδοτημένοι από τον ελληνικό λαό να πάρουμε πρωτοβουλίες. Και το κάνουμε.
Δημιουργούμε ένα σύγχρονο, υγιές και διάφανο πλαίσιο λειτουργίας των ΜΜΕ.
Προστατεύουμε τόσο το δημόσιο χαρακτήρα των συχνοτήτων, όσο και τις συνθήκες εργασίας.
Αποκόπτουμε τον ομφάλιο λώρο του κράτους με χρεοκοπημένους ιδιοκτήτες καναλιών και εφημερίδων.
Πιο συγκεκριμένα οι μεταρρυθμίσεις που προωθεί η κυβέρνηση για την εξυγίανση των ΜΜΕ είναι οι εξής:
1ον: η διαδικασία για την προκήρυξη των αδειών για τις τηλεοπτικές συχνότητες προχωρά κανονικά.
Για πρώτη φορά από τότε που απελευθερώθηκε η ιδιωτική τηλεόραση στην Ελλάδα μπαίνει μία τάξη.
Οι ιδιοκτήτες καλούνται να πληρώσουν την παραχώρηση ενός δημόσιου αγαθού σε αυτούς.
Τον Ιούλιο θα ανακοινωθεί η λίστα των προεπιλεγέντων και ως τις αρχές Αυγούστου ο οριστικός κατάλογος των συμμετεχόντων. Η διαδικασία θα γίνει καλύπτοντας αυστηρότατα στάνταρ διαφάνειας: από διεθνή εταιρεία Ορκωτών Ελεγκτών που επιλέγεται με ανοικτό διαγωνισμό.
Επίσης, για πρώτη φορά ορίζεται ένα αυστηρό πλαίσιο εργασιακής προστασίας και ασφάλειας. Μπαίνει τέλος στις «εργασιακές γαλέρες», όπως οι ίδιοι οι δημοσιογράφοι χαρακτηρίζουν πολλές επιχειρήσεις media.
Αύριο ανακοινώνεται, από τον Νίκο Παππά, το ρυθμιστικό πλαίσιο των διαδικτυακών ΜΜΕ. Θα μπει τάξη σε αυτό το άναρχο τοπίο που γεννά διαφθορά. Μην ξεχνάτε ότι μέσα από ενημερωτικού χαρακτήρα σελίδες του διαδικτύου λειτουργούσε το κύκλωμα εκβιαστών που αποκαλύφθηκε πρόσφατα.
Θυμίζω επίσης, ότι ακόμα δεν έχουν δοθεί απαντήσεις για τις σχέσεις που φέρονται να είχαν μέλη του κυκλώματος με το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Όταν ζητήσαμε εξηγήσεις, όχι για εμάς αλλά για τον ελληνικό λαό, λάβαμε – έλαβα – μηνύσεις.
Οι προκάτοχοί μας επέτρεψαν να μεγαλώσει άλλη μία πληγή στο χώρο της ενημέρωσης. Αναφέρομαι σε επιχειρήσεις με άγνωστο ιδιοκτησιακό καθεστώς και εργαζόμενους «τρίτης κατηγορίας», χωρίς δικαιώματα και μισθούς πείνας. Εμείς την κλείνουμε αυτήν την πληγή.
Για να ολοκληρώσω.
Έχουμε προχωρήσει με γρήγορα βήματα και στον έλεγχο της κρατικής -και όχι μόνο- διαφήμισης στα ιδιωτικά ΜΜΕ.
Ελέγχουμε το τεράστιο σκάνδαλο του ΚΕΕΛΠΝΟ, μέσω της διαφήμισης του οποίου παρασιτούσαν δεκάδες μικρομάγαζα στο χώρο της ενημέρωσης.
Και βέβαια δημοσιεύτηκαν οι λίστες με τους αποδέκτες και τα ποσά της διαφημιστικής δαπάνης τραπεζών, όλα αυτά τα χρόνια που οι Έλληνες πολίτες δέχονταν συνεχείς περικοπές για να διασωθεί το τραπεζικό σύστημα.
Αυτά είναι και τα όριο του θεσμικού μας ρόλου.
Για την ίδια τη δημοσίευση, τον κώδικα δεοντολογίας, το ποιοτικό επίπεδο της μαζικής ενημέρωσης και του δημόσιου λόγου, υπεύθυνοι είναι οι λειτουργοί της δημοσιογραφίας.
Τελικός κριτής σε κάθε περίπτωση είναι κάθε πολίτης ξεχωριστά, τη στιγμή που μετουσιώνεται από παθητικό δέκτη πληροφορίας, σε ενεργό και ενσυνείδητο αξιολογητή της».